Οι ανακοινώσεις από τον πρωθυπουργό, σχετικά με τον διορισμό της νέας κυβέρνησής του, μαζί με τη διακήρυξη για «σκληρή δουλειά με μετρήσιμο αποτέλεσμα», δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για «παρεξηγήσεις» ως προς τους στόχους του. Επίσης το γεγονός ότι ουσιαστικά βρισκόμαστε στις αρχές Ιουλίου και οι υπουργοί και υφυπουργοί έχουν περιθώρια να προσαρμοστούν στα νέα τους καθήκοντα, να γνωρίσουν το αντικείμενο αλλά και τις γραφειοκρατίες τους, τόσο οι ίδιοι όσο και τα πολιτικά επιτελεία τους, δίνει μια βεβαιότητα ότι στο τέλος Αυγούστου θα έχουμε μια κυβέρνηση σε υψηλή ετοιμότητα να προχωρήσει σε αναβαθμίσεις, εκσυγχρονισμούς και να αντιμετωπίσει χρόνιες «αγκυλώσεις» υπέρ των πολιτών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που προέκυψε από τις εκλογές της Κυριακής μπορεί να μην ασφυκτιά υπό την πίεση μιας ισχυρής αντιπολίτευσης, αλλά με τη στρατηγική που ο ίδιος ο πρωθυπουργός προκρίνει δεν θα υπάρξουν περιθώρια απώλειας χρόνου και ευκαιριών για αποτελεσματικό έργο. Ο κ. Μητσοτάκης στη δεύτερη θητεία του ως επικεφαλής του κράτους είναι φανερό ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν να μη βρεθεί άλλη φορά μπροστά σε τραγωδίες όπως εκείνη των Τεμπών ή άλλες καταστροφές που χαρακτήρισαν προηγούμενες από τη δική του διακυβερνήσεις. Επίσης ο τρόπος που οργάνωσε και ανακοίνωσε τη νέα δομή της κυβέρνησης και πολύ περισσότερο το νέο «επιτελικό κράτος» είναι τέτοιος ώστε δείχνει προετοιμασία για τη διαχείριση απρόσμενων κρίσεων που μπορούν να προκύψουν από το διεθνές περιβάλλον.

Είναι για παράδειγμα χαρακτηριστική των συνθηκών του παρόντος η αναστάτωση που δημιουργήθηκε στις διεθνείς αγορές από την «ανταρσία» της μισθοφορικής Wagner στη Ρωσία. Έτσι, παρά το κλίμα αισιοδοξίας που δημιουργείται μετά την επίτευξη ασφαλούς αυτοδυναμίας της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη στα διεθνή μίντια και τους επενδυτικούς οίκους, που απελευθερώνονται από το «πολιτικό ρίσκο» στον σχεδιασμό τους για την Ελλάδα, η τακτική και οι κατευθύνσεις του πρωθυπουργού είναι προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο. Απέναντι σε αυτή την ευταξία που δομείται σε θέματα διακυβέρνησης, στο πεδίο του Κοινοβουλίου, που επηρεάζει άμεσα το πολιτικό κλίμα, οι συνθήκες δείχνουν αρκετά περίπλοκες και δυστυχώς «αγοραίες». Η πολυδιάσπαση στην αντιπολίτευση και η αντιπροσώπευση περιθωριακών ομάδων της Δεξιάς και της Αριστεράς προδιαθέτουν για μια ταραχώδη εποχή φθηνού εντυπωσιασμού και υψηλής τοξικότητας. Σε μια ώριμη δημοκρατική λειτουργία ο ρεαλισμός και η ποιότητα της εκτελεστικής εξουσίας συσχετίζεται με έναν υψηλού επιπέδου κατά το δυνατόν πολιτικό διάλογο εντός και εκτός Κοινοβουλίου. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εκ των πραγμάτων σε ένα Κοινοβούλιο χωρίς ουσιαστικά αξιωματική αντιπολίτευση, που θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει βάσει του κανονισμού μια πρόταση μομφής απέναντι στην κυβέρνηση σε μια κλιμάκωση κοινοβουλευτικού ελέγχου ή να προκαλέσει εξεταστική επιτροπή για κάποιο μείζον θέμα. Σε ένα Κοινοβούλιο με «οριζόντια» ελάσσονα αντιπολίτευση, όπου με κραυγές και εξάρσεις επί της διαδικασίας θα επιχειρούνται πρόσκαιρες κομματικές εντυπώσεις αποσπασματικού χαρακτήρα. Πόσο η κυβερνητική ευταξία και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να ανασχέσει μια τέτοια «αταξία»;

Ο πρωθυπουργός, βαθιά κοινοβουλευτικός και φιλελεύθερος πολιτικός, επιχειρεί ήδη να επηρεάσει θετικά την εξέλιξη των εργασιών του Κοινοβουλίου, με την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στον εκ των υπουργών Επικρατείας του «επιτελικού κράτους» κ. Μ. Βορίδη. Πόσο θα επιτύχει το εγχείρημα; Σίγουρα το αποτέλεσμα θα κριθεί και από επιλογές των «μεσαίων δυνάμεων» της αντιπολίτευσης που θέλουν να αυτοχαρακτηρίζονται ως «προοδευτικές» και «μη τοξικές» για τον κοινοβουλευτισμό. Οι κρίνοντες λοιπόν θα κριθούν!

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27/6