Αλήθεια, τι δεν καταλαβαίνουν;
Μετά την υπερψήφιση της νέας αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα τόλμησε αυτό που τόσες δεκαετίες αμφισβητείται ως ορθός δρόμος
Η δημοσιοποίηση της είδησης για τη συμφωνία στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, με τη σύγκλιση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών στην υποστήριξη της τροπολογίας της βουλευτού Νέας Υόρκης, Γκρέις Μενγκ, για ενημέρωση σχετικά με τη διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στα ελληνικά νησιά, κυρίαρχα προφανώς του Αιγαίου, μόνον ως ευχάριστο άγγελμα θα έπρεπε να ακουστεί στο ελληνικό σύστημα. Αντί γι’ αυτό, παρατηρούνται κάποιες «αρρυθμίες» στην υποδοχή της προοπτικής τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, αλλά και από τους γνωστούς κοσμοπολίτικους, «δυτικότροπους» κύκλους επιρροής, που πάντα ομνύουν στον ενδοτισμό απέναντι στην Τουρκία. Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη από την αρχή. Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία επί της ελληνικής επικρατείας φυσικά και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αλλά ταυτόχρονα εξυπηρετεί και τα συμφέροντα της Ελλάδας. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι η τροπολογία αυτή στη διαβούλευση με τη Γερουσία συμφωνείται και εντάσσεται στο τελικό κείμενο για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τι θα σημάνει αυτό; Ότι τα οράματα της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου ακυρώνονται εν τοις πράγμασι. Εφόσον έχουν «διευκολύνσεις» οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις στις ελληνικές στρατιωτικές βάσεις στο Αιγαίο, που καλύπτουν τη γεωπολιτική διαδρομή από το Σουέζ έως τη Μαύρη Θάλασσα, οι Τούρκοι δεν μπορούν να «γκριζάρουν» ελληνική επικράτεια, γιατί η Ελλάδα επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη έχει αποδείξει με έμπρακτο τρόπο τη συνοχή στη συμμαχική σχέση της με τις ΗΠΑ, αλλά και τη Δύση συνολικά, τόσο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όσο και πριν από αυτή: όταν αποφάσιζαν οι χώρες της Ευρώπης τις σχέσεις τους με τα αμερικανικά ή κινεζικά δίκτυα του 5G.
Η Ελλάδα από την περίοδο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, τοποθετήθηκε με ξεκάθαρο τρόπο στις προκλήσεις και τα διλήμματα του μέλλοντος με «καθαρές θέσεις», όταν η μεγάλη Μέρκελ στη Γερμανία αγανακτούσε γι’ αυτό. Μετά την υπερψήφιση της νέας αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, την MDCA, η Ελλάδα τόλμησε αυτό που τόσες πολλές δεκαετίες αμφισβητείται ως ορθός δρόμος. Να δώσει βάθος στη στρατιωτική διμερή συμμαχία της με τις ΗΠΑ: Να μην ανανεώνει τη συμφωνία κάθε χρόνο, αλλά σε κλιμακούμενη διάρκεια. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Επενδύσεις από τον αμερικανικό κρατικό αμυντικό προϋπολογισμό, τόσο σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις όσο και στις σχετικές ευρύτερες περιοχές, ως αντισταθμιστικά για τις «διευκολύνσεις». Η ευχέρεια που δόθηκε από την άλλη στις στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, υπό τον συντονισμό των ΗΠΑ, όχι μόνον δημιουργούν νέες θετικές συνθήκες για την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, οικονομικά και αναπτυξιακά, αλλά αποτελεί ανάχωμα για την τουρκική επιβουλή στην περιοχή.
Αν πάμε σε μια ολοκληρωμένη συνεργασία με τις ΗΠΑ στην ελληνική επικράτεια επί των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, σε τι θα χάσει η Ελλάδα; Σε τι θα χάσει η Ελλάδα και από τη χρήση και άλλων λιμανιών από τον αμερικανικό συμμαχικό παράγοντα; Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα. Υπάρχει μια δεξιά αντίληψη περί αέναης διαπραγμάτευσης. Η αντίληψη αυτή δομείται στην άποψη ότι η Ελλάδα είναι μια περίκλειστη χώρα και οι Έλληνες ένα ανάδελφο έθνος. Η αριστερή επιφύλαξη από την άλλη έχει τη βάση της στην παράδοση των διαδηλώσεων στην αμερικανική πρεσβεία και στο κάψιμο της σημαίας των ΗΠΑ ως επαναστατική ηθική. Όσο για τους κοσμοπολίτες, βάσισαν τις καριέρες τους στον ισχυρισμό πως οι Έλληνες είναι αντιαμερικανοί και ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα λύσουν το πρόβλημα. Τα τελευταία χρόνια φοβούνται ότι θα μείνουν άεργοι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν...
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»
Η Ελλάδα από την περίοδο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, τοποθετήθηκε με ξεκάθαρο τρόπο στις προκλήσεις και τα διλήμματα του μέλλοντος με «καθαρές θέσεις», όταν η μεγάλη Μέρκελ στη Γερμανία αγανακτούσε γι’ αυτό. Μετά την υπερψήφιση της νέας αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, την MDCA, η Ελλάδα τόλμησε αυτό που τόσες πολλές δεκαετίες αμφισβητείται ως ορθός δρόμος. Να δώσει βάθος στη στρατιωτική διμερή συμμαχία της με τις ΗΠΑ: Να μην ανανεώνει τη συμφωνία κάθε χρόνο, αλλά σε κλιμακούμενη διάρκεια. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Επενδύσεις από τον αμερικανικό κρατικό αμυντικό προϋπολογισμό, τόσο σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις όσο και στις σχετικές ευρύτερες περιοχές, ως αντισταθμιστικά για τις «διευκολύνσεις». Η ευχέρεια που δόθηκε από την άλλη στις στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, υπό τον συντονισμό των ΗΠΑ, όχι μόνον δημιουργούν νέες θετικές συνθήκες για την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, οικονομικά και αναπτυξιακά, αλλά αποτελεί ανάχωμα για την τουρκική επιβουλή στην περιοχή.
Αν πάμε σε μια ολοκληρωμένη συνεργασία με τις ΗΠΑ στην ελληνική επικράτεια επί των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, σε τι θα χάσει η Ελλάδα; Σε τι θα χάσει η Ελλάδα και από τη χρήση και άλλων λιμανιών από τον αμερικανικό συμμαχικό παράγοντα; Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα. Υπάρχει μια δεξιά αντίληψη περί αέναης διαπραγμάτευσης. Η αντίληψη αυτή δομείται στην άποψη ότι η Ελλάδα είναι μια περίκλειστη χώρα και οι Έλληνες ένα ανάδελφο έθνος. Η αριστερή επιφύλαξη από την άλλη έχει τη βάση της στην παράδοση των διαδηλώσεων στην αμερικανική πρεσβεία και στο κάψιμο της σημαίας των ΗΠΑ ως επαναστατική ηθική. Όσο για τους κοσμοπολίτες, βάσισαν τις καριέρες τους στον ισχυρισμό πως οι Έλληνες είναι αντιαμερικανοί και ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα λύσουν το πρόβλημα. Τα τελευταία χρόνια φοβούνται ότι θα μείνουν άεργοι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν...
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»