Πάνε πολλά χρόνια πίσω. Αρχισα να μαζεύω στιγμές και ώρες. Να θυμάμαι τα εύκολα, αλλά και τα δύσκολα. Να αναπολώ τις μάχες που κερδίσαμε μαζί, αλλά κι αυτές που χάσαμε. Και μάζεψα πολλά, πάρα πολλά, γυρίζοντας πίσω τον χρόνο, από τη μέρα που ο κοινός μας φίλος, Γιάννης Ράζος, μου γνώριζε έναν πιτσιρικά γεμάτο αξίες, μα κυρίως πάθος και αυτοπεποίθηση. Τον Βασίλη Τοκάκη. Ηταν κάπου στις αρχές του 2000. Δούλευε σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Από τότε δεν υπήρξε περίοδος που να μας βρήκε σε απόσταση με τον Βασίλη. Στο πέρασμα του χρόνου γίναμε φίλοι και δεν σας κρύβω ότι ήταν από τους λίγους ανθρώπους που συμβουλευόμουν σε κάθε βήμα μου. Το χαρακτηριστικό του; Συμπεριφερόταν ως ομάδα και είχε τρέλα με τη γενιά του. Πάντα μου μιλούσε για «εμάς» και πάντα χαιρόταν όταν ένας από «εμάς» προχωρούσε μπροστά. Μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ. το 2004, ο Βασίλης βρέθηκε δίπλα στον πανίσχυρο τότε υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Αλογοσκούφη. Υπό αυτήν την ιδιότητα, υπήρξε μέλος της επικοινωνιακής ομάδας που είχε συγκροτήσει ο τότε υπουργός Επικρατείας, Θόδωρος Ρουσόπουλος, με τη συμμετοχή (όλων) των εκπροσώπων Τύπου των υπουργείων. Με δεδομένο ότι δεν ήξερα ούτε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Ρουσόπουλου, η δική μου κυβερνητική πηγή ήταν ο Τοκάκης. Εκείνη την περίοδο δεθήκαμε ακόμα πιο πολύ, αφού μιλούσαμε δύο-τρεις φορές την ημέρα. Απίστευτα κείμενα, πληροφορίες, παραπολιτικά. Εκείνη την περίοδο είχε αποφασίσει να βγάλει μπροστά (πολιτικά) τον σημερινό υφυπουργό Ναυτιλίας, Κώστα Κατσαφάδο, και μου ζητούσε να γράψω κάνα παραπολιτικό για την υποψηφιότητά του στο Οικονομικό Επιμελητήριο και όχι μόνο. Στην πορεία πικράθηκε, αφού ο Πειραιώτης πολιτικός (μάλλον) ξέχασε τη βοήθεια που του προσέφερε. Ηταν πολλές οι περιπτώσεις που ο Βασίλης έκανε παράπονα για ανθρώπους που βοήθησε όταν είχε εξουσία και στο πέρασμα του χρόνου τον ξέχασαν. Το τελευταίο διάστημα ήταν πιο έντονα τα παράπονά του. Τα έλεγε μόνο στον Μάριο.

Τώρα, που ξεφυλλίζω το άλμπουμ της μακράς φιλίας μας, θυμάμαι ένα καλοκαίρι στην Κρήτη, την περίοδο που είχε γνωρίσει τη Μαργαρίτα. Τότε που έψαχνε τις ρίζες της οικογένειας και που τρωγοπίναμε στο πατρικό μου. Επίσης, θυμάμαι όταν κάπου στο 2010 πήγα και τον συνάντησα σ’ ένα γραφειάκι στη διαφημιστική Λεούση. Και λίγο αργότερα θυμάμαι που με φώναξε στο υπουργείο Ανάπτυξης για να τα «βρω» με τον κοινό μας φίλο Κωστή Χατζηδάκη. Πάντα ήθελε να είμαστε όλοι μαζί και πάντα με μάλωνε γιατί, προφανώς, εγώ του χαλούσα τη θεωρία. Ωρες ατέλειωτες συζητούσαμε για τη Ν.Δ., την ΟΝΝΕΔ, τον Παπανικολάου, τον Παπαμιμίκο και τα υπόλοιπα παιδιά. Αναπολούσε τις ομιλίες στα αμφιθέατρα, τις περιοδείες με τον Μάριο, κάναμε πλάκα για τον Ράζο και τον Πάνου και άλλα πολλά.

Εγώ θα σε θυμάμαι για πάντα. Γιατί για μένα ήσουν και θα παραμείνεις ένας από τους πιο αξιολάτρευτους φίλους που γνώρισα στην Αθήνα
Είχε πάθος με τον Ολυμπιακό. Μου έλεγε ότι ήταν όνειρο ζωής να δουλέψει στον σύλλογο. Και όταν το όνειρο έγινε πράξη, θυμάμαι ότι έκανε σαν μικρό παιδί. Ολα αυτά τα χρόνια τράβηξα και διάφορα με τον Βασίλη και την τρέλα του, αφού πολλά βράδια προσπαθούσα να κατευνάσω τις ανασφάλειές του. Ομως, μου άρεσε ακόμα και να τσακώνομαι μαζί του. Τα τελευταία έξι χρόνια δώσαμε παρέα δύο μάχες για τον Δήμο Πειραιά και θυμάμαι το βράδυ των εκλογών που με αγκάλιασε και μου είπε «ευχαριστώ». Θυμάμαι λίγα λεπτά προτού λήξουν οι υποψηφιότητες για την αρχηγία της Ν.Δ., που μου τηλεφώνησε και με ρώτησε αν θα πρέπει να δώσει την 50ή υπογραφή στον Αδωνι Γεωργιάδη.

Γενικώς, αυτές τις ημέρες θυμήθηκα πολλά. Ακόμα και το τελευταίο γεύμα, μετά τη διάγνωση του όγκου στον εγκέφαλο, παρέα με όλα τα παιδιά.

Εκεί που σε πείραζα κι εσύ προσπαθούσες, ξεχνώντας τον πόνο, να μας φέρεις πιο κοντά με τον Παπαμιμίκο. Θυμάμαι σου έλεγα να μη γράφεις στο Facebook για την περιπέτεια της υγείας σου κι εσύ μου απαντούσες ότι «είναι η διέξοδός μου». Θυμάμαι την τελευταία μας συνάντηση στο γραφείο, που μου έλεγες: «Γιάννη, θα φύγω και το μόνο που σκέφτομαι είναι τα παιδιά μου». Εκείνη τη μέρα προσπαθούσαμε με τη Μάρη να σου κάνουμε πλάκα, αλλά το χαμόγελο δύσκολα έβγαινε από τα χείλη σου. Ηξερες και το περίμενες. Θυμάμαι ότι σου έστειλα μήνυμα «τι κάνεις;» στις 11 Δεκεμβρίου και ακόμη περιμένω απάντηση.

Πριν από οκτώ μήνες μού ζήτησες να συντονίσω την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου σου. Ηθελα να σου πω «όχι», αλλά δεν μπορούσα, γιατί ήξερα ότι θα σε πίκραινα. Θα σου αρνιόμουν, όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δεν μπορούσα. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα, μου τηλεφώνησες και μου είπες ότι αναβάλλεται, γιατί είχες υποτροπιάσει. Θα το κάναμε, μου είπες, αργότερα. Ενδεχομένως και μέσω Zoom. Τελικά, δεν τα καταφέραμε, φίλε. Γιατί επέλεξες να αλλάξεις για πάντα τον χρόνο της παρουσίασης. Εγώ θα σε θυμάμαι για πάντα. Γιατί για μένα ήσουν και θα παραμείνεις ένας από τους πιο αξιολάτρευτους φίλους που γνώρισα στην Αθήνα.

Ενας άνθρωπος που μου άπλωσε το χέρι όταν ελάχιστοι ήταν εκείνοι που το έκαναν. Θα σε θυμάμαι και για ακόμα έναν λόγο: Γιατί ήσουν μαχητής μέχρι την τελευταία στιγμή. Θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες ακόμα λέξεις για έναν πραγματικό φίλο, από αυτούς που σπανίζουν, αλλά στο τέλος σού σημαδεύουν την καρδιά και τον νου.