Ο Ερντογάν και η ώρα της αλήθειας για τον Κυριάκο Μητσοτάκη» («ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», Σάββατο 21 Ιουνίου 2019) ήταν ο τίτλος του άρθρου μου, με το οποίο προειδοποιούσα: «Καθημερινά πολιτευόμαστε όλοι μας. Με όσα λέμε κι όσα αποσιωπούμε. Με όσα επιμένουμε εμείς να ελπίζουμε και να είμαστε εναντίον όλων των συσσωρευμένων ψευδαισθήσεων, για τις οποίες είναι υποχρεωτικό να κηρύσσουμε τον πόλεμο, υπερασπίζοντας έτσι την ελευθερία μας. Γιατί ουδείς εί-ναι πρόθυμος να μας χαρίσει ό,τι δεν διεκδικούμε. Πολύ περισσότερο ο Ερντογάν. Αλλά κάποιος θα πρέπει να πει στον Κυριάκο ότι και η τουρκική πραγματικότητα έχει τη δική της αλήθεια. Είναι υπαρκτό -ίσως και αναπόφευκτο, όπως μου διαμηνύουν οι φίλοι μου οι Τούρκοι- το ενδεχόμενο να υποστεί το δικό του crash test. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει και για σένα, Κυριάκο Μητσοτάκη».

Η Τουρκία έχει ορίσει ως ζωτικό της χώρο, ένα νέο είδος lebensraum, την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Εκεί θα ασκεί κατ’ απόλυτο τρόπο την επιρροή της, αντιμετωπίζοντας κατά το δοκούν και τις περιστάσεις το Διεθνές Δίκαιο. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη συζήτηση με την Ελλάδα ως προσαρμογή και υποταγή της χώρας μας, στη θεωρία της «γαλάζιας πατρίδας». Την επιπολαιότητα με την οποία πιστεύουν οι Έλληνες πρωθυπουργοί -με εξαίρεση τον Κώστα Καραμανλή- ότι είναι μεγάλοι πολιτικοί, σε επίπεδο Ελευθερίου Βενιζέλου, συνεχίζουμε να την πληρώνουμε σήμερα. Αν ο σημερινός πρωθυπουργός βασανίζεται με το να αποδείξει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε, ας ξαναδιαβάσει Βενιζέλο. Το παιχνίδι «οι επενδυτές έρχονται» είναι ανεκτό. Το παιχνίδι «ας έλθουν και οι Τούρκοι, αφού το ζητούν σύμμαχοι και εταίροι», παράγει τραγωδία.

Η σημερινή κυβέρνηση έχει κληθεί να χειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην κρισιμότερη φάση τους από το 1974. Ήδη, όπως με ενημερώνουν οι Τούρκοι φίλοι, όλα είναι έτοιμα για την πολεμική σύγκρουση ή την υποταγή της χώρας μας. Δηλαδή την ταπείνωση της Ελλάδας. Η Τουρκία περιμένει πάντοτε την κατάλληλη ευκαιρία για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της. Το 1955 προκάλεσε το τουρκικό πογκρόμ της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου και τον αφανισμό της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, όταν υπήρχε κενό εξουσίας στην Αθήνα και η Ελλάδα είχε μπει σε τροχιά σύγκρουσης με τη Μεγάλη Βρετανία. Το 1964, η Άγκυρα επιχείρησε να εκμεταλλευθεί μια ρευστή πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα, αλλά τη σταμάτησαν οι ΗΠΑ. Το 1967, αξιοποίησαν την απομόνωση της χούντας και κέρδισαν την απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο. Το 1974, είχαν την τέλεια ευκαιρία και την άδραξαν εισβάλλοντας στην Κύπρο. Το 1996, έθεσαν «ανοικτά θέμα» γκρίζων ζωνών έχοντας απέναντί τους τη νέα κυβέρνηση Σημίτη, που δεν ήλεγχε τίποτα και ήταν βαθύτατα διχασμένη.

Οι Τούρκοι έχουν υπομονή. Κτίζουν τα επιχειρήματά τους και τις διεκδικήσεις τους, περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία. Στόχος, να συρθεί υπό δυσμενείς συνθήκες η Ελλάδα για διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης.

Τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική προσπαθεί να πείσει τους ισχυρούς του πλανήτη για τη γεωστρατηγική σπουδαιότητα της χώρας μας. Αλλά αυτή τη σπουδαιότητα τη διαψεύδει στην πράξη η εξωτερική και αμυντική μας πολιτική, όταν χαρίζει στρατηγικές «βάσεις» και παντοδαπές «διευκολύνσεις» σε Υπερδυνάμεις, χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα υπεράσπισής της από την απειλή ενός πολέμου που προέρχεται από έναν υπεροπλισμένο εχθρό-γείτονα.

Η στρατιωτική ασυμμετρία σε ορισμένους τομείς έχει εξελιχθεί σε ιδιαίτερα επικίνδυνη σε βάρος της Ελλάδας. Δυστυχώς, η «επανάσταση» στην αμυντική πολιτική είναι απατηλό όνειρο. Οι κυβερνήσεις μονίμως αιφνιδιάζονται και προχωρούν σε παραγγελίες μη κατάλληλων όπλων για τις ειδικές συν-θήκες άμυνας της χώρας. Όπως σήμερα, που διαπραγματεύονται με το Παρίσι αεροσκάφη Rafale.

Δεν θέλω να είμαι δυσάρεστη, αλλά τη μοναδική επιλογή στον «ατσάλι-νο κλοιό» των S-400, που θα ολοκληρωθεί από τον Ερντογάν του χρόνου, αποτελούν τα αμερικανικά F-35. Αυτή είναι η εφιαλτική πραγματικότητα. Αξίζει να θυσιαστούμε για να αποκτήσουμε τα F-35. Αυτά.