Πριν από 30 χρόνια, ένας µεγάλος Χανιώτης πολιτικός, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχε θέσει ενώπιον του ελληνικού λαού το διακύβευµα της επόµενης ηµέρας, προκειµένου η χώρα να µην οδηγηθεί στο σηµερινό αδιέξοδο. «Μπροστά ή πίσω;» και όχι «αριστερά ή δεξιά;» ήταν και τότε, όπως και σήµερα, το δίληµµα.

∆ύσκολη επιλογή για µια κοινωνία που είχε εθιστεί στα εύκολα και µεγάλα λόγια και για ένα πολιτικό σύστηµα που είχε στήσει καριέρες χρησιµοποιώντας ως όχηµα τον λαϊκισµό και υψώνοντας «γαλάζιες», «πράσινες», «κόκκινες» και «ροζ» γραµµές.

Ο πρεσβύτερος Μητσοτάκης, έχοντας απέναντι το καθεστώς Παπανδρέου και τους παραλογισµούς του Μένιου Κουτσόγιωργα, κατάφερε έπειτα από τρεις εκλογικές αναµετρήσεις και µε ποσοστό άνω του 45% να σχηµατίσει κυβέρνηση µε πλειοψηφία ενός βουλευτή.

Ύστερα από τρεις δεκαετίες, ο τόπος βρίσκεται σχεδόν στην ίδια πολιτική αφετηρία, µε τη µόνη διαφορά ότι έχει χάσει το τρένο της Ιστορίας, που θα οδηγούσε σε ένα διαφορετικό µέλλον και όχι στη χρεοκοπία. Όπως και τότε, έτσι και σήµερα, µε ευθύνη των «Τσιπροκαµµένων» κυριαρχούν η πόλωση, η τοξικότητα και οι ιδεοληψίες.

Ο τόπος έχει επιστρέψει στο επιζήµιο χθες, που νοµοτελειακά θα σπρώξει τη χώρα στο απόλυτο κενό. Και µπροστά στο µικροκοµµατικό όφελος και στη διατήρηση της κυβερνητικής καρέκλας κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις καταστροφικές συνέπειες της συγκεκριµένης επιλογής.

Μπροστά σε αυτή την πραγµατικότητα, ο γιος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη Κυριάκος καλείται να δείξει στους Έλληνες πολίτες τον δρόµο στον οποίο πρέπει να πορευτούν. Ας µη γελιόµαστε.

Το ζητούµενο για τη Ν∆, σε αυτή τη φάση, δεν είναι αν θα επιλέξει να κινηθεί δεξιά ή αριστερά. Ο κόσµος έχει χορτάσει και από λόγια και από ταµπέλες.

Πίστεψε, άλλωστε, στην ΕΛΠΙ∆Α, που του υποσχέθηκαν οι κύριοι Τσίπρας και Καµµένος και απλώς απογοητεύτηκε. Το δίληµµα είναι πολύ απλό: στις επόµενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, θα κληθούµε να αποφασίσουµε αν πραγµατικά θέλουµε να πάµε µπροστά ή θέλουµε να επιστρέψουµε πίσω.

Εγγυητής για την υλοποίηση της πρώτης επιλογής είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και θεµατοφύλακας της δεύτερης είναι το δίδυµο των «Τσιπροκαµµένων», που στην προσπάθειά του να διασωθεί διχάζει τους Έλληνες και µετατρέπει τη χώρα σε µια απέραντη αρένα σκανδαλολογίας.

Αυτή είναι η ίδια πολιτική συνταγή που είχε ακολουθήσει ο Κουτσόγιωργας, στην προσπάθειά του να παρεµποδίσει την άνοδο της Ν∆ στην εξουσία. Ψήφισαν έναν εκλογικό νόµο που δηµιουργούσε συνθήκες απόλυτης ακυβερνησίας. Παρ' όλα αυτά, η κοινωνία επέλεξε -έστω και πρόσκαιρα- να πορευτεί ΜΠΡΟΣΤΑ. Αυτό φαίνεται να έχει αποφασίσει και τώρα, αν κρίνει κανείς από τη µαζική συµµετοχή του κόσµου στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία.

Μπροστά σε αυτή την πραγµατικότητα, είναι λάθος να συζητάµε για το αν ο νεότερος Μητσοτάκης θα πρέπει να «στρίψει» δεξιά ή αριστερά. «Πίσω ή µπροστά;» είναι το δίληµµα. Ας αφήσουµε την γκρίνια και ας στοιχηθούµε ΟΛΟΙ πίσω από τον ρεαλιστικό πολιτικό λόγο του Μητσοτάκη, που, µπορεί να µην υπόσχεται λαγούς µε πετραχήλια, ωστόσο δείχνει τον δρόµο που µπορεί να οδηγήσει σε µια πιο ελπιδοφόρα πραγµατικότητα.

Επειδή τα τελευταία χρόνια χορτάσαµε από τους «χαρισµατικούς», τους «ρήτορες αλά Τσίπρα» και τους «τρενάτους» (σ.σ.: είναι το αντίθετο του «δεν τραβάει»), νοµίζω ότι έχουν ωριµάσει οι συνθήκες, παράλληλα µε το αντάµωµα µε τον ρεαλισµό, να κοιτάξουµε ως τόπος ΜΠΡΟΣΤΑ. Να αφήσουµε δηλαδή τις ταµπέλες, τα συνθήµατα και τον διχαστικό λόγο κληρονοµιά στον κ. Τσίπρα και την παρέα του.