«Κοιτάζω και στα αριστερά μου και στα δεξιά μου…». Δεν ήταν τυχαία αυτή η αποστροφή του λόγου του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου. Συνοδεύτηκε, εξάλλου, από το σαφές άνοιγμα προς το κέντρο -και όχι μόνο- , καθώς επανέλαβε ότι δεν τον ενδιαφέρει τι ψήφισαν οι πολίτες στις προηγούμενες εκλογές και ότι το κάλεσμά του «σπάει τα όρια και τα τείχη της κεντροδεξιάς». Η ιδεολογική αβεβαιότητα του κ. Μητσοτάκη εύχομαι να έχει διαλυθεί στο σημερινό συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας.

Προφανώς όλοι αυτοί που τον περιστοιχίζουν είναι από ανεπαρκείς έως ακατάλληλοι. Η ιδεολογική και η πολιτική ηγεμονία δεν κατακτώνται μόνο με τις ελαφρύνσεις φόρων ή τον κραυγαλέο αντισυριζαϊσμό, κ. Μητσοτάκη… Άραγε η χώρα για την επιβίωσή της χρειάζεται περισσότερο τη δεξιά ή την κεντροδεξιά; Το κέντρο ή το έκκεντρο; Ας αποφασίσει τελικά να μας δείξει ο κ. Μητσοτάκης τη ΝΔ του μέλλοντός μας, δηλαδή την Ελλάδα του μέλλοντός τους.

Τα βλαχαντερά του νεοφιλελευθερισμού που έχουν αγκαλιάσει σφιχτά τον κ. Μητσοτάκη τον πιέζουν να επιμείνει -και να εμβαθύνει- στη γραμμή αντιπαράθεσης με τον λαϊκισμό. Όμως, όταν θα έρθει η ώρα της αναμέτρησης στην Ελλάδα, ο αντίπαλος του Μητσοτάκη θα είναι η μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς. Αυτό καθιστά μεν τον ελληνικό λαϊκισμό περισσότερο ευάλωτο - ήδη φθαρμένο και εξασθενημένο από το βάρος της διάψευσής του. Τον καθιστά, όμως, και περισσότερο ευέλικτο.

Όχι μόνο επειδή έχει προλάβει να αναπτύξει εξουσιαστικό πλεονέκτημα - με διοικητικά, μιντιακά και παραθεσμικά ερείσματα. Αλλά επειδή έχει ταυτόχρονα καλλιεργήσει έναν πολιτικό χαμαιλεοντισμό, που του επιτρέπει να εμφανίζεται πότε αντιευρωπαϊκός και πότε «ανοιχτόμυαλος» απέναντι στη Μέρκελ, πότε σοσιαλίζων και πότε θιασώτης των επενδύσεων.

Ωστόσο, πιο ανησυχητική είναι η κοινωνική/φιλοσοφική σύγχυση του κ. Μητσοτάκη. Εντοπίζεται σε αυτό που είπε στη Θεσσαλονίκη, που, ενώ νόμιζε ότι ακούγεται πραγματιστικό, αντίθετα ήταν ωμά κυνικό. Είπε: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα».

Πράγματι η πολιτική είναι η τέχνη που υπόσχεται τη μερική έστω άρση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το πρώτο όνομα της δημοκρατίας άλλωστε είναι «ισονομία». Αυτή η επιμονή στην ισότητα, που μοιράζεται σε τέσσερις έννοιες, καθεμιά με πρώτο συνθετικό το «ίσος», είναι ο στόχος που αξίζει στις ανθρώπινες κοινότητες: ισοψηφία, ισηγορία, ισοτέλεια και ισοτιμία. Να ψηφίζουν όλοι και η ψήφος τους να έχει την ίδια αξία (και πόσοι «αριστοκράτες του πνεύματος» δεν χλευάζουν σαν ανόητη τη λαϊκή ψήφο, επιθυμώντας την εξάλειψη ακόμα και αυτής της ισότητας)· να είναι ο λόγος τους εξίσου ελεύθερος και να παρουσιάζεται στην ίδια έκταση (να, όπως γίνεται στην ελληνική τηλεόραση)· να επωμίζονται όλοι τα ίδια βάρη, αλλά να απολαμβάνουν και τα ίδια προνόμια.

Αν αυτά ακούγονται αρχαία και αφελή, και οι σύγχρονες δημοκρατίες ανάλογους στόχους θέτουν, έστω στα Συντάγματά τους: πολιτική ισότητα (ή ισοπολιτεία), νομική ισότητα και ισότητα ευκαιριών, όχι μόνο για οικονομική επιτυχία, αλλά και για εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη. Ας υποθέσουμε ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν πιστεύει ότι ακόμα κι αυτά «είναι αντίθετα στην ανθρώπινη φύση».