Με αφορμή το δημοψήφισμα στην Καταλονία, είδα διάφορους ιστορικούς παραλληλισμούς να διατυπώνονται. Κορυφαίος, ίσως, ανάμεσά τους ήταν αυτός με τον Αμερικανικό Εμφύλιο – όπου τον ρόλο των νότιων πολιτειών τον παίζουν οι Καταλανοί, ενώ ο Μαριάνο Ραχόι εμφανίζεται ως Αβραάμ Λίνκολν. Μολονότι εν πρώτοις μοιάζει λίγο αστείος, ο παραλληλισμός αυτός –που έγινε κι από τον επιφανή συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη σε δημόσια ανάρτησή του στο facebook–, μου θύμισε κάτι που ίσως αξίζει να ειπωθεί.

Η πρόθεση των νότιων πολιτειών να αποσχιστούν από την Ένωση είχε αποτελέσει πηγή μεγάλου προβληματισμού για τους πρωτεργάτες της φιλελεύθερης σκέψης. Διότι, αν η Αμερικανική

Επανάσταση είχε βρει τη νομιμοποίησή της σε ένα σχήμα βασισμένο στο δικαίωμα ενός «πολιτικού σώματος» –ενός «λαού»– να εξεγερθεί ενάντια σε μια καταπιεστική διακυβέρνηση – αυτό ακριβώς το δικαίωμα δεν επικαλούνταν και οι πολιτείες του νότου; Με ποια αιτιολογία μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι αρχικές δεκατρείς αποικίες είχαν το δικαίωμα να εξεγερθούν κατά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, καθότι παραβίαζε τα δικαιώματά τους, αλλά οι νότιες πολιτείες δεν είχαν το ίδιο δικαίωμα, να αποσχισθούν δηλαδή από την Ένωση;
Ασφαλώς, η απάντηση δεν μπορούσε να είναι ο «νόμος» ή το «Σύνταγμα», όπως υποστηρίζουν όσοι διατύπωσαν την ιστορική αναλογία για την οποία μιλούμε. Οι αρχικές δεκατρείς αποικίες ήταν κι αυτές δια νόμου μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Δεν αποτελεί, ασφαλώς, φιλελεύθερο επιχείρημα ότι θα έπρεπε να υποταχθούν διότι αλλιώς θα ήταν «παράνομες» - ό,τι κι αν έλεγε ο «νόμος».

Η απάντηση του φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλλ έχει μεγάλο ενδιαφέρον: «Δεν με φοβίζει η λέξη εξέγερση. Δεν διστάζω να πω ότι έχω συμφωνήσει, λιγότερο ή περισσότερο παθιασμένα, με τις περισσότερες εξεγέρσεις, επιτυχείς και ανεπιτυχείς, που συνέβησαν στον καιρό μου. Αλλά σίγουρα ποτέ δεν θεώρησα ότι κάποιος εδικαιούτο την συμφωνία μόνον και μόνον για το γεγονός πως είναι επαναστάτης· ότι η πράξη του να πάρει τα όπλα εναντίον των συμπολιτών του είχε τέτοια αξία από μόνη της, αποτελούσε τόσο απόλυτα δικαίωση του εαυτού της, ώστε να μην χρειάζεται να διατυπωθεί κανένα ερώτημα σχετικά με το κίνητρό της. Μου μοιάζει παράξενο ένα δόγμα που διατείνεται ότι η πιο σοβαρή και πιο υπεύθυνη από όλες τις ανθρώπινες πράξεις δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση σε αυτούς που την κάνουν να δείξουν ότι έχουν έναν πραγματικό λόγο διαμαρτυρίας· ότι αυτοί που εξεγείρονται για τη δύναμη να καταπιέζουν άλλους ασκούν ένα δικαίωμα τόσο ιερό όσο και αυτοί που κάνουν το ίδιο για να αντισταθούν στην καταπίεση που υφίστανται. Ούτε η εξέγερση ούτε καμία άλλη πράξη που επηρεάζει τα συμφέροντα των άλλων νομιμοποιείται επαρκώς από την απλή θέληση κάποιου να προβεί σε αυτήν. Η απόσχιση μπορεί να είναι αξιοθαύμαστη και το ίδιο να είναι και κάθε άλλο είδος εξέγερσης· αλλά μπορεί επίσης να είναι κι ένα τεράστιο έγκλημα. Είναι το ένα ή το άλλο ανάλογα με το αντικείμενο και την πρόκληση».

Το σημαντικό προφανώς στον συλλογισμό του Μιλλ δεν είναι άλλο από το ότι το δίκαιο ή μη της εξέγερσης το συναρτά ξεκάθαρα με τον σκοπό της: το «αντικείμενο», δηλαδή ποιο είναι το περιεχόμενο της επιδίωξης για την οποία χρησιμοποιείται· και την «πρόκληση», δηλαδή τι υπέστη αυτός που αντιδρά εξεγειρόμενος.

Αν λοιπόν κάποιος, φιλελεύθερα σκεπτόμενος, θέλει να κάνει μια ιστορική αναλογία με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, τότε θα πρέπει να ρωτήσει: αυτοί που εδώ εξεγείρονται, το κάνουν «για τη δύναμη να καταπιέζουν άλλους» ή «για να αντισταθούν στην καταπίεση που υφίστανται»; Τίποτα δεν έχει να κάνει αυτό με το αν το δημοψήφισμα είναι ή όχι συνταγματικό. Το φιλελεύθερο ερώτημα είναι: Ποιο είναι το αντικείμενο της εξέγερσης; Ποια η πρόσκληση; Υπάρχει εδώ δίκαιο;

Ο καθένας φυσικά από τους εμπλεκόμενους μπορεί κι εδώ να έχει τη δική του άποψη, όμως αυτό είναι το πεδίο της αντιπαράθεσης και όχι ο «νόμος» – αν θέλουμε τουλάχιστον να μιλήσουμε για Λίνκολν και τέτοια πράγματα.