Η ΕΛΛΑΔΑ σίγουρα δεν είναι µια χώρα µε δοµές σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, ικανού να συµπορεύεται µε τους εταίρους του στην Ε.Ε. ∆εν είναι χώρα µε καλή θέση στον διεθνή καταµερισµό εργασίας, ούτε έχει καλή επαφή µε τον τεχνικό πολιτισµό των ∆υτικών φίλων και συµµάχων της. Οι αιτίες για αυτή την εθνική καθυστέρηση είναι πλέον γνωστές και καταγεγραµµένες. Το ίδιο και οι µεγάλες, ιστορικών διαστάσεων ευθύνες των πολιτικών δυνάµεων που κυβέρνησαν την Ελλάδα για µία 40ετία. Το πιστοποιητικό της ήττας αυτού του «παλιού καθεστώτος» εκδόθηκε επισήµως και µε ελληνική υπογραφή το 2010.

Οµως, όλα αυτά τα εξαιρετικά δυσάρεστα για τον τόπο µας, αυτή η ακύρωση της ιστορικής επιλογής για µια παραγωγική ένταξη της χώρας στον χώρο της Κοινότητας των Ευρωπαίων, δεν σηµαίνει ότι η Ελλάδα του 2017 οµοιάζει µε τη µεταπολεµική και µετεµφυλιακή, ρηµαγµένη Ελλάδα των δεκαετιών ’50 και ’60 και της επταετούς χούντας. Μόνον κάποια ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να αλλάξουν την ώρα στο ρολόι της Ιστορίας, για να «τακτοποιήσουν» τα πράγµατα όπως αυτοί νοµίζουν, µε ταξικούς αντιπάλους τους εκπροσώπους µιας «βαθύτατα συντηρητικής» Ελλάδας, όπως αναφέρει και ο κ. Ν. Βούτσης.

Η πολιτικά ηττηµένη, κάποτε ενθουσιώδης αντιµνηµονιακή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τώρα να εµφανισθεί ως κραταιά αντίπαλος της µετεµφυλιακής «εθνικοφροσύνης». Και δολίως επιχειρεί να κρίνει όσους διαφωνούν σήµερα µε επιλογές της, όπως π.χ. µε αποφάσεις του υπουργού Παιδείας, βάζοντάς τους όλους σε ένα «τσουβάλι» ως φορείς του συνθήµατος «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» αλλά και του σλόγκαν της κατάπτυστης χούντας του 1967 «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών»! Σκοταδιστές «καραδεξιοί» και «χουνταίοι», δηλαδή, στέκουν απέναντι στην «Αριστερά» σήµερα! Και εµποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει τα χαρακτηριστικά του εθνικού κράτους της γενικώς «βαθύτατα συντηρητικής» Ελλάδας – η οποία, βέβαια, καλόπιστη και δηµοκρατική, δεν εµπόδισε το κόµµα του κ. Ν. Βούτση να κερδίσει δύο φορές τις εκλογές, για να βρεθεί και ο ίδιος στον θρόνο του προέδρου της Βουλής. Ορκίστηκαν να φυλάττουν το Σύνταγµα και τους νόµους της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ στο Κοινοβούλιο. Αλλά δεν φαίνεται να τους πολυαρέσει αυτή η «αστική» ∆ηµοκρατία, που δεν υιοθέτησε ποτέ µεταπολεµικά τη θεωρία και την πράξη του κοµµουνισµού, µε τον οποίο και συγκρούστηκε µετωπικά, ούτε και είχε σε ιδιαίτερη εκτίµηση βεβαίως τις «ποικιλίες» των σκόρπιων «αριστερών», που οι κοµµουνιστογενείς κ. Αλαβάνος και Τσίπρας κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε ένα γενικώς «ριζοσπαστικό» κόµµα.

∆υσαρεστεί σήµερα την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αυτή η αστική ∆ηµοκρατία, που δυσκολεύεται, όντως, να «συνεννοηθεί» µε το ιδιότυπο νεο-αριστερό µόρφωµα µιας οµάδας ηγετικών στελεχών του κυβερνώντος κόµµατος, τα οποία συµπεριφέρονται σαν να θέλουν να πάρουν µε καθυστέρηση 70 χρόνων µια πολιτική «εκδίκηση» για τις µεταπολεµικές ήττες και τα βάσανα της Αριστεράς, αλλά και να αξιοποιήσουν τον επί δεκαετίες αγνοηµένο «ριζοσπαστισµό» τους, που καλλιεργήθηκε από µικρές οµάδες σε κεντρικά τετράγωνα της Αθήνας. Οποιος, λοιπόν, αντιδρά σε θεσµικές παρεκτροπές κυβερνητικών στελεχών, όποιος διαφωνεί σήµερα µε τις «αλλαγές» που προωθεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Εκπαίδευση είναι φορέας αντιλήψεων µιας «βαθύτατα συντηρητικής Ελλάδας», στενής συγγενούς και της χούντας των συνταγµαταρχών. Το σωστό για τον πρωθυπουργό και τους στενούς συνεργάτες του είναι να αποδυναµωθούν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα σύµβολα του εθνικού κράτους της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας µε πρόσχηµα την ανάγκη για «πρόοδο» και «εκσυγχρονισµό». Το πολιτικά απαράδεκτο είναι ότι το επιχειρούν προβάλλοντας στην πολιτική σκηνή απόψεις που παραπέµπουν σε παλιούς, κακούς καιρούς και σε «ατµόσφαιρες» ενός κακού παρελθόντος, που η Γ’ Ελληνική ∆ηµοκρατία ενταφίασε. Και στην πολιτική σκηνή αυτό το κακό διατηρείται µόνο σε κύκλους προσώπων µε ελλιπέστατες γνώσεις σύγχρονης Ιστορίας, κυριαρχηµένων από ακραίες και εµµονικές αντιλήψεις, φανατισµούς και δωρεάν «επαναστατικές» φαντασιώσεις, που «κοσµούν» την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα.