Η εξωτερική πολιτική διαχρονικά αποτελούσε αντικείμενο εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης ακόμη και σε περιόδους μεγάλης εσωτερικής όξυνσης. Η επίσκεψη Ερντογάν στάθηκε η αφορμή, για πρώτη φορά η κυβέρνηση να συγκεντρώσει τα πυρά σχεδόν σύσσωμης της αντιπολίτευσης.

Ουδέποτε στα διπλωματικά χρονικά κατεγράφη μια τόσο θλιβερή ιστορική στιγμή. Ο Τούρκος Πρόεδρος μέσα από το προεδικό μέγαρο και στη συνέχεια από το μέγαρο Μαξίμου, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, άνοιξε όλη τη βεντάλια των τουρκικών αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας. Ζήτησε την «επικαιροποίηση» της συνθήκης της Λωζάνης, έθεσε μία σειρά από θέματα για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Ταυτόχρονα παρουσίασε την Τουρκία ως «υπόδειγμα» θρησκευτικής ελευθερίας και κράτους δικαίου, όταν το κοράνι διαβάζεται μέσα στην Αγιά Σοφιά, η Σχολή της Χάλκης παραμένει ερμητικά κλειστή, δεκάδες χιλιάδες πολίτες, στρατιωτικοί, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι, δημοσιογράφοι φυλακίζονται με συνοπτικές διαδικασίες ως γκιουλενιστές.

Το στίγμα της στρατηγικής που θα ακολουθούσε στην Αθήνα ο Ερντογάν δεν το έκρυψε. Το αποκάλυψε ανερυθρίαστα στη συνέντευξη του στον «Σκάι» πριν έρθει. Παρ´ όλ´ αυτά οι ελληνικές αρχές εμφανίστηκαν αιφνιδιασμένες. Επέδειξαν καθυστερημένα τα αντανακλαστικά που έπρεπε. Το ταμείο έδειξε ότι τελικά ευτυχώς Παυλόπουλος και Τσίπρας έσωσαν την τιμή της χώρας. Αλλά η ζημιά είχε γίνει.

Κανείς δεν απάντησε γιατί έπρεπε να το ζήσουμε όλο αυτό! Γιατί προσεκλήθη ο Ερντογάν ακόμη δεν το κατάλαβα. Τα μαθήματα άσκησης διπλωματικής τέχνης του Νίκου Κοτζιά με δηλώσεις κατά του «νεο-απομωνοτισμού» (!) είναι η μισή απάντηση. Για ποια επιτυχημένη επίσκεψη μπορούμε να μιλάμε όταν ο Τούρκος Πρόεδρος συνέχισε τις προκλήσεις και μετά την αποχώρηση του, θέτοντας θέμα και για το Αιγαίο (Βήμα); Τι κέρδισε η Ελλάδα από έναν Σουλτάνο ο οποίος ζει ένα μεγαλείο οθωμανισμού ενώ την ίδια στιγμή είναι σε μια σχεδόν διεθνή απομόνωση - ένα χρόνο έχει να προσκληθεί σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα- και με τη χώρα του να δοκιμάζει τις αντοχές της σε καθημερινές ασκήσεις κατάλυσης βασικών δημοκρατικών αρχών;

Η Αθήνα -ελπίζω άθελα της- έστρωσε κόκκινο χαλί στον Ερντογάν για να κάνει εξαγωγή πυγμής. Του έδωσε ευρωπαϊκό βήμα για να στείλει μηνύματα στο εσωτερικό του - τον αποθέωσαν τα τουρκικά ΜΜΕ που ...τάπωσε τους Έλληνες- αλλά και στον μουσουλμανικό κόσμο του οποίου θα ήθελε να γίνει «πατερούλης». Η κατάθεση του Τούρκο- Ιρανού δισεκατομμυριούχου για μίζες και για οικογενειακές offshores έκαναν ακόμη πιο βαρύ το κλίμα για τον Ερντογάν και η τόνωση του ηγετικού του προφίλ ήταν ότι χρειαζόταν.

Η υπήρξε κάκιστη προετοιμασία της επίσκεψης ή ο Ερντογάν μας την ...έφερε. Προσωπικά αρνούμαι να δεχθώ ότι ελληνική κυβέρνηση θα τολμούσε να καλέσει τον Τούρκο Πρόεδρο εν γνώσει της ότι θα επιδιδόταν στο σώου προκλητικότητας σε live αναμετάδοση, το οποίο σόκαρε άπαντες. Θέλω να πιστεύω ότι ο Ερντογάν ήταν αυτός που δεν κράτησε τις υποσχέσεις που έδωσε στις ελληνικές αρχές.

Ο υπουργός Εξωτερικών Ν.Κοτζιάς αρνήθηκε να πάει στην Επιτροπή Εξωτερικών να ενημερώσει τα κόμματα για την προετοιμασία της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου μετά από 65 χρόνια, αλλά και για το γενικό πλαίσιο της στρατηγικής που θα ακολουθούσε η κυβέρνηση στις διμερείς επαφές. Γιατί δεν το έκανε; Για τα εθνικά μας θέματα μιλάμε. Οχι για τα θέματα του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, της ΔΗ.ΣΥ κλπ. Αν υπήρχε μία στοιχειώδης ενημέρωση και συνεννόηση από πριν, η κυβέρνηση δεν θα ήταν απολογούμενη. Τα κόμματα θα γνώριζαν το επίπεδο προετοιμασίας που ισχυρίζεται ο κ.Κοτζιάς ότι είχε κάνει. Επίσης ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να συζητήσει με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τη Φώφη Γεννηματά και τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς κινήσεις απεγκλωβισμού από την προκλητικότητα του Σουλτάνου και μια ενιαία στάση όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διαύλους επικοινωνίας με τον Ανδρέα Παπανδρέου ακόμη και όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Παροικούντες στην Ιερουσαλήμ επισημαίνουν μάλιστα ότι μοίραζαν και ρόλους. Οι σημερινοί πολιτικοί αρχηγοί δεν μιλάνε μεταξύ τους. Ούτε για τα εθνικά θέματα. Και η βασική ευθύνη είναι του πρωθυπουργού που έχει και την πρωτοβουλία.