Μετά την ''τοξικότητα''
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην αντιπολίτευση το 2019, αλλά δεν µπορεί να βρει µέχρι το 2023 διαδροµή πολιτικής επάρκειας για να διατηρήσει τη δυναµική του ως κόµµα διακυβέρνησης
«Υπήρξα ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ στον ιστορικό κύκλο που κλείνει. Παρέλαβα σε ηλικία 34 ετών ένα µικρό κόµµα της Αριστεράς. Το ταξίδι που κάναµε µαζί ήταν επικίνδυνο πολλές φορές, γεµάτο παγίδες άλλες φορές, αλλά ήταν συναρπαστικό. Ενα µικρό κόµµα, ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε ο κορµός της προοδευτικής παράταξης στη χώρα µας. Το πρώτο αριστερό κόµµα στην Ευρώπη που κυβέρνησε σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες, µε την κοινωνία καταρρακωµένη και την οικονοµία χρεοκοπηµένη. Είχα την τύχη να είµαι ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός της χώρας στην Ιστορία».
Με τον τρόπο αυτόν στα τέλη Ιουνίου και µετά τη µεγάλη ήττα στις διπλές εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας, στο κείµενο της παραίτησής του από την ηγεσία του κόµµατος, περιέγραψε πολύ συνοπτικά και πολύ εύστοχα από την πλευρά του το τέλος εποχής για την «κυβερνώσα Αριστερά», που προέκυψε µέσα από την ένταση των µνηµονίων και των κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά και της πολιτικής συστηµικής απορρύθµισης που αυτά προκάλεσαν. Η χρεοκοπία της χώρας, που οριστικοποιήθηκε το 2010-2011, «έκλεισε» τον κύκλο του µεταπολιτευτικού δικοµµατισµού, που χαρακτηρίστηκε από τις αντιπαραθέσεις και την εναλλαγή στη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση για τρεις δεκαετίες, και της Νέας ∆ηµοκρατίας, που συγκέντρωνε τις δυνάµεις της Κεντροδεξιάς - ∆εξιάς. Η Ελλάδα µπήκε σε ένα «βαθύ τούνελ» απώλειας δηµόσιας περιουσίας, ιδιωτικών περιουσιών, εργασιακών δικαιωµάτων και συνταξιοδοτικών-ασφαλιστικών δεδικασµένων. Ενα επώδυνο «hair cut», δηλαδή, που άλλαξε το σύνολο των δεδοµένων της χώρας, µαζί µε την πολιτική της δοµή. Το κυρίαρχο εξουσιαστικά από το 1981 ΠΑΣΟΚ κατεστράφη ως αυτόνοµη δύναµη διακυβέρνησης, ενώ η Νέα ∆ηµοκρατία έπειτα από κάποια εκλογικά σοκ κατόρθωσε µε την προεδρία Σαµαρά να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε συνασπισµό µε το ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου πλέον στην προεδρία, αλλά και µε µικρότερα κόµµατα της Αριστεράς και της ∆εξιάς στον κυβερνητικό συνασπισµό.
Ουσιαστικά, οι «συστηµικές δυνάµεις» θέλησαν να διαχειρισθούν και τη χρεοκοπία της χώρας, για την οποία σε επίπεδο πολιτικών φορέων ευθύνονταν αυτές. Ή τουλάχιστον τους καταλογιζόταν αυτή η ευθύνη. Απέναντί τους ασύντακτες οµάδες «αγανακτισµένων πολιτών», προερχόµενων τόσο από τη ∆εξιά όσο και από την Αριστερά. Το «κίνηµα της πλατείας», όπως ονοµάσθηκε. Από την κοινωνική δυναµική αυτή προέκυψε το 2015 ως δύναµη διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλ. Τσίπρα, που συγκυβέρνησε µε ένα προσωποπαγές κόµµα της εναλλακτικής ∆εξιάς, τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Κέρδισαν δύο εκλογές µέσα σε έναν χρόνο. Η σηµειολογία βαριά, αφού για πρώτη φορά είχαµε «αριστερή διακυβέρνηση» στην Ελλάδα. Εκλεινε ουσιαστικά πολιτικά ο κύκλος του Εµφυλίου. Οι Συµφωνίες του Λιβάνου και της Βάρκιζας, που δεν πέτυχαν τους στόχους τους, ο Εµφύλιος 1945-1949, οι χαµένες προσδοκίες διακυβέρνησης από την Ε∆Α του 1958, η τοξικότητα του µεταπολεµικού κράτους. Το 2015, ταυτόχρονα, τα µέλη της Νέας ∆ηµοκρατίας κάνουν την επόµενη έκπληξη. Επιλέγουν το «αουτσάιντερ» για την ηγεσία, Κ. Μητσοτάκη, αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού για την εποχή της εξόδου από τα µνηµόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην αντιπολίτευση το 2019, αλλά δεν µπορεί να βρει µέχρι το 2023 διαδροµή πολιτικής επάρκειας για να διατηρήσει τη δυναµική του ως κόµµα διακυβέρνησης. Σηµειώνει τον Μάιο και τον Ιούνιο µια στρατηγική ήττα. Το φθινόπωρο, τα µέλη του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν µια µεγάλη ανατροπή µε την εσωκοµµατική τους ψήφο και ένα «άλµα» στην Ιστορία. Προκρίνουν τον εκ των οµογενών στην Αµερική, απολύτως «αουτσάιντερ», Στ. Κασσελάκη, για την ηγεσία. Ο κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ ως «µεταµαρξιστικού», αριστερού, ευρωπαϊκού δογµατισµού και καταστατικών προδιαγραφών κόµµατος κλείνει µε θόρυβο. Το πρωί της προηγούµενης Τετάρτης, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης υποδέχθηκε τον επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, Κασσελάκη, θεσµικά, αλλά και µε αστική ευγένεια στο γραφείο του στο Κοινοβούλιο. Ο κύκλος της µνηµονιακής τοξικότητας κλείνει επίσης.
Τι θα συµβεί από εδώ και πέρα; Υπάρχει ένα ευρύ χρονικό διάστηµα από τον Ιούνιο του 2024 (µετά τις ευρωεκλογές) µέχρι τον Ιούνιο του 2027 (εθνικές εκλογές), όπου µέσα από κινήσεις, διαβουλεύσεις και µετακινήσεις βουλευτών και στελεχών θα γίνει φανερό το κατά πόσον θα υπάρξει διπολισµός στη διακυβέρνηση. Αν, δηλαδή, από το τέλος εποχής για ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ως κόµµατα διακυβέρνησης θα προκύψει µια νέα δύναµη από την Κεντροαριστερά-Αριστερά, που θα µπορέσει να αµφισβητήσει την επάρκεια και τη σταθερότητα-προβλεψιµότητα που εγγυάται η διακυβέρνηση της Κεντροδεξιάς- ∆εξιάς, µε Μητσοτάκη πρωθυπουργό. ∆ιαφορετικά, θα παραµείνουµε σε περιβάλλον διπολισµού µε ένα κόµµα διακυβέρνησης.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 4/11
Με τον τρόπο αυτόν στα τέλη Ιουνίου και µετά τη µεγάλη ήττα στις διπλές εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας, στο κείµενο της παραίτησής του από την ηγεσία του κόµµατος, περιέγραψε πολύ συνοπτικά και πολύ εύστοχα από την πλευρά του το τέλος εποχής για την «κυβερνώσα Αριστερά», που προέκυψε µέσα από την ένταση των µνηµονίων και των κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά και της πολιτικής συστηµικής απορρύθµισης που αυτά προκάλεσαν. Η χρεοκοπία της χώρας, που οριστικοποιήθηκε το 2010-2011, «έκλεισε» τον κύκλο του µεταπολιτευτικού δικοµµατισµού, που χαρακτηρίστηκε από τις αντιπαραθέσεις και την εναλλαγή στη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση για τρεις δεκαετίες, και της Νέας ∆ηµοκρατίας, που συγκέντρωνε τις δυνάµεις της Κεντροδεξιάς - ∆εξιάς. Η Ελλάδα µπήκε σε ένα «βαθύ τούνελ» απώλειας δηµόσιας περιουσίας, ιδιωτικών περιουσιών, εργασιακών δικαιωµάτων και συνταξιοδοτικών-ασφαλιστικών δεδικασµένων. Ενα επώδυνο «hair cut», δηλαδή, που άλλαξε το σύνολο των δεδοµένων της χώρας, µαζί µε την πολιτική της δοµή. Το κυρίαρχο εξουσιαστικά από το 1981 ΠΑΣΟΚ κατεστράφη ως αυτόνοµη δύναµη διακυβέρνησης, ενώ η Νέα ∆ηµοκρατία έπειτα από κάποια εκλογικά σοκ κατόρθωσε µε την προεδρία Σαµαρά να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε συνασπισµό µε το ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου πλέον στην προεδρία, αλλά και µε µικρότερα κόµµατα της Αριστεράς και της ∆εξιάς στον κυβερνητικό συνασπισµό.
Ουσιαστικά, οι «συστηµικές δυνάµεις» θέλησαν να διαχειρισθούν και τη χρεοκοπία της χώρας, για την οποία σε επίπεδο πολιτικών φορέων ευθύνονταν αυτές. Ή τουλάχιστον τους καταλογιζόταν αυτή η ευθύνη. Απέναντί τους ασύντακτες οµάδες «αγανακτισµένων πολιτών», προερχόµενων τόσο από τη ∆εξιά όσο και από την Αριστερά. Το «κίνηµα της πλατείας», όπως ονοµάσθηκε. Από την κοινωνική δυναµική αυτή προέκυψε το 2015 ως δύναµη διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλ. Τσίπρα, που συγκυβέρνησε µε ένα προσωποπαγές κόµµα της εναλλακτικής ∆εξιάς, τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Κέρδισαν δύο εκλογές µέσα σε έναν χρόνο. Η σηµειολογία βαριά, αφού για πρώτη φορά είχαµε «αριστερή διακυβέρνηση» στην Ελλάδα. Εκλεινε ουσιαστικά πολιτικά ο κύκλος του Εµφυλίου. Οι Συµφωνίες του Λιβάνου και της Βάρκιζας, που δεν πέτυχαν τους στόχους τους, ο Εµφύλιος 1945-1949, οι χαµένες προσδοκίες διακυβέρνησης από την Ε∆Α του 1958, η τοξικότητα του µεταπολεµικού κράτους. Το 2015, ταυτόχρονα, τα µέλη της Νέας ∆ηµοκρατίας κάνουν την επόµενη έκπληξη. Επιλέγουν το «αουτσάιντερ» για την ηγεσία, Κ. Μητσοτάκη, αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού για την εποχή της εξόδου από τα µνηµόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην αντιπολίτευση το 2019, αλλά δεν µπορεί να βρει µέχρι το 2023 διαδροµή πολιτικής επάρκειας για να διατηρήσει τη δυναµική του ως κόµµα διακυβέρνησης. Σηµειώνει τον Μάιο και τον Ιούνιο µια στρατηγική ήττα. Το φθινόπωρο, τα µέλη του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν µια µεγάλη ανατροπή µε την εσωκοµµατική τους ψήφο και ένα «άλµα» στην Ιστορία. Προκρίνουν τον εκ των οµογενών στην Αµερική, απολύτως «αουτσάιντερ», Στ. Κασσελάκη, για την ηγεσία. Ο κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ ως «µεταµαρξιστικού», αριστερού, ευρωπαϊκού δογµατισµού και καταστατικών προδιαγραφών κόµµατος κλείνει µε θόρυβο. Το πρωί της προηγούµενης Τετάρτης, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης υποδέχθηκε τον επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, Κασσελάκη, θεσµικά, αλλά και µε αστική ευγένεια στο γραφείο του στο Κοινοβούλιο. Ο κύκλος της µνηµονιακής τοξικότητας κλείνει επίσης.
Τι θα συµβεί από εδώ και πέρα; Υπάρχει ένα ευρύ χρονικό διάστηµα από τον Ιούνιο του 2024 (µετά τις ευρωεκλογές) µέχρι τον Ιούνιο του 2027 (εθνικές εκλογές), όπου µέσα από κινήσεις, διαβουλεύσεις και µετακινήσεις βουλευτών και στελεχών θα γίνει φανερό το κατά πόσον θα υπάρξει διπολισµός στη διακυβέρνηση. Αν, δηλαδή, από το τέλος εποχής για ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ως κόµµατα διακυβέρνησης θα προκύψει µια νέα δύναµη από την Κεντροαριστερά-Αριστερά, που θα µπορέσει να αµφισβητήσει την επάρκεια και τη σταθερότητα-προβλεψιµότητα που εγγυάται η διακυβέρνηση της Κεντροδεξιάς- ∆εξιάς, µε Μητσοτάκη πρωθυπουργό. ∆ιαφορετικά, θα παραµείνουµε σε περιβάλλον διπολισµού µε ένα κόµµα διακυβέρνησης.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 4/11