Στις 12 Οκτωβρίου 1944 έγινε η Απελευθέρωση των Αθηνών και τη βιώνουµε µέσα από την πένα του Γεωργίου Θεοτοκά. Μια ακριβής περιγραφή µιας απελευθερώσεως που άνοιξε τις «πύλες της κολάσεως», φωτογραφίζοντας το απύθµενο µίσος που υπήρχε στον τόπο µας, όχι για τον αποχωρούντα κατακτητή, αλλά για τον Ελληνα που δεν υιοθετούσε τον Κόκκινο Ολοκληρωτισµό, που ήταν έτοιµος να διαδεχθεί τον Μαύρο...

«Σήµερα, ανάµεσα στις 7 και 8 π.µ. άρχισαν να σηµαίνουν καµπάνες σ’ όλη την Αθήνα κι οι δρόµοι να σηµαιοστολίζουνται µε τα ελληνικά χρώµατα στην αρχή, µα σχεδόν αµέσως πρόβαλαν και οι αγγλικές και αµερικανικές σηµαίες και πού και πού καµιά σοβιετική. Οι άνθρωποι φιλιόντανε και έλεγαν: “Είµαστε λεύτεροι!”. Μα κανείς δεν ήξερε πώς έγινε το πράµα.

Βγαίνοντας από το σπίτι µου, κατά τις 8.30 π.µ., είδα στη Λεωφόρο Κηφισιάς, εµπρός στον Εθνικό Κήπο, ένα λόχο Γερµανών ποδηλατιστών σταµατηµένο κι έναν αξιωµατικό που έδινε οδηγίες στους αντάρτες. Ηταν, ως φαίνεται, αυτοί που έκαµαν αργότερα την υποστολή της σηµαίας στην Ακρόπολη ή την τελετή στο µνηµείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Ο κόσµος περνούσε δίπλα τους ειρηνικά. Στη “Μεγάλη Βρεταννία’’ είδα την πρώτη σοβαρή συγκέντρωση πλήθους κι άκουσα το χουνί που µιλούσε από ένα µπαλκόνι του ξενοδοχείου λέγοντας: “Εδώ ο ηρωικός ΕΛΑΣ! Ζήτω η λευτεριά! Ζήτω η Εθνική Κυβέρνηση!” κ.λπ. Και σύντοµα λογύδρια και στίχους. Ο κόσµος χειροκροτούσε, µα φαινότανε δισταχτικός, µουδιασµένος, δεν είχε ακόµα πιστέψει το γεγονός.

Κατά τις 10 π.µ. οι Γερµανοί έκαµαν µια µικρή στρατιωτική τελετή στο µνηµείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Παρατάχτηκε εκεί µια µικρή µονάδα κι ο αξιωµατικός τους δήλωσε στον δήµαρχο Γεωργάτο ότι η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη και ότι του παραδίδει την πόλη. Καταθέσανε κι ένα στέφανο στον τάφο µε τα γερµανικά χρώµατα, ενώ ταυτόχρονα γινότανε στην Ακρόπολη η υποστολή της σηµαίας. Οσο ήταν οι Γερµανοί στο µνηµείο, ο κόσµος, κατά σύσταση της αστυνοµίας και του ΕΛΑΣ, είχε τραβηχτεί µακριά. Σαν έφυγαν, πλησίασε κι έσκισε το στέφανό τους. Βρέθηκα εκεί λίγο αργότερα, ενώ πια είχαν αρχίσει να διασχίζουν την Αθήνα πλήθος διαδηλώσεις, που όλες καταλήγανε στο µνηµείο. Σε µια ορισµένη στιγµή, τα παιδιά του ΕΛΑΣ ζήτησαν από το πλήθος να γονατίσει και να κρατήσει ενός λεφτού σιγή. Τούτο έγινε κι ύστερα το πλήθος τραγούδησε τον Εθνικό Υµνο. Υστερα αξίωσε και πέτυχε να κατέβει από τα Παλαιά Ανάκτορα η σηµαία µε το στέµµα. Στο µεταξύ ο λαϊκός πανηγυρισµός είχε φουντώσει απ’ το Σύνταγµα στην Οµόνοια.

Γενικές εντυπώσεις

1. Από την πρώτη στιγµή επικράτησε πνεύµα γενικής συναδέλφωσης. Το πλήθος δεν είχε όρεξη να θυµηθεί τα εµφύλια πάθη που το χώριζαν θανάσιµα ως χτες και που µπορεί αύριο να το ξαναχωρίσουν. Το γύρισε στο κέφι, στο ρωµαίικο γλέντι.
2. Αναµφισβήτητα σήµερα κυριάρχησε σ’ όλη την Αθήνα το ΕΑΜ µε αυστηρή πειθαρχία, χωρίς όµως να προβεί σε µια ογκώδη επίδειξη της δύναµής του. Σκορπίστηκε σε χίλιες µικροεκδηλώσεις, που είχανε χαρακτήρα επαγγελµατικό ή συνοικιακό.
3. Ο εορτασµός έγινε από τη νεολαία. Γενικά το πλήθος των ανθρώπων απάνω από είκοσι πέντε χρονών φάνηκε κάπως επιφυλακτικό, ανήσυχο, σα να ένιωθε πως οι κίνδυνοι δεν έλειψαν ακόµα ολότελα.
4. Η τάξη κρατήθηκε υποδειγµατικά. ∆εν ξέρω να ’γινε καµιά αυτοδικία, λεηλασία ή άλλη ανωµαλία. Η µέρα αυτή, που ήµασταν σχεδόν βέβαιοι πως θα ήτανε µέρα αναρχίας, αποδείχτηκε µέρα καταπληχτικής νοµιµοφροσύνης.
5. Τα συνθήµατα όλων των µερίδων ήταν συµφιλιωτικά. Το πλήθος, ωστόσο, δεν έχασε καµιά ευκαιρία να προβεί σε εκδηλώσεις αντιβασιλικές. Γραφικά στιγµιότυπα: Οι παπάδες που φωνάζανε: “Λαοκρατία! ” επικεφαλής διαδηλώσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η γυναίκα απάνω σ’ άλογο. Hταν ένα κάρο φορτωµένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα µια γυναίκα µελαχρινή σα γύφτισσα, που είχε στο κεφάλι και τους ώµους ένα σάλι επαναστατικό, κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊµαλιά στο στήθος, κρατούσε µια ελληνική σηµαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: “Απ’ τα κόκαλα βγαλµένη...”. Μια παρέα µάγκες γυρίζανε µ’ έναν χαρτονένιο Χίτλερ κρεµασµένο σ’ ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθµικά: “Εµπατίρησε (καινούργια λέξη argot)”. Πολλά τραµ και καµιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόµους φορτωµένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που φωνάζανε τα συνθήµατα των οργανώσεών τους. Είδα και µια παρέλαση πιτσιρίκων µε ξύλινα τουφέκια, του “παιδικού µετώπου” του ΕΑΜ. Είδα επίσης να διασχίζουν το πλήθος και µερικά γερµανικά αυτοκίνητα, στα οποία κανείς δεν έδινε προσοχή. Eµαθα, όµως, ότι αλλού γιουχαΐστηκαν.

Το µεσηµέρι µε κάλεσε ο Ακρίτας να τον βοηθήσω στη διεύθυνση Τύπου κ.λπ. που έχει αναλάβει. Συνεργάστηκα µαζί του το απόγεµα µες σε µεγάλη νευρικότητα και φασαρία δηµοσιογράφων. Εκεί έµαθα το δυσάρεστο νέο, που µειώνει πολύ τη χαρά αυτής της ηµέρας, την καταστροφή του λιµανιού από τους Γερµανούς. Το ηλεκτρικό ρεύµα έχει κοπεί ολότελα κι υπάρχει η υποψία ότι χαλάσανε και το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Για τον ερχοµό των Αγγλων δεν υπάρχει καµιά θετική πληροφορία, παρά τις ποικίλες διαδόσεις που κυκλοφορούσαν όλη µέρα στους δρόµους ότι έρχουνται στις 10 π.µ., στις 12, στις 3 µ.µ., το βράδυ, τη νύχτα κ.λπ. Είναι µια κατάσταση αρκετά περίεργη. Η Αθήνα ελεύθερη, τα περίχωρα υπό κατοχή, ο Πειραιάς κατεστραµµένος, οι Αγγλοι κάπου πολύ κοντά, µα κανείς δεν ξέρει ακριβώς πού.

Μόλις νύχτωσε, αν και βέβαια δεν ισχύουν πια οι γερµανικές διαταγές για τον περιορισµό της κυκλοφορίας, ο κόσµος συµµαζεύτηκε στα σπίτια του κι η πόλη πήρε πάλι το άγριο πολεµικό της ύφος. Ακούω ακατάπαυστες εκρήξεις και µερικούς πυροβολισµούς. 13 Οκτωβρίου Οι δρόµοι ερηµώθηκαν χτες τη νύχτα, όπως καταλαβαίνω, µονάχα εδώ, στο κέντρο. Στις συνοικίες δε σταµάτησε η κυκλοφορία ούτε το γλέντι. Κι οι καµπανοκρουσίες δε σταµάτησαν. Το πρωινό έγιναν, στους κεντρικούς δρόµους, ακατάπαυστες διαδηλώσεις, πολύ αλλιώτικες από τις χτεσινές, που είχανε χαρακτήρα αυθόρµητο και νεανικό. Σήµερα ήτανε διαδηλώσεις οργανωµένες, που αποτελούσαν ουσιαστικά µιαν ατέλειωτη διαδήλωση του ΕΑΜ, µε το πλήθος µοιρασµένο κατά συνοικίες και επαγγέλµατα και µε ολοφάνερη επικράτηση του Κ.Κ., πράµα που δε συνέβαινε χτες. Το πλήθος είχε πολλές κόκκινες σηµαίες ανακατωµένες µε τις ελληνικές και τις συµµαχικές και µεγάλες κοµµατικές πινακίδες. Γυναίκες και παιδάκια συµµετείχαν σε µεγάλο αριθµό, πάντα µε αυστηρή οργάνωση. Η ρυθµική κραυγή που επικρατούσε ήτανε: “Κάπα-Κάπα-Εψιλον!”. (Ακουσα κάτι γυναίκες που ήθελαν να πρωτοτυπήσουν και φωνάζανε: “∆ύο Κάπα-Εψιλον”). Υπήρχαν και παπάδες µέσα στις ΕΑΜικές διαδηλώσεις. Συνολικά ήτανε µια επιβλητική επίδειξη των δυνάµεων του κοµµουνισµού στην Αθήνα, που την παρακολουθούσε ο άλλος κόσµος µε κάποιαν αµηχανία. ∆όθηκε στην υπόθεση τόνος προεκλογικός. Τούτο µου φαίνεται πως ήτανε πολύ πρόωρο και, από την άποψη του κοµµουνισµού, λάθος τακτικής. Ωστόσο, η ατµόσφαιρα της χαράς, της τάξης και της εµπιστοσύνης διατήρηθηκε. Μονάχα το απόγεµα, περιδιαβάζοντας µε τον Αντρέα Εµπειρίκο, είδα κοντά στα Χαυτεία κάτι που δε µου άρεσε. Στο ξενοδοχείο ‘‘Μαζέστικ’’, όπου η έδρα του Ε∆ΕΣ, ένας όµιλος Ε∆ΕΣίτες στεκόντανε στην πόρτα και στα παράθυρα του ισογείου ακίνητοι, µε σφιγµένα τα δόντια και µε τα πολυβόλα στραµµένα προς τα έξω. Στο αντικρινό πεζοδρόµιο και στο κατάστρωµα του δρόµου, το ΕΑΜικό πλήθος τούς προκαλούσε συνεχώς, όχι µε βρισιές ή κοροϊδίες, αλλά απλώς και µόνο µε τις κραυγές: “ΕΑΜ! ΕΛΑΣ! Κάπα-Κάπα-Εψιλον!”. Αυτοί σφίγγανε τα πολυβόλα χωρίς να µιλούν. Ο Α. Εµπειρίκος µού εξήγησε πως αυτή η σκηνή διαρκούσε ακατάπαυστα από τις 8 το πρωί. Είχα την εντύπωση πως έφτανε ένα σπίρτο για να πάρει η Αθήνα φωτιά σαν ένα δοχείο µπενζίνα. Προηγουµένως είχα δει στο Σύνταγµα, εµπρός στη ‘‘Μεγάλη Βρεττανία’’, το πλήθος έξαλλο, που είχε τσακώσει έναν Αγγλο αξιωµατικό. Αυτός είχε κλειστεί, σαν το σάλιαγκο, σ’ ένα µικρό αυτοκίνητο και δεν τολµούσε να ξεµυτίσει. Τέλος, βγήκε, τον σήκωσαν στα χέρια για να τον δει το πλήθος και να ησυχάσει, µα δεν ησύχασε. Με τη βοήθεια µερικών πολιτών που τον συνόδευαν κατόρθωσε, µε πολύν κόπο, να χωθεί στο ξενοδοχείο, αφού πολλές φορές κόντεψε να πνιγεί από τον κόσ µο, που δε χόρταινε βλέποντας το δίκοχό του, µα ήθελε και να χαϊδέψει το κεφάλι του, να το αγγίσει µε τα χέρια».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 15 Οκτωβρίου 2022