Η Ελλάδα είναι και πάλι μια συντεταγμένη χώρα, στον ευρωπαϊκό πυρήνα, με έναν συστημικό πρωθυπουργό που ξέρει τη διαδρομή για να πετυχαίνει τους απαραίτητους δείκτες που αξιολογούν οι διεθνείς αγορές χρήματος από τη μία και τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια από την άλλη. Το πρόβλημα όμως της Ελλάδας, που ενδεχομένως δεν έχουν ή τουλάχιστον δεν πιέζει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι ότι έχει ζήτημα διαρθρωτικό.

Στην οικονομία της, στην παραγωγική της διαδικασία, στη λειτουργία της κρατικής της δομής, στην κοινωνική της αντίληψη. Επί της ουσίας, θα πρέπει να αναδομήσει τις αναμνήσεις στο συλλογικό υποσυνείδητο για το τι σημαίνει ευκαιρία, ευημερία, στρατηγική δομή. Στα πολύ δύσκολα χρόνια της χρεοκοπίας της, την πιο «σκοτεινή ώρα» για τους Έλληνες, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, της συμπαραστάθηκαν δύο δυνάμεις επί της ουσίας και ένας Ιταλός αριστοκράτης. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία και ο Ντράγκι. Η προεδρία Ομπάμα τότε έστελνε τους υπουργούς Οικονομικών της να διαπραγματευθούν με τη Γερμανία του Σόιμπλε την παραμονή στην Ευρωζώνη και λιγότερο κτηνώδεις συνθήκες μνημονιακής πειθαρχίας για τους Έλληνες. Τα Ηλύσια Πεδία, προεδρία Φρανσουά Ολάντ, είτε στις γκρίζες κουίντες των παρασκηνίων των Συνόδων Κορυφής είτε στο προσκήνιο με δηλώσεις και χειρισμούς κρατούσαν την Ελλάδα ζωντανή στη διαπραγμάτευση.

Ο επικεφαλής της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, βρήκε τον «μίτο της Αριάδνης» για μια συμφωνία βιώσιμης εξόδου από τα μνημόνια για την Ελλάδα, μέσα από την καρτερία, τους υπαινιγμούς, τους ψιθύρους και τις τελικές κινήσεις που τον χαρακτήριζαν. Από κοντά η έχουσα και τη δική της συμβολή στις θετικές εξελίξεις και τις λεπτές διαβουλεύσεις, Κριστίν Λαγκάρντ, ως επικεφαλής του ΔΝΤ. Αλλά αυτή είναι Γαλλίδα… Σε αυτούς χρωστάμε την έξοδο από τα μνημόνια, παραμένοντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πλευράς διεθνών παραγόντων. Όταν εξήλθαμε από το «τούνελ», περίπου στις ίδιες συμμαχίες μείναμε και υπολογίσαμε, κάνοντας ως λαός και ως έθνος και μια σημαντική επιλογή: εκλέξαμε τον κατάλληλο πρωθυπουργό για την πορεία προς την ανασυγκρότηση και τη σταθερότητα. Τον Κ. Μητσοτάκη.

Στα χρόνια που ακολούθησαν πετύχαμε πολλά και θέσαμε προδιαγραφές για περισσότερα. Από failed state και ευρωπαϊκό «ατύχημα» γίναμε κράτος-μέλος πρότυπο, όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και για το ΝΑΤΟ, τη Δυτική Συμμαχία, τις ΗΠΑ, και με Ρεπουμπλικανούς και με Δημοκρατικούς. Φθάνοντας στο σήμερα, σε μια συγκυρία που πολλοί και ισχυροί στον κόσμο ανησυχούν και αποσταθεροποιούνται, εμείς έχουμε να κοιτάξουμε μπροστά. Να αδράξουμε την ευκαιρία και να αναπτυχθούμε, να ισχυροποιηθούμε, να συγκροτήσουμε ισχυρό μοντέλο ανάκαμψης και ευημερίας. Δεν είναι απλό. Πρέπει ταυτόχρονα να διορθώσουμε τα ελαττώματά μας και να βρούμε τον δρόμο της επάρκειας για την επόμενη εποχή, της τεχνητής νοημοσύνης και του τέλους της παγκοσμιοποίησης, με πολέμους και αναταραχές στην ευρύτερη περιοχή μας. Ουσιαστικά να κινηθούμε απέναντι στην Ιστορία.

Άλλοι κινούνται καλύτερα στις περιόδους παγκόσμιας σταθερότητας. Εμείς ως Έλληνες θα πρέπει να κινηθούμε -ταιριάζει και με τη νοοτροπία μας- σε περιόδους αστάθειας και περιδίνησης. Ποια είναι η διαδρομή; Συμμετέχουμε στην Ευρώπη δυναμικά, αλλά ποντάρουμε στην αμερικανική «ευκαιρία». Μεταπολεμικά δεν βρεθήκαμε σε καλύτερη σχέση με τις ΗΠΑ. Δεν έτυχε. Το επιλέξαμε. Η Αμερική για μας δεν είναι ευκαιρία για εξοπλισμούς και ισορροπία με την Τουρκία μόνο. Είναι επιχειρηματικότητα, «ελευθεριότητα», επενδύσεις, τεχνολογίες, αναπτυξιακή δυναμική, προπάντων μεθοδολογία, μεγάλα χρηματιστήρια, κοσμοπολιτισμός. Το κύριο με την Αμερική. Μπορούμε να την παρακολουθήσουμε. Δεν έχει τα «κουτάκια» και τον αποικιοκρατικό ερμητισμό της Ευρώπης.

Μια αμερικανική ζώνη μέσα στον πυρήνα της Ευρώπης η Ελλάδα και πορευόμαστε. Αυτοί που ήταν σύμμαχοι την πιο σκοτεινή ώρα, μπορούν να είναι και τη φωτεινή…

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 2/2