Ο ανάρμοστος κύριος Σημίτης
Ο πρωθυπουργός των Ιμίων και των «γκρίζων ζωνών», ο αρχιτέκτονας της αποτυχημένης ένταξης στη ζώνη του ευρώ, ο θεσμικός εγγυητής της συστημικής διαφθοράς ξαναχτύπησε προ ελαχίστων ημερών με άρθρο του στη «Καθημερινή» της Κυριακής.
Ο λόγος φυσικά για τον κ. Κ. Σημίτη ο οποίος σε μια συνηθισμένη γι’ αυτόν διακήρυξη ηττοπάθειας και ενδοτισμού απέναντι στην Τουρκική απειλή πρότεινε εκ προοιμίου παραχωρήσεις της Ελλάδας σε Αιγαίο και Κύπρο και αποδοχή διαδικασιών διαιτησίας με παραίτηση από τα δικαιώματα και τις ρυθμίσεις του νέου Δικαίου της Θάλασσας.
Είπαν κάποιοι από τους συνήθεις οπαδούς της καταστροφικής (εθνομηδενιστικής) στρατηγικής για την Ελλάδα που προτείνει και ακολούθησε ο πρώην πρωθυπουργός (1996-2004) ότι αναζητά μια δικαίωση της επιλογών του τότε. Μα μιλάμε για τον πρωθυπουργό των Ιμίων . Μιλάμε για τον ατυχή πολιτικό προϊστάμενο που επέτρεψε στους Τούρκους και τον ιμπεριαλισμό τους να «γκριζάρουν» Ελληνικές περιοχές στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου 20 ημέρες αφού ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας. Τρία χρόνια μετά το 1999 στην ευρωπαϊκή Σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι αναγνώρισε τα «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο , νομιμοποιώντας σε συμβατικό επίπεδο την επεκτατική τους διάθεση , κατά τρόπο πλήρως ασύμβατο με τα Ελληνικά συμφέροντα.
Επίσης είναι ο ίδιος πρωθυπουργός που δεν απέτρεψε από την πλευρά των Ελλήνων το δικαίωμα στον ( ατομικό) αυτοπροσδιορισμό των μειονοτήτων ανοίγοντας και επίσημα ζητήματα με μειονοτικούς στην Ελληνική Θράκη , που κατευθύνονται από το τουρκικό προξενείο στην περιοχή ενάντια στην εθνική ασφάλεια της χώρας.
Και τι μας είπε , σήμερα πλέον , ο κ. Σημίτης; Ότι αν θέλουμε να έχουμε ειρήνη με την Τουρκία και να αποφύγουμε τα θερμά επεισόδια θα πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις και ρυθμίσεις , «όχι ευχάριστες». Θέλησε μάλιστα να τρομοκρατήσει την σημερινή πολιτική ηγεσία των Ελλήνων , μέσα στην προεκλογική περίοδο, αλλά και τους πολίτες προβάλλοντας την εκτίμηση- που αποτελεί όμως κοινή ανησυχία διατυπωμένη από καιρό- ότι μπορεί να έχουμε νέα Ίμια. Προσοχή ! Όχι θερμό επεισόδιο μόνον αλλά προδιαγεγραμμένη εθνική ήττα και πάλι. Γιατί Ίμια σημαίνει θερμή εμπλοκή , με υποχώρηση από πλευράς της Ελλάδας και εθνική ήττα.
Ο κ. Σημίτης βασίμως θα έπρεπε από όλους τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας μεταπολεμικά να είχε δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορίες σε βάρος του για εθνική προδοσία. Την γλύτωσε γιατί στην Ελλάδα όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν συμφωνήσει , από το 1974 και πολύ περισσότερο από το 1989 και μετά, ότι οι πρωθυπουργοί αντιμετωπίζουν τις πολιτικές τους ευθύνες μέσα από την δημοκρατική διαδικασία και μόνον και δεν δικάζονται για τυχόν ποινικές ευθύνες . Στην περίπτωση όμως του Κ. Σημίτη αυτή η έκφραση πολιτικού πολιτισμού της χώρας , του δίνει την ευκαιρία να λειτουργεί ακόμη και σήμερα υποβολιμαία στα εθνικά συμφέροντα και την εθνική αυτοπεποίθηση , δημιουργώντας ή τουλάχιστον προσπαθώντας να δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας, διχασμού και ενδοτισμού.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα κόμματα διακυβέρνησης σε επίπεδο Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ , αλλά και τα κόμματα «παρέμβασης» παρά τις συνθήκες ακραίας πόλωσης τον τελευταίο καιρό , αλλά και στην παρούσα φάση που βρισκόμαστε πλέον σε προεκλογική περίοδο βουλευτικών εκλογών, έχουν αποφύγει να θέσουν τα θέματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής – με έμφαση την κατάσταση με την Τουρκία- στην «παλέτα» της αντιπαράθεσης. Είναι μάλιστα εμφανής και η κάποια προετοιμασία για δυνατότητα εθνικής συνεννόησης στην περίπτωση που προκύψει κάποιος κίνδυνος θερμής εμπλοκής , πριν ορκισθεί η επόμενη κυβέρνηση . Άρα οι τάχα «προειδοποιήσεις» Σημίτη δεν έχουν νόημα , παρά μόνον ως διακηρύξεις ενδοτισμού και προτροπής για εκ των προτέρων παραίτησης της Ελλάδας από τα δικαιώματα της στον αέρα και την θάλασσα του Αιγαίου.
Μετά την δημοσίευση του επίμαχου άρθρου υπήρξαν περιθωριακές είναι γεγονός προσπάθειες να συσχετισθούν από κυβερνητικούς δημοσιογραφικούς κύκλους οι θέσεις και οι προτάσεις Σημίτη με την αντίληψη του επικεφαλής της Κεντροδεξιάς και επερχόμενου πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη για τα επίμαχα αυτά ζητήματα .
Κάτι που φυσικά δεν έχει καμία λογική και πολιτική βάση αφού ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας την ίδια Κυριακή βρισκόταν στο κρίσιμο από πλευράς γεωπολιτικής σημασίας και εθνικής προτεραιότητας Καστελόριζο από όπου δήλωνε προς τους κατοίκους αλλά και το έθνος ότι: «Το Καστελόριζο έχει όλα τα απαράβατα δικαιώματα που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και αυτά τα δικαιώματα θα τα υπερασπιστούμε απόλυτα από κάθε αμφισβήτηση και πρόκληση».
Αλλά αλήθεια ποια τελικά μπορεί να είναι η σχέση Σημίτη και Μητσοτάκη; Σίγουρα και οι δύο έχουν διακηρύξει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα «new deal” εκσυγχρονισμού και βαθιάς μεταρρύθμισης για να πετύχει ένα “restart” σε οικονομικό, θεσμικό, πολιτικό , κοινωνικό επίπεδο που θα της επιτρέψει να είναι διεθνώς ανταγωνιστική και βιώσιμη , αλλά και να δημιουργήσει επιπλέον μερίδια ευημερίας για τους πολίτες της .
Από το σημείο αυτό όμως και πέρα οι Κ. Σημίτης και Κ. Μητσοτάκης είναι «δυο ξένοι στην ίδια πόλη». Ο πρώτος ένας πλήρως αποτυχημένος πρωθυπουργός που μια εικοσαετία και πλέον πριν, αστόχησε πλήρως να οργανώσει σε νέες δομές την χώρα και σε νεωτερικό δημιουργικό πλαίσιο τους Έλληνες. Ο δεύτερος είναι ο επερχόμενος πρωθυπουργός που σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες για την Ελλάδα και την Ευρώπη , αλλά με πιο εμπεδωμένες διεθνείς συμμαχίες , θα επιχειρήσει στην παρούσα φάση με επιμονή και όραμα να πετύχει εκεί που απέτυχε ο πρώτος. Καμία αυτονόητη ιστορική σύμπτωση λοιπόν μεταξύ των δύο πολιτικών ηγετών…
Ο λόγος φυσικά για τον κ. Κ. Σημίτη ο οποίος σε μια συνηθισμένη γι’ αυτόν διακήρυξη ηττοπάθειας και ενδοτισμού απέναντι στην Τουρκική απειλή πρότεινε εκ προοιμίου παραχωρήσεις της Ελλάδας σε Αιγαίο και Κύπρο και αποδοχή διαδικασιών διαιτησίας με παραίτηση από τα δικαιώματα και τις ρυθμίσεις του νέου Δικαίου της Θάλασσας.
Είπαν κάποιοι από τους συνήθεις οπαδούς της καταστροφικής (εθνομηδενιστικής) στρατηγικής για την Ελλάδα που προτείνει και ακολούθησε ο πρώην πρωθυπουργός (1996-2004) ότι αναζητά μια δικαίωση της επιλογών του τότε. Μα μιλάμε για τον πρωθυπουργό των Ιμίων . Μιλάμε για τον ατυχή πολιτικό προϊστάμενο που επέτρεψε στους Τούρκους και τον ιμπεριαλισμό τους να «γκριζάρουν» Ελληνικές περιοχές στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου 20 ημέρες αφού ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας. Τρία χρόνια μετά το 1999 στην ευρωπαϊκή Σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι αναγνώρισε τα «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο , νομιμοποιώντας σε συμβατικό επίπεδο την επεκτατική τους διάθεση , κατά τρόπο πλήρως ασύμβατο με τα Ελληνικά συμφέροντα.
Επίσης είναι ο ίδιος πρωθυπουργός που δεν απέτρεψε από την πλευρά των Ελλήνων το δικαίωμα στον ( ατομικό) αυτοπροσδιορισμό των μειονοτήτων ανοίγοντας και επίσημα ζητήματα με μειονοτικούς στην Ελληνική Θράκη , που κατευθύνονται από το τουρκικό προξενείο στην περιοχή ενάντια στην εθνική ασφάλεια της χώρας.
Και τι μας είπε , σήμερα πλέον , ο κ. Σημίτης; Ότι αν θέλουμε να έχουμε ειρήνη με την Τουρκία και να αποφύγουμε τα θερμά επεισόδια θα πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις και ρυθμίσεις , «όχι ευχάριστες». Θέλησε μάλιστα να τρομοκρατήσει την σημερινή πολιτική ηγεσία των Ελλήνων , μέσα στην προεκλογική περίοδο, αλλά και τους πολίτες προβάλλοντας την εκτίμηση- που αποτελεί όμως κοινή ανησυχία διατυπωμένη από καιρό- ότι μπορεί να έχουμε νέα Ίμια. Προσοχή ! Όχι θερμό επεισόδιο μόνον αλλά προδιαγεγραμμένη εθνική ήττα και πάλι. Γιατί Ίμια σημαίνει θερμή εμπλοκή , με υποχώρηση από πλευράς της Ελλάδας και εθνική ήττα.
Ο κ. Σημίτης βασίμως θα έπρεπε από όλους τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας μεταπολεμικά να είχε δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορίες σε βάρος του για εθνική προδοσία. Την γλύτωσε γιατί στην Ελλάδα όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν συμφωνήσει , από το 1974 και πολύ περισσότερο από το 1989 και μετά, ότι οι πρωθυπουργοί αντιμετωπίζουν τις πολιτικές τους ευθύνες μέσα από την δημοκρατική διαδικασία και μόνον και δεν δικάζονται για τυχόν ποινικές ευθύνες . Στην περίπτωση όμως του Κ. Σημίτη αυτή η έκφραση πολιτικού πολιτισμού της χώρας , του δίνει την ευκαιρία να λειτουργεί ακόμη και σήμερα υποβολιμαία στα εθνικά συμφέροντα και την εθνική αυτοπεποίθηση , δημιουργώντας ή τουλάχιστον προσπαθώντας να δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας, διχασμού και ενδοτισμού.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα κόμματα διακυβέρνησης σε επίπεδο Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ , αλλά και τα κόμματα «παρέμβασης» παρά τις συνθήκες ακραίας πόλωσης τον τελευταίο καιρό , αλλά και στην παρούσα φάση που βρισκόμαστε πλέον σε προεκλογική περίοδο βουλευτικών εκλογών, έχουν αποφύγει να θέσουν τα θέματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής – με έμφαση την κατάσταση με την Τουρκία- στην «παλέτα» της αντιπαράθεσης. Είναι μάλιστα εμφανής και η κάποια προετοιμασία για δυνατότητα εθνικής συνεννόησης στην περίπτωση που προκύψει κάποιος κίνδυνος θερμής εμπλοκής , πριν ορκισθεί η επόμενη κυβέρνηση . Άρα οι τάχα «προειδοποιήσεις» Σημίτη δεν έχουν νόημα , παρά μόνον ως διακηρύξεις ενδοτισμού και προτροπής για εκ των προτέρων παραίτησης της Ελλάδας από τα δικαιώματα της στον αέρα και την θάλασσα του Αιγαίου.
Μετά την δημοσίευση του επίμαχου άρθρου υπήρξαν περιθωριακές είναι γεγονός προσπάθειες να συσχετισθούν από κυβερνητικούς δημοσιογραφικούς κύκλους οι θέσεις και οι προτάσεις Σημίτη με την αντίληψη του επικεφαλής της Κεντροδεξιάς και επερχόμενου πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη για τα επίμαχα αυτά ζητήματα .
Κάτι που φυσικά δεν έχει καμία λογική και πολιτική βάση αφού ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας την ίδια Κυριακή βρισκόταν στο κρίσιμο από πλευράς γεωπολιτικής σημασίας και εθνικής προτεραιότητας Καστελόριζο από όπου δήλωνε προς τους κατοίκους αλλά και το έθνος ότι: «Το Καστελόριζο έχει όλα τα απαράβατα δικαιώματα που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και αυτά τα δικαιώματα θα τα υπερασπιστούμε απόλυτα από κάθε αμφισβήτηση και πρόκληση».
Αλλά αλήθεια ποια τελικά μπορεί να είναι η σχέση Σημίτη και Μητσοτάκη; Σίγουρα και οι δύο έχουν διακηρύξει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα «new deal” εκσυγχρονισμού και βαθιάς μεταρρύθμισης για να πετύχει ένα “restart” σε οικονομικό, θεσμικό, πολιτικό , κοινωνικό επίπεδο που θα της επιτρέψει να είναι διεθνώς ανταγωνιστική και βιώσιμη , αλλά και να δημιουργήσει επιπλέον μερίδια ευημερίας για τους πολίτες της .
Από το σημείο αυτό όμως και πέρα οι Κ. Σημίτης και Κ. Μητσοτάκης είναι «δυο ξένοι στην ίδια πόλη». Ο πρώτος ένας πλήρως αποτυχημένος πρωθυπουργός που μια εικοσαετία και πλέον πριν, αστόχησε πλήρως να οργανώσει σε νέες δομές την χώρα και σε νεωτερικό δημιουργικό πλαίσιο τους Έλληνες. Ο δεύτερος είναι ο επερχόμενος πρωθυπουργός που σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες για την Ελλάδα και την Ευρώπη , αλλά με πιο εμπεδωμένες διεθνείς συμμαχίες , θα επιχειρήσει στην παρούσα φάση με επιμονή και όραμα να πετύχει εκεί που απέτυχε ο πρώτος. Καμία αυτονόητη ιστορική σύμπτωση λοιπόν μεταξύ των δύο πολιτικών ηγετών…