Ο κοροναϊός και ο τρόµος των βιολογικών όπλων
Οι μεγάλες δυνάμεις πάντα βρίσκουν τρόπους να παραβιάζουν τις Συνθήκες
Δεν υπάρχει τίποτε πιο σκοτεινό από τα προγράµµατα βιολογικών εξοπλισµών. Αυτά ακολουθούν κατά κανόνα τις εντάσεις και την αλλαγή των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών.
Στην πραγµατικότητα, οι όροι βιοασφάλεια, βιοάµυνα και βιολογικοί εξοπλισµοί είναι συχνά αλληλένδετοι, καθώς ακολουθούν τους κανόνες του Ψυχρού Πολέµου: αν µια δύναµη αποκτήσει ένα σηµαντικό βιολογικό όπλο, η άλλη όχι µόνο πρέπει να το αναπτύξει ως αντίµετρο και µέσο αποτροπής, αλλά και να αποκτήσει ακόµα πιο ισχυρά όπλα, για να έχει το πάνω χέρι.
Είναι, όµως, τόσες και τέτοιες οι ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης βιολογικών εξοπλισµών, που ακόµα και τα πιο παράτολµα από τα µικρότερα έθνη, που έχουν φυγόκεντρες τάσεις από το διεθνές σύστηµα εξουσίας, θα διστάσουν να καταφύγουν σε αυτά, προτιµώντας τα πυρηνικά, αν κάτι τέτοιο τους είναι εφικτό, ή έστω τα χηµικά.
Η σηµαντικότερη ιδιαιτερότητα των βιολογικών όπλων είναι ότι, σε περίπτωση διαρροής βιολογικών παραγόντων, ο περιορισµός τους µπορεί να αποδειχθεί αδύνατος και να προκληθεί, έτσι, µια πανδηµία άνευ προηγουµένου.
Παρότι υπάρχουν στιβαρές διεθνείς, και όχι µόνο, Συνθήκες για τον περιορισµό της ανάπτυξης βιολογικών όπλων, κυρίως οι µεγάλες δυνάµεις πάντα βρίσκουν τρόπους να τις παραβιάζουν, συχνά χωρίς να γίνονται αντιληπτές.
Σε αντίθεση µε τα οπλικά συστήµατα, που συχνά έχουν και εµπορικό αντίκρισµα, στα βιολογικά όπλα δεν γίνονται φυσικά επιδείξεις, κάτι που τα κάνει «ευεπίφορα» για το ακριβό σπορ της κατασκοπείας και της αντικατασκοπείας. ∆εν χρειαζόταν καν µια χώρα να έχει στη διάθεσή της κάποιον νέο, ισχυρό βιολογικό παράγοντα.
Αρκούσε να πίστευε η αντίπαλη χώρα ότι το έχει, για να επιδοθεί σε µια φρενήρη σπατάλη πόρων και να επιχειρήσει να αναπτύξει κάποιον εφάµιλλο ή ισχυρότερο παράγοντα. Και όταν αυτό συνέβαινε ή ακόµη φηµολογούνταν ότι συνέβαινε, γυρνούσε µπούµερανγκ στην πρώτη χώρα, η οποία θα έσπευδε ασθµαίνοντας να πάρει το προβάδισµα στην κούρσα.
Αυτοί ήταν, λίγο ή πoλύ, οι κανόνες του Ψυχρού Πολέµου, που ίσχυαν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου. Παρότι το πιο εκτεταµένο πρόγραµµα βιολογικών εξοπλισµών ήταν αυτό των Γιαπωνέζων, οι οποίοι δοκίµαζαν βιολογικούς παράγοντες µαζικά σε Κινέζους αιχµαλώτους πολέµου, η χρήση βιολογικών παραγόντων από τους Γερµανούς κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ως µέσο σαµποτάζ, έκανε τις φήµες για το ναζιστικό βιολογικό πρόγραµµα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη προγραµµάτων βιολογικών εξοπλισµών από τους ∆υτικούς.
Είναι, µάλιστα, άγνωστο πόση τεχνογνωσία στο εν λόγω πεδίο απέκτησαν οι Αµερικανοί µέσω του προγράµµατος «Επιχείρηση Συνδετήρας» («Operation Paperclip»), εκ του οποίου δόθηκε µια «δεύτερη ευκαιρία» από τις ΗΠΑ σε ναζί επιστήµονες για να εµπλουτίσουν µε ναζιστική τεχνογνωσία τα αµερικανικά προγράµµατα.
Πολύ μεγαλύτερη έκταση πήραν τα προγράµµατα βιολογικών εξοπλισµών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου. Τα βιολογικά, µε πρωταγωνιστή τον βάκιλο του άνθρακα, θα πάνε χέρι-χέρι µε τα πυρηνικά. Με τη σύναψη διεθνών Συνθηκών για τον περιορισµό τους, θα εφευρεθεί ο όρος «βιοάµυνα / βιοασφάλεια», ο οποίος αποτελεί ευφηµισµό, καθώς το τελικό αποτέλεσµα παρέµενε το ίδιο: η ανάπτυξη και κατοχή ισχυρών βιολογικών παραγόντων.
Ενδεικτικά, περίπου 50 βιοεργαστήρια είχαν αναπτυχθεί στη Σοβιετική Ενωση, περισσότερα από όσα γνωρίζουµε ότι υπάρχουν σήµερα στον κόσµο. Η παράνοια της κούρσας των βιολογικών εξοπλισµών κατά τον Ψυχρό Πόλεµο είναι τέτοια, που Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να δοκιµάσουν βιολογικούς παράγοντες, θεωρητικά ακίνδυνους, στους ίδιους τους πληθυσµούς, και µάλιστα σε µητροπολιτικούς, για να εξετάσουν το µοτίβο της διασποράς τους.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1964, δύο παρόµοια πειράµατα διεξάγονται στο µετρό του Λονδίνου από το αγγλικό υπουργείο Αµυνας. ∆ύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1966, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης γίνονται εν αγνοία τους πειραµατόζωα του Ινστιτούτου Μολυσµατικών Νοσηµάτων του Ιατρικού Ερευνητικού επίθεση µε βιολογικά όπλα. Με την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, το πρόγραµµα βιολογικών εξοπλισµών της (Biopreparat) θα αποµείνει µια σκιά του πρότερου εαυτού του και θα τύχει επιθεωρήσεων από τους ∆υτικούς.
Κορυφαίοι επιστήµονές του, όπως ο Κεν Αλιµπέκ και ο Βλαντιµίρ Πασέτσνικ, θα αυτοµολήσουν στη ∆ύση, µεταφέροντας σε αυτήν σοβιετική τεχνογνωσία. Οι ΗΠΑ είναι πλέον η µόνη υπερδύναµη στον πλανήτη και η κατάσταση θα ηρεµήσει κάπως για κάποια χρόνια όσον αφορά τους βιολογικούς εξοπλισµούς.
Με την άνοδο, όµως, του νεοσυντηρητικού think tank «Project for a new american century» στην εξουσία, µέσω της εκλογής του Τζορτζ Μπους (του νεότερου) στην προεδρία των ΗΠΑ, το βιολογικό πρόγραµµα θα αναβιώσει υπό άλλον µανδύα.
Οπως χαρακτηριστικά περιέγραφε το µανιφέστο του εν λόγω think tank, το οποίο οραµατιζόταν και την αµερικανική κυριαρχία να δεσπόζει και στον 21ο αιώνα: «... και προηγµένες µορφές βιολογικών όπλων, που έχουν την ικανότητα να στοχεύσουν συγκεκριµένους γενότυπους, µπορούν να µεταµορφώσουν τον βιολογικό πόλεµο από το βασίλειο του τρόµου σε πολύτιµο πολιτικό εργαλείο...».
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όµως, χρειαζόταν µια νέα απειλή, καθώς οι µεγάλοι αντίπαλοι του παρελθόντος δεν υπήρχαν πλέον. Τη νέα αυτή τροπή σηµατοδότησε η επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους την 11η Σεπτεµβρίου του 2001, ηµέρα που ο κόσµος άλλαξε µε πολύ περισσότερους τρόπους από όσους οι περισσότεροι από εµάς γνωρίζουµε.
Προφασιζόµενη τυχόν επίθεση µε βιολογικά από τροµοκράτες (βιοτροµοκρατία), η ηγεσία των ΗΠΑ θα συνδέσει τον πανδηµικό κίνδυνο µε την απειλή της βιοτροµοκρατίας και θα δηµιουργήσει νοµοθετικά τη «σκαλωσιά» αυτού που ζούµε σήµερα µέσω των νοµοσχεδίων Bioshield, καθώς και προεκτάσεις του Patriot Act, τα οποία, ανάµεσα σε άλλα, εξαιρούσαν τις φαρµακευτικές εταιρείες από οποιαδήποτε ευθύνη για την ανάπτυξη εµβολίων ή φαρµάκων σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση δηλαδή: α) πανδηµίας και β) βιοτροµοκρατικού χτυπήµατος, συνδέοντας άρρηκτα πλέον αυτούς τους δύο κινδύνους.
Να σηµειωθεί πως όλως τυχαίως, τον Ιούνιο του 2001, σχεδόν τρεις µήνες πριν από την επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους, διεξάγεται η άσκηση βιολογικής ετοιµότητας έναντι ενδεχόµενης βιολογικής επίθεσης, ο λεγόµενος «Σκοτεινός χειµώνας» («Dark winter»). Ο «Σκοτεινός χειµώνας» ήταν µια εικονική επίθεση µε βιολογικά όπλα (συγκεκριµένα ευλογιάς) στις ΗΠΑ, προκειµένου να εκτιµηθούν όλες οι παράµετροι που σχετίζονταν µε αυτή: ετοιµότητα, αντίδραση, περίθαλψη, απόθεµα εµβολίων και φαρµάκων, διασπορά του παθογόνου και τα πιθανά επιδηµιολογικά στοιχεία της.
Και όλως τυχαίως λίγους µήνες µετά τον «Σκοτεινό χειµώνα» και µερικές εβδοµάδες µετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεµβρίου συµβαίνει και η πρώτη τροµοκρατική επίθεση µε βιολογικούς παράγοντες στις ΗΠΑ, αυτήν τη φορά πραγµατικούς και όχι εικονικούς. Επιστολές εµποτισµένες µε άνθρακα στέλνονται σε γερουσιαστές, εφηµερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα.
Ο τρόµος ενισχύεται και ακραίες πολιτικές αποκτούν πειθώ κι επιβάλλονται εν ριπή οφθαλµού. Οι επιστολές άνθρακα αποδίδονται αρχικά στην «Αλ Κάιντα» και έπειτα στο Ιράκ, όταν στην πραγµατικότητα το στέλεχος που είχε χρησιµοποιηθεί αποδείχθηκε ότι ήταν «made in USA», και µάλιστα έφερε την υπογραφή στρατιωτικού βιολογικού εργαστηρίου, συγκεκριµένα του Fort Detrick.
Οι επιστολές άνθρακα προετοίµασαν το έδαφος για τους ισχυρισµούς πως το Ιράκ είχε βιολογικά και χηµικά όπλα. Μόλις επτά χρόνια αργότερα, το FBI θα αρχίσει να σφίγγει τον κλοιό γύρω από τον Μπρους Ιβινς, µικροβιολόγο και ερευνητή εµβολίων στο βιολογικό πρόγραµµα του Fort Detrick, ενοχοποιώντας τον ως αποστολέα των επιστολών άνθρακα. Η υπόθεση θα κλείσει µε την αυτοκτονία του Ιβινς το 2008.
Στην πραγµατικότητα, οι όροι βιοασφάλεια, βιοάµυνα και βιολογικοί εξοπλισµοί είναι συχνά αλληλένδετοι, καθώς ακολουθούν τους κανόνες του Ψυχρού Πολέµου: αν µια δύναµη αποκτήσει ένα σηµαντικό βιολογικό όπλο, η άλλη όχι µόνο πρέπει να το αναπτύξει ως αντίµετρο και µέσο αποτροπής, αλλά και να αποκτήσει ακόµα πιο ισχυρά όπλα, για να έχει το πάνω χέρι.
Είναι, όµως, τόσες και τέτοιες οι ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης βιολογικών εξοπλισµών, που ακόµα και τα πιο παράτολµα από τα µικρότερα έθνη, που έχουν φυγόκεντρες τάσεις από το διεθνές σύστηµα εξουσίας, θα διστάσουν να καταφύγουν σε αυτά, προτιµώντας τα πυρηνικά, αν κάτι τέτοιο τους είναι εφικτό, ή έστω τα χηµικά.
Η σηµαντικότερη ιδιαιτερότητα των βιολογικών όπλων είναι ότι, σε περίπτωση διαρροής βιολογικών παραγόντων, ο περιορισµός τους µπορεί να αποδειχθεί αδύνατος και να προκληθεί, έτσι, µια πανδηµία άνευ προηγουµένου.
Παρότι υπάρχουν στιβαρές διεθνείς, και όχι µόνο, Συνθήκες για τον περιορισµό της ανάπτυξης βιολογικών όπλων, κυρίως οι µεγάλες δυνάµεις πάντα βρίσκουν τρόπους να τις παραβιάζουν, συχνά χωρίς να γίνονται αντιληπτές.
Σε αντίθεση µε τα οπλικά συστήµατα, που συχνά έχουν και εµπορικό αντίκρισµα, στα βιολογικά όπλα δεν γίνονται φυσικά επιδείξεις, κάτι που τα κάνει «ευεπίφορα» για το ακριβό σπορ της κατασκοπείας και της αντικατασκοπείας. ∆εν χρειαζόταν καν µια χώρα να έχει στη διάθεσή της κάποιον νέο, ισχυρό βιολογικό παράγοντα.
Αρκούσε να πίστευε η αντίπαλη χώρα ότι το έχει, για να επιδοθεί σε µια φρενήρη σπατάλη πόρων και να επιχειρήσει να αναπτύξει κάποιον εφάµιλλο ή ισχυρότερο παράγοντα. Και όταν αυτό συνέβαινε ή ακόµη φηµολογούνταν ότι συνέβαινε, γυρνούσε µπούµερανγκ στην πρώτη χώρα, η οποία θα έσπευδε ασθµαίνοντας να πάρει το προβάδισµα στην κούρσα.
Αυτοί ήταν, λίγο ή πoλύ, οι κανόνες του Ψυχρού Πολέµου, που ίσχυαν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου. Παρότι το πιο εκτεταµένο πρόγραµµα βιολογικών εξοπλισµών ήταν αυτό των Γιαπωνέζων, οι οποίοι δοκίµαζαν βιολογικούς παράγοντες µαζικά σε Κινέζους αιχµαλώτους πολέµου, η χρήση βιολογικών παραγόντων από τους Γερµανούς κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ως µέσο σαµποτάζ, έκανε τις φήµες για το ναζιστικό βιολογικό πρόγραµµα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη προγραµµάτων βιολογικών εξοπλισµών από τους ∆υτικούς.
Είναι, µάλιστα, άγνωστο πόση τεχνογνωσία στο εν λόγω πεδίο απέκτησαν οι Αµερικανοί µέσω του προγράµµατος «Επιχείρηση Συνδετήρας» («Operation Paperclip»), εκ του οποίου δόθηκε µια «δεύτερη ευκαιρία» από τις ΗΠΑ σε ναζί επιστήµονες για να εµπλουτίσουν µε ναζιστική τεχνογνωσία τα αµερικανικά προγράµµατα.
Πολύ μεγαλύτερη έκταση πήραν τα προγράµµατα βιολογικών εξοπλισµών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου. Τα βιολογικά, µε πρωταγωνιστή τον βάκιλο του άνθρακα, θα πάνε χέρι-χέρι µε τα πυρηνικά. Με τη σύναψη διεθνών Συνθηκών για τον περιορισµό τους, θα εφευρεθεί ο όρος «βιοάµυνα / βιοασφάλεια», ο οποίος αποτελεί ευφηµισµό, καθώς το τελικό αποτέλεσµα παρέµενε το ίδιο: η ανάπτυξη και κατοχή ισχυρών βιολογικών παραγόντων.
Ενδεικτικά, περίπου 50 βιοεργαστήρια είχαν αναπτυχθεί στη Σοβιετική Ενωση, περισσότερα από όσα γνωρίζουµε ότι υπάρχουν σήµερα στον κόσµο. Η παράνοια της κούρσας των βιολογικών εξοπλισµών κατά τον Ψυχρό Πόλεµο είναι τέτοια, που Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να δοκιµάσουν βιολογικούς παράγοντες, θεωρητικά ακίνδυνους, στους ίδιους τους πληθυσµούς, και µάλιστα σε µητροπολιτικούς, για να εξετάσουν το µοτίβο της διασποράς τους.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1964, δύο παρόµοια πειράµατα διεξάγονται στο µετρό του Λονδίνου από το αγγλικό υπουργείο Αµυνας. ∆ύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1966, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης γίνονται εν αγνοία τους πειραµατόζωα του Ινστιτούτου Μολυσµατικών Νοσηµάτων του Ιατρικού Ερευνητικού επίθεση µε βιολογικά όπλα. Με την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, το πρόγραµµα βιολογικών εξοπλισµών της (Biopreparat) θα αποµείνει µια σκιά του πρότερου εαυτού του και θα τύχει επιθεωρήσεων από τους ∆υτικούς.
Κορυφαίοι επιστήµονές του, όπως ο Κεν Αλιµπέκ και ο Βλαντιµίρ Πασέτσνικ, θα αυτοµολήσουν στη ∆ύση, µεταφέροντας σε αυτήν σοβιετική τεχνογνωσία. Οι ΗΠΑ είναι πλέον η µόνη υπερδύναµη στον πλανήτη και η κατάσταση θα ηρεµήσει κάπως για κάποια χρόνια όσον αφορά τους βιολογικούς εξοπλισµούς.
Με την άνοδο, όµως, του νεοσυντηρητικού think tank «Project for a new american century» στην εξουσία, µέσω της εκλογής του Τζορτζ Μπους (του νεότερου) στην προεδρία των ΗΠΑ, το βιολογικό πρόγραµµα θα αναβιώσει υπό άλλον µανδύα.
Οπως χαρακτηριστικά περιέγραφε το µανιφέστο του εν λόγω think tank, το οποίο οραµατιζόταν και την αµερικανική κυριαρχία να δεσπόζει και στον 21ο αιώνα: «... και προηγµένες µορφές βιολογικών όπλων, που έχουν την ικανότητα να στοχεύσουν συγκεκριµένους γενότυπους, µπορούν να µεταµορφώσουν τον βιολογικό πόλεµο από το βασίλειο του τρόµου σε πολύτιµο πολιτικό εργαλείο...».
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όµως, χρειαζόταν µια νέα απειλή, καθώς οι µεγάλοι αντίπαλοι του παρελθόντος δεν υπήρχαν πλέον. Τη νέα αυτή τροπή σηµατοδότησε η επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους την 11η Σεπτεµβρίου του 2001, ηµέρα που ο κόσµος άλλαξε µε πολύ περισσότερους τρόπους από όσους οι περισσότεροι από εµάς γνωρίζουµε.
Προφασιζόµενη τυχόν επίθεση µε βιολογικά από τροµοκράτες (βιοτροµοκρατία), η ηγεσία των ΗΠΑ θα συνδέσει τον πανδηµικό κίνδυνο µε την απειλή της βιοτροµοκρατίας και θα δηµιουργήσει νοµοθετικά τη «σκαλωσιά» αυτού που ζούµε σήµερα µέσω των νοµοσχεδίων Bioshield, καθώς και προεκτάσεις του Patriot Act, τα οποία, ανάµεσα σε άλλα, εξαιρούσαν τις φαρµακευτικές εταιρείες από οποιαδήποτε ευθύνη για την ανάπτυξη εµβολίων ή φαρµάκων σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση δηλαδή: α) πανδηµίας και β) βιοτροµοκρατικού χτυπήµατος, συνδέοντας άρρηκτα πλέον αυτούς τους δύο κινδύνους.
Να σηµειωθεί πως όλως τυχαίως, τον Ιούνιο του 2001, σχεδόν τρεις µήνες πριν από την επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους, διεξάγεται η άσκηση βιολογικής ετοιµότητας έναντι ενδεχόµενης βιολογικής επίθεσης, ο λεγόµενος «Σκοτεινός χειµώνας» («Dark winter»). Ο «Σκοτεινός χειµώνας» ήταν µια εικονική επίθεση µε βιολογικά όπλα (συγκεκριµένα ευλογιάς) στις ΗΠΑ, προκειµένου να εκτιµηθούν όλες οι παράµετροι που σχετίζονταν µε αυτή: ετοιµότητα, αντίδραση, περίθαλψη, απόθεµα εµβολίων και φαρµάκων, διασπορά του παθογόνου και τα πιθανά επιδηµιολογικά στοιχεία της.
Και όλως τυχαίως λίγους µήνες µετά τον «Σκοτεινό χειµώνα» και µερικές εβδοµάδες µετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεµβρίου συµβαίνει και η πρώτη τροµοκρατική επίθεση µε βιολογικούς παράγοντες στις ΗΠΑ, αυτήν τη φορά πραγµατικούς και όχι εικονικούς. Επιστολές εµποτισµένες µε άνθρακα στέλνονται σε γερουσιαστές, εφηµερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα.
Ο τρόµος ενισχύεται και ακραίες πολιτικές αποκτούν πειθώ κι επιβάλλονται εν ριπή οφθαλµού. Οι επιστολές άνθρακα αποδίδονται αρχικά στην «Αλ Κάιντα» και έπειτα στο Ιράκ, όταν στην πραγµατικότητα το στέλεχος που είχε χρησιµοποιηθεί αποδείχθηκε ότι ήταν «made in USA», και µάλιστα έφερε την υπογραφή στρατιωτικού βιολογικού εργαστηρίου, συγκεκριµένα του Fort Detrick.
Οι επιστολές άνθρακα προετοίµασαν το έδαφος για τους ισχυρισµούς πως το Ιράκ είχε βιολογικά και χηµικά όπλα. Μόλις επτά χρόνια αργότερα, το FBI θα αρχίσει να σφίγγει τον κλοιό γύρω από τον Μπρους Ιβινς, µικροβιολόγο και ερευνητή εµβολίων στο βιολογικό πρόγραµµα του Fort Detrick, ενοχοποιώντας τον ως αποστολέα των επιστολών άνθρακα. Η υπόθεση θα κλείσει µε την αυτοκτονία του Ιβινς το 2008.