Ενα πολιτικό µήνυµα προς τα κόµµατα
Αυτό που δεν έγινε αντιληπτό από την κοµµατική νοµενκλατούρα στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή η επικράτηση του άγνωστου και εκ των παροικιών Κασσελάκη αποτέλεσε µια κραυγαλέα απόρριψη της δικής τους λειτουργίας, κατ’ αναλογία δεν έγινε ως µήνυµα αντιληπτό ούτε από τα επιτελεία των άλλων κοµµατικών οργανισµών
Ας αφήσουµε τα θέµατα διακυβέρνησης και ας δούµε σε µεγαλύτερο βάθος τη λειτουργία των κοµµάτων ως πολιτικών οργανισµών.
Πόσο κοντά είναι αυτά στην κοινωνία; Πώς λειτουργούν τα επιτελεία τους για να τα εκσυγχρονίσουν και να αξιοποιήσουν τα νέα δίκτυα µαζικής επικοινωνίας, τα social media όπως ονοµάζονται, για µια νέα σχέση µε τα µέλη τους και για µια πιο συλλογική δηµοκρατική λειτουργία στην παραγωγή θέσεων, πολιτικών, στρατηγικής για τη χώρα ή την καταγραφή πραγµατικών προτεραιοτήτων και προβληµάτων για την καθηµερινότητα; Η εκλογή του Στ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, µε τη µέθοδο που προωθήθηκε επικοινωνιακά, αλλά και το ελάχιστο χρονικό διάστηµα που χρειάσθηκε για να καταξιωθεί δεν θα πρέπει να αντιµετωπισθούν από τις ανώτερες επιτελικές οµάδες των κοµµάτων όλου του φάσµατος ως µια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τα κόµµατα στην Ελλάδα ως προς την πολιτική λειτουργικότητά τους σε σχέση µε την κοινωνική συγκρότηση εν πολλοίς αποτελούν έναν αναχρονισµό. Κάθε κόµµα, πέρα από τις ιδιαιτερότητες και το ιδεολογικοπολιτικό του πλαίσιο, είναι ταυτόχρονα ένας πολιτικός οργανισµός διαβούλευσης και συµµετοχής όσο και εκλογικός µηχανισµός. Στην Ελλάδα, τα κόµµατα επί της ουσίας είναι µόνον εκλογικοί µηχανισµοί και δοµηµένες «δεξαµενές» πελατειακών σχέσεων. Στην κεντρική τους λειτουργία δεν έχουν ξεφύγει από τους περασµένους αιώνες, όταν ήταν δίκτυα µιας δύσκολης τότε επικοινωνίας µεταξύ ηγεσίας και ψηφοφόρων-µελών και στην πραγµατικότητα µηχανισµοί «εξαγοράς» ψήφων µέσω του ρουσφετιού και των χαριστικών εξυπηρετήσεων σε δουλειές και επιχειρηµατικά πλάνα. Σήµερα, όλα αυτά δεν µπορούν να έχουν προοπτική. Είναι µια κοινωνία πολιτών που επικοινωνεί ψηφιακά και µεταξύ της και µε την πολιτική και µε τους φορείς πολιτικής, που είναι τα κόµµατα. Η απογοήτευση των πολιτών, αλλά ειδικά των νεότερων γενιών από τους πολιτικούς οργανισµούς των κοµµάτων είναι εµφανής.
Οχι µόνο από το έλλειµµα συµµετοχής σε κοµµατικές δραστηριότητες, αλλά συνολικά από την αδιαφορία για τις εκλογικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, τα επιτελεία των κοµµάτων δεν δείχνουν να αντιλαµβάνονται µε την απαραίτητη ευρύτητα αυτή τη νέα πραγµατικότητα. Πέρα από το κοµµατικό ρουσφέτι, ειδικά σε σχέση µε το ∆ηµόσιο, τελικά καταλήγουν πολύ εύκολα σε µια «φράξια» φιλόδοξων ανθρώπων, που σαν νεο-γιάπις των εξουσιαστικών µηχανισµών ασχολούνται κατά βάση µε τον εαυτό τους, την προβολή τους και το «λανσάρισµά» τους σε εκλογικές λίστες στην επικράτεια, σε περιφερειακό επίπεδο, στην Ευρώπη ή στον συνδικαλισµό, παρά µε οτιδήποτε άλλο. Ο «φραξιονισµός» αυτός αποκόπτει τις πολιτικές και κοµµατικές ελίτ από τη λειτουργικότητα του συλλογικού και εθνικού συµφέροντος και τελικά από την πραγµατική αποστολή των ίδιων των κοµµάτων.
Η κρίση αυτή, που συνίσταται στην αποκοπή των οργανισµών παραγωγής και προώθησης πολιτικής και πολιτικών από τη µάζα των πολιτών-ψηφοφόρων, έχει ως αποτέλεσµα τα κόµµατα να λειτουργούν ως «κλειστά σύνολα» και ως αυταρχικές και αυτάρεσκες ολιγαρχίες. Αυτά που συνέβησαν τον τελευταίο µήνα στον ΣΥΡΙΖΑ έγιναν, για παράδειγµα, αντιληπτά από την αριστερή κοµµατική νοµενκλατούρα του συγκεκριµένου κόµµατος σαν µετα-πολιτική ή και µετα-δηµοκρατία. Τόσο όµως η πολιτική όσο και η ∆ηµοκρατία ως πολίτευµα είναι συνθήκες πολύ σηµαντικά συνδεδεµένες µεταξύ τους και υποκείµενες στη συνεχή εξέλιξη και προσαρµογή στους όρους και τα πρόσηµα της πραγµατικής ζωής. Αυτό που δεν έγινε αντιληπτό από την κοµµατική νοµενκλατούρα στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή η επικράτηση του άγνωστου και εκ των παροικιών Κασσελάκη αποτέλεσε µια κραυγαλέα απόρριψη της δικής τους λειτουργίας και των αναγνωρισµένων από αυτούς δοµών, κατ’ αναλογία δεν έγινε ως µήνυµα αντιληπτό ούτε από τα επιτελεία των άλλων κοµµατικών οργανισµών.
Η συγκεκριµένη πραγµατικότητα του διχασµού µεταξύ της κοινωνικής συγκρότησης και των πολιτικών οργανισµών που εµπλέκονται στον κοινοβουλευτισµό, αν δεν ανατραπεί, θα οδηγήσει σε µια ενίσχυση των εξτρεµιστικά, ως προς τη θεωρία και την πρακτική, ριζοσπαστικών πολιτικών οµάδων της ∆εξιάς και της Αριστεράς, σε µια εκρηκτική αµφισβήτηση δηλαδή του συστήµατος σταθερότητας και θεσµικής ευταξίας του κοµµατικού imperium όπως το γνωρίζουµε. Και µπορεί να πει κάποιος: Πώς µπορεί να εξελιχθούν τα κόµµατα; Εν αρχή, να αφήσουν πίσω τους τις λογικές του σταλινισµού και την κοµµατική διάρθρωση των Σοβιέτ. Επίσης, τις αναφορές στην πολιτική οργάνωση των Σοσιαλιστών και Σοσιαλδηµοκρατών του Μεσοπολέµου και του µετα-πολέµου.
Τα κόµµατα, από «ρουσφετολογικοί» µηχανισµοί παραγωγής και εξυπηρέτησης εξαρτήσεων, θα πρέπει να αποκτήσουν συλλογικότητα στη λειτουργία τους, κοινωνική δικτύωση στην παραγωγή πολιτικής µέσω του ∆ιαδικτύου, ουσία ως προς τα ζητήµατα που τα απασχολούν και αµεσότητα στις κοινωνικές και εθελοντικές δράσεις που τα κινητοποιούν. Φυσικά, τα κόµµατα θα παραµείνουν και εκλογικοί µηχανισµοί, αλλά η σηµερινή κατάπτωση του να βρίσκεται η Ελλάδα σε συνεχή εκλογική διαδικασία, γιατί µόνον αυτό γνωρίζουν και µπορούν να εξυπηρετήσουν τα κόµµατα του Κοινοβουλίου, δεν µπορεί να συνεχισθεί. Το έδειξε και η ανάδειξη Κασσελάκη άλλωστε…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 30/9
Πόσο κοντά είναι αυτά στην κοινωνία; Πώς λειτουργούν τα επιτελεία τους για να τα εκσυγχρονίσουν και να αξιοποιήσουν τα νέα δίκτυα µαζικής επικοινωνίας, τα social media όπως ονοµάζονται, για µια νέα σχέση µε τα µέλη τους και για µια πιο συλλογική δηµοκρατική λειτουργία στην παραγωγή θέσεων, πολιτικών, στρατηγικής για τη χώρα ή την καταγραφή πραγµατικών προτεραιοτήτων και προβληµάτων για την καθηµερινότητα; Η εκλογή του Στ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, µε τη µέθοδο που προωθήθηκε επικοινωνιακά, αλλά και το ελάχιστο χρονικό διάστηµα που χρειάσθηκε για να καταξιωθεί δεν θα πρέπει να αντιµετωπισθούν από τις ανώτερες επιτελικές οµάδες των κοµµάτων όλου του φάσµατος ως µια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τα κόµµατα στην Ελλάδα ως προς την πολιτική λειτουργικότητά τους σε σχέση µε την κοινωνική συγκρότηση εν πολλοίς αποτελούν έναν αναχρονισµό. Κάθε κόµµα, πέρα από τις ιδιαιτερότητες και το ιδεολογικοπολιτικό του πλαίσιο, είναι ταυτόχρονα ένας πολιτικός οργανισµός διαβούλευσης και συµµετοχής όσο και εκλογικός µηχανισµός. Στην Ελλάδα, τα κόµµατα επί της ουσίας είναι µόνον εκλογικοί µηχανισµοί και δοµηµένες «δεξαµενές» πελατειακών σχέσεων. Στην κεντρική τους λειτουργία δεν έχουν ξεφύγει από τους περασµένους αιώνες, όταν ήταν δίκτυα µιας δύσκολης τότε επικοινωνίας µεταξύ ηγεσίας και ψηφοφόρων-µελών και στην πραγµατικότητα µηχανισµοί «εξαγοράς» ψήφων µέσω του ρουσφετιού και των χαριστικών εξυπηρετήσεων σε δουλειές και επιχειρηµατικά πλάνα. Σήµερα, όλα αυτά δεν µπορούν να έχουν προοπτική. Είναι µια κοινωνία πολιτών που επικοινωνεί ψηφιακά και µεταξύ της και µε την πολιτική και µε τους φορείς πολιτικής, που είναι τα κόµµατα. Η απογοήτευση των πολιτών, αλλά ειδικά των νεότερων γενιών από τους πολιτικούς οργανισµούς των κοµµάτων είναι εµφανής.
Οχι µόνο από το έλλειµµα συµµετοχής σε κοµµατικές δραστηριότητες, αλλά συνολικά από την αδιαφορία για τις εκλογικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, τα επιτελεία των κοµµάτων δεν δείχνουν να αντιλαµβάνονται µε την απαραίτητη ευρύτητα αυτή τη νέα πραγµατικότητα. Πέρα από το κοµµατικό ρουσφέτι, ειδικά σε σχέση µε το ∆ηµόσιο, τελικά καταλήγουν πολύ εύκολα σε µια «φράξια» φιλόδοξων ανθρώπων, που σαν νεο-γιάπις των εξουσιαστικών µηχανισµών ασχολούνται κατά βάση µε τον εαυτό τους, την προβολή τους και το «λανσάρισµά» τους σε εκλογικές λίστες στην επικράτεια, σε περιφερειακό επίπεδο, στην Ευρώπη ή στον συνδικαλισµό, παρά µε οτιδήποτε άλλο. Ο «φραξιονισµός» αυτός αποκόπτει τις πολιτικές και κοµµατικές ελίτ από τη λειτουργικότητα του συλλογικού και εθνικού συµφέροντος και τελικά από την πραγµατική αποστολή των ίδιων των κοµµάτων.
Η κρίση αυτή, που συνίσταται στην αποκοπή των οργανισµών παραγωγής και προώθησης πολιτικής και πολιτικών από τη µάζα των πολιτών-ψηφοφόρων, έχει ως αποτέλεσµα τα κόµµατα να λειτουργούν ως «κλειστά σύνολα» και ως αυταρχικές και αυτάρεσκες ολιγαρχίες. Αυτά που συνέβησαν τον τελευταίο µήνα στον ΣΥΡΙΖΑ έγιναν, για παράδειγµα, αντιληπτά από την αριστερή κοµµατική νοµενκλατούρα του συγκεκριµένου κόµµατος σαν µετα-πολιτική ή και µετα-δηµοκρατία. Τόσο όµως η πολιτική όσο και η ∆ηµοκρατία ως πολίτευµα είναι συνθήκες πολύ σηµαντικά συνδεδεµένες µεταξύ τους και υποκείµενες στη συνεχή εξέλιξη και προσαρµογή στους όρους και τα πρόσηµα της πραγµατικής ζωής. Αυτό που δεν έγινε αντιληπτό από την κοµµατική νοµενκλατούρα στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή η επικράτηση του άγνωστου και εκ των παροικιών Κασσελάκη αποτέλεσε µια κραυγαλέα απόρριψη της δικής τους λειτουργίας και των αναγνωρισµένων από αυτούς δοµών, κατ’ αναλογία δεν έγινε ως µήνυµα αντιληπτό ούτε από τα επιτελεία των άλλων κοµµατικών οργανισµών.
Η συγκεκριµένη πραγµατικότητα του διχασµού µεταξύ της κοινωνικής συγκρότησης και των πολιτικών οργανισµών που εµπλέκονται στον κοινοβουλευτισµό, αν δεν ανατραπεί, θα οδηγήσει σε µια ενίσχυση των εξτρεµιστικά, ως προς τη θεωρία και την πρακτική, ριζοσπαστικών πολιτικών οµάδων της ∆εξιάς και της Αριστεράς, σε µια εκρηκτική αµφισβήτηση δηλαδή του συστήµατος σταθερότητας και θεσµικής ευταξίας του κοµµατικού imperium όπως το γνωρίζουµε. Και µπορεί να πει κάποιος: Πώς µπορεί να εξελιχθούν τα κόµµατα; Εν αρχή, να αφήσουν πίσω τους τις λογικές του σταλινισµού και την κοµµατική διάρθρωση των Σοβιέτ. Επίσης, τις αναφορές στην πολιτική οργάνωση των Σοσιαλιστών και Σοσιαλδηµοκρατών του Μεσοπολέµου και του µετα-πολέµου.
Τα κόµµατα, από «ρουσφετολογικοί» µηχανισµοί παραγωγής και εξυπηρέτησης εξαρτήσεων, θα πρέπει να αποκτήσουν συλλογικότητα στη λειτουργία τους, κοινωνική δικτύωση στην παραγωγή πολιτικής µέσω του ∆ιαδικτύου, ουσία ως προς τα ζητήµατα που τα απασχολούν και αµεσότητα στις κοινωνικές και εθελοντικές δράσεις που τα κινητοποιούν. Φυσικά, τα κόµµατα θα παραµείνουν και εκλογικοί µηχανισµοί, αλλά η σηµερινή κατάπτωση του να βρίσκεται η Ελλάδα σε συνεχή εκλογική διαδικασία, γιατί µόνον αυτό γνωρίζουν και µπορούν να εξυπηρετήσουν τα κόµµατα του Κοινοβουλίου, δεν µπορεί να συνεχισθεί. Το έδειξε και η ανάδειξη Κασσελάκη άλλωστε…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 30/9