Ο Τ. Ερντογάν επικεφαλής κυβερνητικής και επιχειρηματικής αποστολής φθάνει σήμερα στην Αθήνα.

Με χαρακτήρα εργασίας και όχι μεγαλοπρέπειας η σημερινή συνεργασία με την ελληνική αντιπροσωπεία, της οποίας προΐσταται ο πρωθυπουργός, προβλέπεται να έχει αποτέλεσμα την υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών σε θέματα οικονομίας, εμπορίου, μεταφορών, τουρισμού και το ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της συνομολόγησης της αναχαίτισης της παράνομης μετανάστευσης στη διαδρομή από τις τουρκικές ακτές στο ελληνικό αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Σημαντικό ζήτημα πέραν του πρακτικού αποτελέσματος είναι το σε ποιο ύφος διπλωματικά και πολιτικά θα κινηθούν οι συναντήσεις, οι συνομιλίες και οι δηλώσεις (χωρίς ερωτήσεις δημοσιογράφων) του Τούρκου προέδρου με την ελληνική ηγεσία. Ό,τι και να συμβεί στο πεδίο αυτό -της γενικότερης ατμόσφαιραςπου συγκεντρώνει και το γενικότερο ενδιαφέρον στην Ευρώπη και διεθνώς, ένα είναι το σίγουρο, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα αιφνιδιασθεί ούτε από μια θετική εξέλιξη των συναντήσεων ούτε από μια αρνητική.

Ο πρόεδρος Ερντογάν, θέλοντας να προκαταλάβει το κλίμα των εξελίξεων στην Αθήνα, μία ημέρα πριν παραχώρησε συνέντευξη σε ελληνική εφημερίδα, στην οποία κατά κύριο λόγο επεχείρησε να αλλάξει το κλίμα σε προσωπικό επίπεδο με τον Έλληνα πρωθυπουργό, αποκαθιστώντας το «persona non grata» των προηγούμενων ετών με το «φίλε Κυριάκο». Πέραν όμως αυτού, υπήρξε πολύ σαφής ως προς τις θέσεις που κομίζει στην Αθήνα στα κρίσιμα ζητήματα που χωρίζουν την Τουρκία με την Ελλάδα, παραδοσιακά, χωρίς να δείχνει σημεία υπαναχώρησης σε κάποια από αυτά. Μεταξύ των άλλων έθιξε και το ζήτημα της ασφάλειας του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, μνημείου της παγκόσμιας κληρονομιάς της ανθρωπότητας σύμφωνα με την UNESCO, που εξαιτίας της μετατροπής του τα τελευταία χρόνια σε χώρο ενεργής λατρείας των μουσουλμάνων αλλά και των σεισμών έχει μπει σε μεγάλες περιπέτειες.

Ο πρόεδρος και η τουρκική διπλωματία στο σημείο αυτό θέλησαν να δώσουν διαβεβαιώσεις ότι δεν κινδυνεύει ούτε υλικά, ως διατηρητέο μνημείο δηλαδή, ούτε πνευματικά, ως ναός λατρείας των χριστιανών. Στο σημείο αυτό η Ελλάδα θα μπορούσε στο εγγύς μέλλον και εφόσον διατηρηθεί το κλίμα ύφεσης στις διμερείς σχέσεις να προχωρήσει σε μια πιο δημιουργική συζήτηση με την Τουρκία. Ουσιαστικά από τον 15ο αιώνα και μετά και σε κάθε ευκαιρία μετά τον 19ο αιώνα, όταν συγκροτήθηκε το νέο ελληνικό κράτος, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας έχει χρησιμοποιηθεί από τους κεμαλικούς και τους ισλαμιστές στη γείτονα ως σύμβολο κατάκτησης του Βυζαντίου. 

Στις νέες εποχές και με δεδομένο ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, που απλώνονται κατά κύριο λόγο στους λαούς και τα έθνη των Σλάβων με τη συμπερίληψη της νέας Ρωσίας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, τους Άραβες στην Ανατολή και την Αφρική, πέραν φυσικά της Ελλάδας και της Κύπρου και μέσω των παροικιών σε ολόκληρο τον κόσμο, ειδικά τη Δύση, έχουν αφήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τους στην Κωνσταντινούπολη δίνεται μια ευκαιρία στην ισλαμική Τουρκία. Να αντιμετωπίσει το ιστορικό Πατριαρχείο με τη μεγάλη βυζαντινή παράδοση και τον συγκεκριμένο ναό με τρόπο ανάλογο της Ιταλίας και της θεσμικής αναγνώρισης που παρέχει η Ρώμη στην Καθολική Εκκλησία. Να αναγνωρίσει δηλαδή ένα ανάλογο «ιερό κράτος» με το Βατικανό και να τιμήσει την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης για τους ορθοδόξους. Με μια τέτοια κίνηση θα αποκαθιστούσε σε σημαντικό βαθμό το διεθνές προφίλ της Τουρκίας, που έχει πληγεί σημαντικά με την πλήρη εναρμόνιση στον «άξονα της Τζιχάντ». Ταυτόχρονα θα ήταν μια σοβαρή θεσμική κίνηση που θα ικανοποιούσε τη Δύση αλλά και την Ανατολή στο πεδίο της ορθόδοξης χριστιανικής Ρωσίας. 

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 7/12