Από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κινούνταν στα επίπεδα του 3% µέχρι και τις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις, συµπεριλαµβανοµένου του δηµοψηφίσµατος, ο Αλέξης Τσίπρας είχε επιλέξει, µεταξύ των άλλων, µια στρατηγική απαξίωσης των συστηµικών µέσων ενηµέρωσης. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν είχε διστάσει να λάβει ακραίες αποφάσεις, όπως για παράδειγµα, την επιβολή εµπάργκο στην παρουσία βουλευτών και στελεχών του κόµµατός του στα δελτία και στις εκποµπές του πανίσχυρου εκείνη την περίοδο τηλεοπτικού σταθµού Mega. Με αυτές τις κινήσεις, ο σηµερινός πρωθυπουργός προσπάθησε να δηµιουργήσει έναν «εχθρό», που δεν ήταν άλλος από τα συστηµικά κανάλια και τους «άθλιους» δηµοσιογράφους τους. Εν πολλοίς, ο στόχος επετεύχθη, αφού αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ συνετέλεσε στην περαιτέρω αποδυνάµωση των ήδη υπερχρεωµένων επιχειρήσεων, που έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαµόρφωση (και) των πολιτικών εξελίξεων.

Ο κ. Τσίπρας θέλησε να δώσει λόγο και ρόλο στον ανώνυµο πολίτη, που δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει δυνατά την άποψή του. Και ο κόσµος, που αρέσκεται να βλέπει «αίµα στην αρένα», έδειξε να δελεάζεται από τον νέο πολιτισµό στην ενηµέρωση του πολίτη που εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, εκεί που στο καφενείο του χωριού µου, στις 20.00, επί χρόνια ο καφετζής άκουγε µε µια φωνή από τους πελάτες να του ζητούν να δυναµώσει τον ήχο της τηλεόρασης, προκειµένου να ακούσουν το σχόλιο του Γιάννη Πρετεντέρη, τα τελευταία δύο χρόνια οι ίδιοι πελάτες, όταν ξεκινούσαν τα δελτία ειδήσεων, ζητούσαν από τον (ίδιο) καφετζή να χαµηλώσει τον ήχο, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Ο στόχος είχε επιτευχθεί. Ο σηµερινός πρωθυπουργός είχε καταφέρει να βγάλει από τη «µέση» τον διαχρονικό «ενδιάµεσο» µεταξύ του πολιτικού συστήµατος και της κοινωνίας, που δεν ήταν άλλος από τα µέσα ενηµέρωσης.

Οσο λοιπόν η κοινωνία πίστευε στον εναλλακτικό, αντιµνηµονιακό δρόµο που της πρότειναν οι Τσίπρας Καµµένος, είναι αλήθεια ότι αυτοί δεν είχαν ανάγκη ούτε το Mega, ούτε τον Πρετεντέρη, ούτε τον ∆ΟΛ, ούτε τον «Πήγασο». Αρκούνταν στα µηνύµατα που έστελναν από τις πλατείες και τις κολώνες της υπό αποκρατικοποίηση ∆ΕΗ. Τα δύσκολα άρχισαν όταν το κυβερνητικό δίδυµο αναγκάστηκε να προσγειωθεί ανώµαλα στη µνηµονιακή πραγµατικότητα, αθετώντας εκ των πραγµάτων τα περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό. Εκεί, λοιπόν, που στα δελτία ειδήσεων των καναλιών και στα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων κυριαρχούσαν ο ακτιβισµός και η αντιµνηµονιακή ρητορική, σε ελάχιστο χρόνο επικράτησαν οι διαπραγµατεύσεις των κυβερνώντων µε τους κακούς δανειστές, οι δεσµεύσεις για περικοπές στις συντάξεις, τα αιτήµατα του άθλιου ∆ΝΤ για απολύσεις στο ∆ηµόσιο και άλλα πολλά. Τα εξαθλιωµένα µέσα ενηµέρωσης και τα κατά Πολάκη «βοθροκάναλα» έκαναν αυτό που γίνεται σε όλες τις ∆ηµοκρατίες του κόσµου: µετέδιδαν τη νέα, δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ πραγµατικότητα. Ο κ. Τσίπρας, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνία, µετά από διετή ανακωχή, έχει βάλει εκ νέου στο παιχνίδι τον διαχρονικό «ενδιάµεσο», που είναι τα media, προσπαθεί να φτιάξει τη δικιά του διαπλοκή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ της «Αυγής» και του «Κόκκινου» θεωρεί ως αναγκαιότητα να οικοδοµηθεί στον χώρο των Μέσων ένα σύστηµα που θα στηρίζει τη σηµερινή κυβέρνηση. Οσο σκληραίνει το οικονοµικό παιχνίδι και η κοινωνική ένταση αυξάνεται, τόσο πιο αναγκαία θα φαντάζει η ανάγκη για τον ∆ΟΛ ή τον «Πήγασο» της Αριστεράς και της Προόδου. Αν µάλιστα αυτό δεν επιτευχθεί, τότε θα είναι ακόµη πιο δύσκολη η επόµενη εκλογική αναµέτρηση για τον πρωθυπουργό, αφού δεν θα διαθέτει τους διαύλους για να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία. Και, πλέον, η πλατεία και οι κολώνες της ∆ΕΗ δεν έχουν ούτε την ισχύ, ούτε και την αυθεντικότητα στην αποστολή των όποιων µηνυµάτων. Αυτό σηµαίνει ότι ο κ. Τσίπρας, ασχέτως από τις όποιες κόντρες και τις όποιες συµµαχίες έχει εξασφαλίσει, θα πρέπει επειγόντως να αναζητήσει τον «ενδιάµεσό» του.

Α, και κάτι τελευταίο. Οι ηγέτες, τα κόµµατα και τα media δεν τα έχουν ανάγκη όταν ανεβαίνουν. Τα έχουν όταν χάνουν δυνάµεις…