Οι «πόρτες» της Σικίνου και το μοντέλο ανάπτυξης
Η Ελλάδα είναι µια χώρα που, εξαιτίας της έκτασης αλλά και της ιδιοµορφίας της, αξίζει να δέχεται επισκέπτες σε τακτική βάση και όχι µαζικό τουρισµό, που την κατακλύζει για κάποιους µήνες
Οι Eλληνες δείχνουν ότι δεν µπορούν να διαχειρισθούν τον «κήπο της Εδέµ» που λέγεται Ελλάδα. ∆εν έχουν την αίσθηση της φυσικής αρµονίας, της τάξης, της συνέχειας µιας παράδοσης, της ηρεµίας που αποπέµπει η ποικιλότητα αυτής της χώρας.
Aλλωστε, ελάχιστοι γνωρίζουν την πατρίδα τους και την έχουν επισκεφθεί σε όλη της την έκταση. Και αυτό δεν αφορά µόνον τη µέση οικογένεια, αλλά και αυτούς που ασχολούνται µε τον τουρισµό ή τους πολιτικούς. Ο πρωταθλητισµός του υπερ-τουρισµού, τον οποίο θεωρούν πλέον ως απειλή χώρες που στήριξαν αυτό το µοντέλο, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, αποτελεί για τη χώρα µας ακόµη αναπτυξιακό στόχο. Καταλήγουµε να βλέπουµε «πανηγυρισµούς» για το γεγονός ότι στην Πάτµο, το «νησί της Αποκάλυψης», χτίσθηκε προβλήτα για να «πιάνουν» τα κρουαζιερόπλοια. Σκεφθείτε το νησί αυτό να κατακλύζεται από το πρωί µέχρι το απόγευµα από 5.000-10.000 περαστικούς που στην καλύτερη περίπτωση θα αγοράζουν ένα µπουκάλι νερό ή κάποιο φθηνό σουβενίρ. Eνα νησί διακριτό, µε υψηλό τουρισµό και ειδικές συνθήκες θρησκευτικής ευλάβειας. Ποια η προοπτική του πέρα από την «πλεµποποίηση»;
Σκεφθείτε ότι στην Αντίπαρο, που πλέον δεν θεωρείται βιώσιµη από τον µεγάλο αριθµό τουριστών και επισκεπτών που δέχεται, έχουν εκδοθεί άλλες 5.000 άδειες οικοδοµής προς εκτέλεση. Κοιτάξτε την κατάσταση που επικρατεί στη Μύκονο και τη Σαντορίνη φέτος και όχι το καυτό 20ήµερο του Αυγούστου, φυσικά. Το χάος που εξελίσσεται στην Πάρο ή τη Νάξο, που έχουν προβληθεί τα τελευταία χρόνια. Οι τιµές στην Ελλάδα είναι απαγορευτικές όχι µόνον για τον µέσο Ελληνα, αλλά και για τον µέσο επισκέπτη και, από την άλλη, ο κεντρικός σχεδιασµός για τη χώρα δεν ενδιαφέρεται για να διατηρηθεί η ιδιαιτερότητά της. Στα προϊόντα, στην ανθρώπινη συµπεριφορά, στα οικήµατα.
Η Ελλάδα είναι µια χώρα που, εξαιτίας της έκτασης αλλά και της ιδιοµορφίας της, αξίζει να δέχεται επισκέπτες σε τακτική βάση και όχι µαζικό τουρισµό, που την κατακλύζει για κάποιους µήνες. Κατ’ αρχήν, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει επισκέπτες όλες τις εποχές του χρόνου, µε έµφαση σε διαφορετικούς προορισµούς. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα συνολικό, συγκροτηµένο και συνεκτικό αφήγηµα. Συνδεδεµένο µε τη γη, τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά και τον πολιτισµό, την τοπική κοινωνική ζωή, τα αγροτικά προϊόντα, µε άλλα λόγια τα χρώµατα, τα αρώµατα και τις πρωινές «καληµέρες». Αντί γι’ αυτό, είναι µια αποµίµηση, µια «πλαστικούρα», µια χυδαιότητα, µια απληστία χωρίς όρια.
Η περιγραφή του συµβατικού και του κιτς. Συµβατικό είναι το να χτίζονται παντού πεντάστερα, που τα βρίσκεις όπου Γης. Συµβατικό είναι οι πολυτελείς πισίνες στον γκρεµό σε νησιά, όπου ο βράχος, η θάλασσα και η αρµονία των µικρών σπιτιών, των αναλογικών µε τις διαστάσεις του περιβάλλοντος γύρω, τα έκαναν περίφηµα. Κιτς είναι η «προσποιητή» πολυτέλεια των φθηνών υλικών, η ξαπλώστρα και το «ψαγµένο» τάχα φαγητό.
Οχι, στην Ελλάδα δεν είναι όλα λάθος. Αλλά τα περισσότερα κινούνται χωρίς σχέδιο, χωρίς κουλτούρα, χωρίς στυλ. Για παράδειγµα, πόσες κλίνες χωράνε σε κάθε τόπο; Πώς προβλέπει τον τουρισµό ένας κεντρικός σχεδιασµός που αφορά τον τόπο; Μπορεί να υπάρξει ένας γενικόλογος σχεδιασµός προσέλκυσης τουριστών, ένα µάρκετινγκ δηλαδή, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η τοπική αναφορά; Γιατί συνεχίζεται µετά τις δεκαετίες του 1980 ή του 2000 να αντιµετωπίζεται ο τουρισµός ως πληθωριστική «χίµαιρα», άρα όλα θα καταλήξουν σε µια «φούσκα»; Ποιος είπε ότι επιτυχία για την Ελλάδα είναι να ανεβαίνουν συνεχώς οι όγκοι των τουριστών, µέσα στους δυο-τρεις µήνες; Και τελικά γιατί και σήµερα οι επαΐοντες συνεχίζουν να ορίζουν ως «βαριά βιοµηχανία» της χώρας τον τουρισµό; Κανείς δεν διδάχθηκε από το παρελθόν;
Και θα ρωτήσει κάποιος: Ποιο θα ήταν το σωστό όραµα; Ποιο µοντέλο θα άξιζε να αντιγράψουµε, για να αποδειχθεί σε βάθος χρόνου επιτυχηµένο για την Ελλάδα; Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Ας διαβάσουµε την ιστορία του κάθε τόπου. Τι παρήγε, ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες των κατοίκων του, πού βασίζεται η ταυτότητά του. Ας πάρουµε για µοντέλο ένα µικρό νησί των Κυκλάδων. Γνωστό ως όνοµα, που διατηρεί τα χαρακτηριστικά του. Τη Σίκινο. Πεντακόσιες κλίνες στο νησί. Χωρίς το «κίνηµα της πετσέτας» οι παραλίες, αφού τις οµπρέλες και τα παγκάκια σε αυτές τις έχει ο δήµος και είναι δωρεάν. Με αυθεντικούς ανθρώπους, όπως ο εµβληµατικός παπα-Θόδωρος, ο Μάρκος, που αναπαλαίωσε τον οικισµό στο Χωριό σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της Αρχαιολογίας, ο Μάναλης µε το οινοποιείο και τα αµπέλια, ο Ρογκάκος µε το «Σηµατολόγιο», το βιβλιοπωλείο-ορόσηµο στο Κάστρο, τα µπαράκια, τα µεζεδοπωλεία, τις ταβέρνες µε το ψάρι ηµέρας, τα ψητά και τα µαγειρευτά τους.
Τη Σίκινο της ανεµελιάς, του «σουλάτσου», µε τον αέρα, τα αρώµατα και τις αναλογίες από τις πραγµατικές Κυκλάδες του ’70 που αγαπήθηκαν. Η Σίκινος στο παρελθόν λεγόταν Οινόη, παρήγε περίφηµα κρασιά. Σήµερα ο Μάναλης επίσης παράγει περίφηµο κρασί. Επίσης, καλλιεργούσαν κριθάρι. Ο Φιξ τότε έκλεινε ολόκληρη την παραγωγή, γιατί η άνυδρη γη έδινε ειδικά χαρακτηριστικά, που αναβάθµιζαν την ποιότητα στις µπύρες του. Η Σίκινος έχει τακτικούς επισκέπτες. Ελληνες και ξένους. Οι Ιταλοί, Γάλλοι και Ελβετοί αγοράζουν σπίτια. Επενδύουν τα καλοκαίρια τους στη ζωή στη Σίκινο. Οπως είναι…
Πάµε από την αρχή. Η Ελλάδα δεν είναι προϊόν προς εκποίηση. Αν θέλουµε να έχουµε αναπτυξιακό µοντέλο, ας διαβάσουµε την ιστορία του κάθε τόπου. Και ας ξανακατοικήσουµε την Ελλάδα, για να τη δηµιουργήσουµε ως «νοικοκυραίοι» από την αρχή…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 19/8
Aλλωστε, ελάχιστοι γνωρίζουν την πατρίδα τους και την έχουν επισκεφθεί σε όλη της την έκταση. Και αυτό δεν αφορά µόνον τη µέση οικογένεια, αλλά και αυτούς που ασχολούνται µε τον τουρισµό ή τους πολιτικούς. Ο πρωταθλητισµός του υπερ-τουρισµού, τον οποίο θεωρούν πλέον ως απειλή χώρες που στήριξαν αυτό το µοντέλο, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, αποτελεί για τη χώρα µας ακόµη αναπτυξιακό στόχο. Καταλήγουµε να βλέπουµε «πανηγυρισµούς» για το γεγονός ότι στην Πάτµο, το «νησί της Αποκάλυψης», χτίσθηκε προβλήτα για να «πιάνουν» τα κρουαζιερόπλοια. Σκεφθείτε το νησί αυτό να κατακλύζεται από το πρωί µέχρι το απόγευµα από 5.000-10.000 περαστικούς που στην καλύτερη περίπτωση θα αγοράζουν ένα µπουκάλι νερό ή κάποιο φθηνό σουβενίρ. Eνα νησί διακριτό, µε υψηλό τουρισµό και ειδικές συνθήκες θρησκευτικής ευλάβειας. Ποια η προοπτική του πέρα από την «πλεµποποίηση»;
Σκεφθείτε ότι στην Αντίπαρο, που πλέον δεν θεωρείται βιώσιµη από τον µεγάλο αριθµό τουριστών και επισκεπτών που δέχεται, έχουν εκδοθεί άλλες 5.000 άδειες οικοδοµής προς εκτέλεση. Κοιτάξτε την κατάσταση που επικρατεί στη Μύκονο και τη Σαντορίνη φέτος και όχι το καυτό 20ήµερο του Αυγούστου, φυσικά. Το χάος που εξελίσσεται στην Πάρο ή τη Νάξο, που έχουν προβληθεί τα τελευταία χρόνια. Οι τιµές στην Ελλάδα είναι απαγορευτικές όχι µόνον για τον µέσο Ελληνα, αλλά και για τον µέσο επισκέπτη και, από την άλλη, ο κεντρικός σχεδιασµός για τη χώρα δεν ενδιαφέρεται για να διατηρηθεί η ιδιαιτερότητά της. Στα προϊόντα, στην ανθρώπινη συµπεριφορά, στα οικήµατα.
Η Ελλάδα είναι µια χώρα που, εξαιτίας της έκτασης αλλά και της ιδιοµορφίας της, αξίζει να δέχεται επισκέπτες σε τακτική βάση και όχι µαζικό τουρισµό, που την κατακλύζει για κάποιους µήνες. Κατ’ αρχήν, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει επισκέπτες όλες τις εποχές του χρόνου, µε έµφαση σε διαφορετικούς προορισµούς. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα συνολικό, συγκροτηµένο και συνεκτικό αφήγηµα. Συνδεδεµένο µε τη γη, τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά και τον πολιτισµό, την τοπική κοινωνική ζωή, τα αγροτικά προϊόντα, µε άλλα λόγια τα χρώµατα, τα αρώµατα και τις πρωινές «καληµέρες». Αντί γι’ αυτό, είναι µια αποµίµηση, µια «πλαστικούρα», µια χυδαιότητα, µια απληστία χωρίς όρια.
Η περιγραφή του συµβατικού και του κιτς. Συµβατικό είναι το να χτίζονται παντού πεντάστερα, που τα βρίσκεις όπου Γης. Συµβατικό είναι οι πολυτελείς πισίνες στον γκρεµό σε νησιά, όπου ο βράχος, η θάλασσα και η αρµονία των µικρών σπιτιών, των αναλογικών µε τις διαστάσεις του περιβάλλοντος γύρω, τα έκαναν περίφηµα. Κιτς είναι η «προσποιητή» πολυτέλεια των φθηνών υλικών, η ξαπλώστρα και το «ψαγµένο» τάχα φαγητό.
Οχι, στην Ελλάδα δεν είναι όλα λάθος. Αλλά τα περισσότερα κινούνται χωρίς σχέδιο, χωρίς κουλτούρα, χωρίς στυλ. Για παράδειγµα, πόσες κλίνες χωράνε σε κάθε τόπο; Πώς προβλέπει τον τουρισµό ένας κεντρικός σχεδιασµός που αφορά τον τόπο; Μπορεί να υπάρξει ένας γενικόλογος σχεδιασµός προσέλκυσης τουριστών, ένα µάρκετινγκ δηλαδή, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η τοπική αναφορά; Γιατί συνεχίζεται µετά τις δεκαετίες του 1980 ή του 2000 να αντιµετωπίζεται ο τουρισµός ως πληθωριστική «χίµαιρα», άρα όλα θα καταλήξουν σε µια «φούσκα»; Ποιος είπε ότι επιτυχία για την Ελλάδα είναι να ανεβαίνουν συνεχώς οι όγκοι των τουριστών, µέσα στους δυο-τρεις µήνες; Και τελικά γιατί και σήµερα οι επαΐοντες συνεχίζουν να ορίζουν ως «βαριά βιοµηχανία» της χώρας τον τουρισµό; Κανείς δεν διδάχθηκε από το παρελθόν;
Και θα ρωτήσει κάποιος: Ποιο θα ήταν το σωστό όραµα; Ποιο µοντέλο θα άξιζε να αντιγράψουµε, για να αποδειχθεί σε βάθος χρόνου επιτυχηµένο για την Ελλάδα; Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Ας διαβάσουµε την ιστορία του κάθε τόπου. Τι παρήγε, ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες των κατοίκων του, πού βασίζεται η ταυτότητά του. Ας πάρουµε για µοντέλο ένα µικρό νησί των Κυκλάδων. Γνωστό ως όνοµα, που διατηρεί τα χαρακτηριστικά του. Τη Σίκινο. Πεντακόσιες κλίνες στο νησί. Χωρίς το «κίνηµα της πετσέτας» οι παραλίες, αφού τις οµπρέλες και τα παγκάκια σε αυτές τις έχει ο δήµος και είναι δωρεάν. Με αυθεντικούς ανθρώπους, όπως ο εµβληµατικός παπα-Θόδωρος, ο Μάρκος, που αναπαλαίωσε τον οικισµό στο Χωριό σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της Αρχαιολογίας, ο Μάναλης µε το οινοποιείο και τα αµπέλια, ο Ρογκάκος µε το «Σηµατολόγιο», το βιβλιοπωλείο-ορόσηµο στο Κάστρο, τα µπαράκια, τα µεζεδοπωλεία, τις ταβέρνες µε το ψάρι ηµέρας, τα ψητά και τα µαγειρευτά τους.
Τη Σίκινο της ανεµελιάς, του «σουλάτσου», µε τον αέρα, τα αρώµατα και τις αναλογίες από τις πραγµατικές Κυκλάδες του ’70 που αγαπήθηκαν. Η Σίκινος στο παρελθόν λεγόταν Οινόη, παρήγε περίφηµα κρασιά. Σήµερα ο Μάναλης επίσης παράγει περίφηµο κρασί. Επίσης, καλλιεργούσαν κριθάρι. Ο Φιξ τότε έκλεινε ολόκληρη την παραγωγή, γιατί η άνυδρη γη έδινε ειδικά χαρακτηριστικά, που αναβάθµιζαν την ποιότητα στις µπύρες του. Η Σίκινος έχει τακτικούς επισκέπτες. Ελληνες και ξένους. Οι Ιταλοί, Γάλλοι και Ελβετοί αγοράζουν σπίτια. Επενδύουν τα καλοκαίρια τους στη ζωή στη Σίκινο. Οπως είναι…
Πάµε από την αρχή. Η Ελλάδα δεν είναι προϊόν προς εκποίηση. Αν θέλουµε να έχουµε αναπτυξιακό µοντέλο, ας διαβάσουµε την ιστορία του κάθε τόπου. Και ας ξανακατοικήσουµε την Ελλάδα, για να τη δηµιουργήσουµε ως «νοικοκυραίοι» από την αρχή…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 19/8