Αναζητώντας την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις κυβερνητικές εξαγγελίες για την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας με τους εκπροσώπους των «θεσμών» στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, συνειδητοποίησα μια ιδιότυπη δυστοκία ως προς το συγκεκριμένο θέμα, που δεν είναι απότοκη κάποιας πολιτικής αβλεψίας αλλά πολύ περισσότερο σύμπτωμα μιας ιδιότυπης στρατηγικής αμηχανίας.

Η ΝΔ δύσκολα μπορεί να επιστρέψει στο προσφιλές της για μια περίοδο αφήγημα περί ανικανότητας της κυβέρνησης να χειριστεί την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων και πολιτικών, μια που, στην πράξη, αυτή αποδείχτηκε μάλλον ιδιαίτερα ικανή, κατορθώνοντας μέχρις στιγμής να έχει ξεπεράσει αρκετές κρίσιμες διαπραγματεύσεις.

Από την άλλη, με δεδομένη την ιδεολογική κατεύθυνση που θέλει να δώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πολιτικό λόγο της ΝΔ, που συγκεφαλαιώνεται στην οριστική ρήξη με κάθε παραλλαγή λαϊκισμού, η αξιωματική αντιπολίτευση δύσκολα ομολογουμένως θα μπορούσε να έκανε αντιπολίτευση σε σχέση με τον «αντιλαϊκό» χαρακτήρα μέτρων που περιλαμβάνουν την ιδιωτικοποίηση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και περιορισμούς στη συνδικαλιστική δράση, μέτρα, δηλαδή, που συνάδουν με τον πυρήνα της ιδεολογικής της τοποθέτησης.

Προφανώς και υπάρχει πάντα η δυνατότητα να επικαλεστεί η ΝΔ και ο ίδιος ο αρχηγός της ότι αυτοί θα τα κατάφερναν καλύτερα, με περισσότερο γρήγορους ρυθμούς και με αποφυγή περιττών αντιπαραθέσεων, όμως δύσκολα αλλάζει το γεγονός ότι κατά βάση θα αναγκάζονταν να πάρουν τις ίδιες επιλογές, οι οποίες, άλλωστε, είχαν προδιαγραφεί από την έναρξη της υπαγωγής της Ελλάδας στη διαδικασία των μνημονίων. Ακόμη, και το προσφιλές επιχείρημα περί της δυνατότητας να είχε αποφευχθεί η «περιττή αναστάτωση» του 2015 πλέον εξαντλεί τη δυναμική του, ιδίως από τη στιγμή που στην πραγματικότητα το πραγματικό κόστος των εξελίξεων του 2015 μάλλον υπερεκτιμάται. Ήδη από το 2014 είχε γίνει σαφές ότι η Ελλάδα χρειαζόταν ένα ακόμη μνημόνιο, το οποίο προσπάθησε να αποφύγει αρχικά η κυβέρνηση Σαμαρά και στη συνέχεια η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα.

Όλα αυτά συμπυκνώνουν μια ορισμένη στρατηγική αμηχανία την οποία η ΝΔ και η ηγετική ομάδα δυσκολεύονται να παραδεχτούν και η οποία αποτυπώνεται σε μια ιδιότυπη αντιστροφή ρόλων. Σε μια προηγούμενη φάση ήταν η ΝΔ και ιδίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτοί που κατεξοχήν προσπάθησαν να πουν ότι εφόσον είναι ανέφικτη η ρήξη με τα μνημόνια –πολιτική με την οποία φλέρταρε ρητορικά η ΝΔ έως και το 2011–, το μόνο που μένει είναι μια συζήτηση για την αποτελεσματικότερη και με το μικρότερο κόστος εφαρμογή του, τελικά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που κατορθώνει έστω και με παλινωδίες να κάνει πράξη αυτή την πολιτική κατεύθυνση.

Σήμερα, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα μνημόνια ως αναπόφευκτο κακό, κατορθώνει να περνά μέτρα με μικρότερη κοινωνική αναστάτωση (εξ ου και η προσφιλής στους βουλευτές της ΝΔ φράση σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις ότι «σκεφτείτε τι θα γινόταν εάν πηγαίναμε να τα περάσουμε εμείς αυτά») και προσπαθεί να δώσει την εικόνα ότι εν μέσω διαπραγμάτευσης κατορθώνει να αποσπάσει π.χ. την αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων. Προφανώς και οι όποιες «κατακτήσεις» της κυβέρνησης είναι διακυβευόμενες και σε κάθε περίπτωση μικρότερης εμβέλειας των υποχωρήσεων που έχει κάνει σε θέματα όπως οι πλειστηριασμοί, το ασφαλιστικό ή οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά η αμηχανία της άλλης πλευράς παραμένει.

Αυτό αποτυπώνεται και στην ταλάντευση που διαπερνά τη ΝΔ στην αντιπολιτευτική τακτική της. Η επικέντρωση στα ζητήματα διαχείρισης και στον τρόπο που πολιτεύεται ο Πάνος Καμμένος έχει νόημα ως πόλεμος φθοράς αλλά δεν συνιστά στρατηγική αντεπίθεσης. Η συνειδητή επιλογή να μην υπάρξει επικέντρωση στην κοινωνική δυσαρέσκεια για τα μνημονιακά μέτρα (γιατί αυτό έμμεσα θα σήμαινε πολιτική δέσμευση για την ακύρωση ή τροποποίησή τους) σημαίνει την ανάγκη επικέντρωσης σε ένα θετικό πρόταγμα, που όμως μένει ακόμη να αποσαφηνιστεί, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση ήδη τοποθετείται σε αυτό το έδαφος προτάσσοντας το ενδεχόμενο της τυπικής εξόδου από τα μνημόνια, την ανάπτυξη και τα όποια ψήγματα αναδιανομής μπορεί να εξασφαλίζει.

Η σταθεροποίηση και μικρή υποχώρηση της δημοσκοπικής φθοράς της κυβέρνησης και η αδυναμία της ΝΔ να διευρύνει ένα δημοσκοπικό προβάδισμα που το απέκτησε πολύ νωρίς αυτή την αμηχανία αποτυπώνουν.
Το τέλος των μνημονίων, όπως τα γνωρίσαμε μέχρι τώρα, μπορεί να μη σημαίνει το τέλος της μνημονιακής επιτήρησης, σημαίνει όμως μια νέα πολιτική συνθήκη που απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα νέους τρόπους και νέες πρακτικές. Σε αυτό το έδαφος θα διαμορφωθούν οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί.