Η Ελλάδα στην παρούσα φάση διέρχεται μια περίοδο ανασυγκρότησης από την περίοδο των μνημονίων.

Αυτή δεν αναφέρεται μόνο στον τομέα των δημόσιων πολιτικών σε κεντρικά θέματα όπως η διεθνής πολιτική, το μέτωπο των σχέσεων με την Τουρκία, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, η απορρόφηση πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία και προγράμματα, οι ξένες επενδύσεις, η διάρθρωση του χρέους και του δανεισμού στο πλαίσιο του δημοσιονομικού πλαισίου του ευρώ, η παράτυπη μετανάστευση. Ακόμη και αυτή η μεγάλη επιτυχία της απόκτησης εκ νέου αξιοπιστίας και επενδυτικής βαθμίδας στις διεθνείς αγορές χρήματος θα πρέπει πέραν της νέας επιχειρηματικότητας να συνάδει με την άνοδο του επιπέδου ευημερίας του μέσου πολίτη.

Την έξοδο με άλλα λόγια της καθημερινότητας στην Ελλάδα από την εποχή όπου με αναγκαστικά μέτρα και πολιτικές των πιστωτών και των φορέων της Ένωσης χάθηκε έτσι ξαφνικά μια μέρα το 25% του ΑΕΠ της χώρας και κατέρρευσε κάθε δεδομένο στους μισθούς, στις συντάξεις, στα εισοδήματα από την αυτοαπασχόληση, την εγχώρια επιχειρηματικότητα. Με άλλα λόγια, εξαιτίας και της αστάθειας ή των διαδοχικών κρίσεων στο διεθνές πεδίο, που βρίσκεται σε μια απροσδιόριστη αναδιάταξη και πολυμέρεια, που σε πολλές περιπτώσεις γεννά πληθωρισμό, είναι απολύτως επείγον να συγκλίνουν τα μέσα εισοδήματα με το κόστος ζωής. Στην παρούσα φάση με συνεπή εφαρμογή αυτών που έχει διακηρύξει ο απολύτως αξιόπιστος πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, τα εισοδήματα βελτιώνονται. Οι κυβερνητικές πολιτικές για την ενίσχυση του βασικού μισθού ακολουθούνται στη βάση του χρονοδιαγράμματος που έχει ανακοινωθεί. Αλλά τα διεθνή δεδομένα φέρουν σε πιο σύντομους χρόνους την αύξηση του κόστους ζωής και των υπηρεσιών στην Ελλάδα εξαιτίας ή με τη δικαιολογία του πληθωρισμού. Ακριβώς εξαιτίας της περιόδου των μνημονιακών «haircuts» στα εισοδήματα αλλά και μιας ανεύθυνης πληθωριστικής και κερδοσκοπικής -πριν από την εποχή των μνημονίων- αύξησης του κόστους των υπηρεσιών από την ιδιωτική αγορά στις τράπεζες, στις επικοινωνίες, στην ενέργεια, καταλήξαμε σε ένα άνισο και δυστοπικό περιβάλλον ευημερίας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τη στρατηγική που έχει χαράξει λειτουργικά ο πρωθυπουργός επιχειρεί το τοπίο αυτό να το εναρμονίσει και να το εκλογικεύσει υπέρ της ευημερίας του μέσου πολίτη, με αφετηρία τους οικονομικά μειονεκτούντες που βρίσκονται σε πιο δυσχερές σημείο από το μέσο επίπεδο. Ένα από τα κύρια ζητήματα για να αυξηθούν τα εισοδήματα ώστε να εξισορροπήσουν σε σχέση με το αυξημένο κόστος ζωής είναι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

Ξεκινώντας από τη φοροδιαφυγή, βλέπουμε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη από την κυβέρνηση, η οποία πρέπει από την κοινωνία των πολιτών να στηριχθεί. Νομοθετεί με ένα παλιό εργαλείο αλλά αμέσου αποτελέσματος, το τεκμαρτό εισόδημα του βασικού μισθού στους ελεύθερους επαγγελματίες που διά «γυμνού οφθαλμού» φοροδιαφεύγουν και στη συνέχεια, εντός του 2024, προγραμματίζει τον περιορισμό των τεκμηρίων διαβίωσης, κατά 30% σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους κατά κύριο λόγο, που επιβαρύνονται δυσανάλογα με τη μέθοδο αυτή. Ένα ακόμη μέτρο γρήγορης εφαρμογής για παράδειγμα από το 2025. Ταυτόχρονα οι δημόσιες υπηρεσίες και τα κλιμάκια της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αποκτούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης που θα επιτρέψουν στο άμεσο μέλλον να εντοπίζεται η φοροδιαφυγή σε ατομικό επίπεδο και όχι με οριζόντια εργαλεία παλαιού τύπου. Είναι μια εύλογη, δίκαιη και ρεαλιστική διαδικασία. Κάπως σαν δικαίωση του παλιότερου συνθήματος «λιγότερα συνθήματα, περισσότερη δουλειά».

Βέβαια κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει συζήτηση και για τη φοροαποφυγή. Και τότε θα υπάρξουν διαμαρτυρίες όπως και τώρα, αλλά τελικά η εύλογη τάξη των πραγμάτων θα επικρατήσει…

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 11/12