Η διεθνής πολιτική στηρίζεται στη στρατηγική. Οι τακτικισµοί και οι «πιρουέτες» στη διπλωµατία συνάδουν περισσότερο µε µια διαχείριση κρίσης, αποτέλεσµα, για παράδειγµα, ενός πολέµου, παρά αποτελούν βάση πολιτικής. Η Ελλάδα είναι µια χώρα που για πολλές δεκαετίες χαρακτηριζόταν από µια σύγχυση ως προς αυτό που ορίζουµε ως διεθνή πολιτική µιας χώρας. Επικεντρωνόταν δηλαδή η στρατηγική της σε έναν «πυρήνα» εθνικών προτεραιοτήτων, όπως για παράδειγµα τα Ελληνοτουρκικά ή το Μακεδονικό ή το Κυπριακό, και εκεί εξαντλείτο η διεθνής πολιτική της.

Πολύ ενδιαφέρουσα «στρέβλωση» µάλιστα ήταν ότι θεωρούσαν οι ηγεσίες της και οι διπλωµατικές της ελίτ ότι θα εξυπηρετούσε τους στόχους της µε συνεχείς και ανιαρές κατά βάση επικλήσεις στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο και µε µια µεθοδολογία «αδράνειας», κάτι σαν την πολιτική του «ώριµου φρούτου». Η Ελλάδα τα τελευταία αρκετά χρόνια άλλαξε στρατηγική και οι ηγεσίες της άρχισαν να εγκύπτουν πάνω στον σχεδιασµό και την υλοποίηση µιας διεθνούς πολιτικής τόσο σε ζητήµατα που προκύπτουν σε µια διαδικασία αναδιάταξης των ζωνών επιρροής και λειτουργίας της παγκοσµιοποίησης, µε τη σύµπραξη περιφερειακών ενοτήτων, πέραν του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., για τη ∆ύση όσο και στον ανταγωνισµό των ΗΠΑ µε την Κίνα. Με τη διαδικασία αυτή, από το γενικότερο, πολυµερές, συµφέρον στο ειδικότερο, το στενά εθνικό, η Ελλάδα κατόρθωσε να βρεθεί σε θέση ισχύος και επιρροής πολύ πιο σηµαντική από τις προηγούµενες δεκαετίες της «αδράνειας» και του «µυωπικού» εγκλωβισµού. Η ελληνική διπλωµατία πήρε συγκεκριµένη θέση στις διεθνείς συνθήκες, που δοκιµάζονται από κρίσεις, πολέµους και συγκρούσεις κεντρικών δυνάµεων του παγκόσµιου power game.

∆εν έκαναν οι κυβερνήσεις της, ειδικά οι τελευταίες της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, µια ρηξικέλευθη επιλογή. Στη ∆ύση ήταν η Ελλάδα και σε αυτήν την ενότητα έµεινε. Αλλά µε πιο σαφώς προσδιορισµένο τρόπο. Παράδειγµα ο πόλεµος στην Ουκρανία. Το ίδιο στην πιο σύνθετη σύγκρουση που προέκυψε στη Γάζα µεταξύ του Ισραήλ -κεντρικού περιφερειακού συµµάχου της Ελλάδας- και του «µετώπου της τζιχάντ». Αφήνοντας τη στρεβλή εφαρµογή µιας θεωρητικά πολυµερούς διπλωµατίας µεταξύ ∆ύσης και Ανατολής, που κατέληγε να εµφανίζει την Ελλάδα τελικά ως έναν «δειλό» σύµµαχο, στην καλύτερη περίπτωση, και «αναξιόπιστο» σύµµαχο, στη χειρότερη, τόσο για τη ∆ύση όσο και για την Ανατολή, άλλαξε επίπεδο διεθνούς διαδραστικότητας και βγήκε πιο ισχυρή ακόµα και από την πολύ πιο µεγάλη γεωγραφικά, πληθυσµιακά και οικονοµικά-εµπορικά Τουρκία.

Η Ελλάδα στην παρούσα φάση, εξοπλισµένη όχι µόνο µε νέα όπλα και µεγαλύτερη αξιοπιστία ως προς τη δηµοσιονοµική της κατάσταση και τη διεθνή της ενάργεια, δηλώνει προς συµµάχους και διεθνείς ανταγωνιστές ότι ακολουθεί µια πολιτική αρχών και δεσµεύσεων στις συµµαχίες της. Είναι στενή σύµµαχος των ΗΠΑ, της Γαλλίας στην Ευρώπη, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, των Ηνωµένων Αραβικών Εµιράτων, της Σαουδικής Αραβίας, µε κλιµακούµενη σύγκλιση µε την Ιορδανία, σε σταθερό συντονισµό µε την Κύπρο στη Μεσόγειο, την Εγγύς Ανατολή και την Αφρική. Χειρίζεται εξάλλου ένα «άνοιγµα» στην Ασία, όχι µόνο στο περιβάλλον των Αράβων του Κόλπου, αλλά και προς την Ινδία, τη Ν. Κορέα και την Ιαπωνία. Βρίσκεται ταυτόχρονα σε ευρωπαϊκή κανονικότητα στη βαλκανική και παρευξείνια συγκρότηση, ως παλιό και αξιόπιστο µέλος της Ενωσης. Ακριβώς επειδή η Ελλάδα έχει επενδύσει την ισχύ της στη διεθνή πολιτική της, πέρα από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, τίθεται ένα ερώτηµα: Πόσο θα αιφνιδιαστεί η στρατηγική της στην περίπτωση που σε έναν χρόνο ο Ντ. Τραµπ βρεθεί και πάλι στον Λευκό Οίκο και στις επόµενες ευρωεκλογές επιβεβαιωθεί η δεξιά στροφή στην Ευρώπη, µε κόµµατα και κινήµατα της εναλλακτικής ∆εξιάς ή της Ακροδεξιάς να αποκτούν κεντρική και εθνική επιρροή;

Η επιστροφή των Ρεπουµπλικανών, ακόµα και µε τον Ντ. Τραµπ στην προεδρία, δεν µπορεί δοµικά να επηρεάσει την ελληνική θέση. Αυτή είναι δοµηµένη στη «στενή σχέση» µε τις ΗΠΑ, είτε µε ∆ηµοκρατικούς είτε µε Ρεπουµπλικανούς. Στην περίπτωση Τραµπ, που µπορεί να σηµατοδοτήσει µια στροφή των ΗΠΑ προς έναν ιδιότυπο «αποµονωτισµό» και πιο σκληρή αντίληψη εθνικών πολιτικών αντί της παγκοσµιοποίησης και του «woke» δικαιωµατισµού, η Ουάσινγκτον στη δική της διεθνή πολιτική θα στηριχθεί στους πλέον «στενούς και αξιόπιστους» συµµάχους της. Η Ελλάδα ανήκει σε αυτούς. Επίσης µαζί µε τον Τραµπ θα επιστρέψει στο Στέιτ Ντιπάρτµεντ η «σχολή Ποµπέο». Μαζί οι «Συµφωνίες του Αβραάµ» και η διαδροµή απέναντι σε αυτήν της Κίνας, που ξεκινά από την Ινδία και φθάνει µέσα από τις συµµαχίες στην Εγγύς Ανατολή και τη Μεσόγειο στην Ελλάδα. Στόχος της Ελλάδας είναι και σήµερα να ενισχυθούν και πάλι η συνεργασία και η σύγκλιση αυτή. Τραµπ και Μητσοτάκης γνωρίζονται.

Η πρωθυπουργία Μητσοτάκη και η αναβάθµιση των σχέσεων µε τις ΗΠΑ, από την εποχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ακόµη και όχι µόνον της κεντροδεξιάς Νέας ∆ηµοκρατίας, εξελίχθηκαν σε µεγάλο βαθµό επί προεδρίας Τραµπ στον Λευκό Οίκο. Φυσικά, ο Τραµπ µπορεί να δώσει µεγαλύτερο χώρο στον «σουλτάνο» Ερντογάν και την Τουρκία να αναπτύξει καλύτερη ισορροπία µε τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν και να «κλείσει» το µέτωπο της Ουκρανίας, αν αυτό παραµένει, αλλά η ανατροπή για την Ελλάδα θα είναι ελεγχόµενη. Ειδικά µε την Τουρκία η κρίσιµη κίνηση έγινε. Πριν από περίπου µία εβδοµάδα. Με την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και τη σχετική διακήρυξη, που δεν ωφελεί µόνον την ύφεση σε διµερές επίπεδο, αλλά καλύπτει τις ανάγκες µιας προσαρµογής στην ελληνική διεθνή πολιτική, στα δεδοµένα του 2017-2020. Αλλωστε, το συµφωνηµένο πρόγραµµα επαφών σε όλα τα επίπεδα µε την Τουρκία εξελίσσεται σε όλο το 2024.

Οσο για τη δεξιά Ευρώπη, έχουµε την κατάλληλη κυβέρνηση. Θα κινηθεί από την πιο «woke» στην πιο αντι-woke συνιστώσα της και θα έχουµε κέρδη στο Μεταναστευτικό, στην εθνικοποίηση της παραγωγής και την αύξηση των κονδυλίων για κοινωνικές πολιτικές αντί των ακροτήτων της Κοµισιόν στο µέτωπο της κλιµατικής αλλαγής.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 16/12