Η Ελλάδα χρειάζεται µια νέα «Μεγάλη Ιδέα» για να κινηθεί προς τα µέσα του 21ου αιώνα µε δυναµική και όραµα. Η «πλατφόρµα» Πισσαρίδη που ακολουθείται σήµερα µπορεί να είναι λειτουργική, αλλά ταυτόχρονα είναι περιορισµένη ως προς το όραµά της. Φυσικά, για να προχωρήσει µια χώρα από τον κύκλο της χρεοκοπίας σε µια στρατηγική περίοδο επανακαθορισµού της ισχύος της και της διεθνούς δυναµικής της, µε αυξητικό αποτύπωµα στην ευηµερία και την ανάπτυξη του ΑΕΠ της, θα πρέπει να έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της στις δοµές της και την εµπιστοσύνη των διεθνών οικονοµικών δυνάµεων σε αυτήν.

Πολύ περισσότερο όταν µιλάµε για την Ελλάδα, που ιστορικά και για δεκαετίες, παρά τη θέση της εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει χάσει την ευκαιρία αναδιάταξης και αναβάθµισής της σε µεσαία ευρωπαϊκή δύναµη, µεταξύ των δυτικών δυνάµεων στην ήπειρο και όχι των προερχόµενων από το µπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισµού» και της σοβιετικής Ρωσίας. Τα εκατοντάδες εκατοµµύρια των ταµείων σύγκλισης, συνοχής και στήριξης από τους κοινοτικούς προϋπολογισµούς πήγαν χαµένα, πλην του τοµέα των υποδοµών, που και αυτές είναι ελλειµµατικές, αφού δεν έχουµε αποκτήσει ακόµη σιδηροδροµικό δίκτυο. Η Ελλάδα πριν από την περίοδο των Μνηµονίων και της διακυβέρνησης Μητσοτάκη χάθηκε µέσα στη διαφθορά, τη µικροπολιτική και τις επιδοτήσεις κοµµατικού καιροσκοπισµού. Αλλά πέραν αυτών οι κυβερνήσεις της έκαναν συνεχή λάθη στρατηγικής.

Στήριξαν τη χώρα αρχικά στην ένταξή της στην ΕΟΚ, χωρίς να κατανοήσουν πώς λειτουργεί η Ευρώπη, συγχέοντας τις επιχορηγήσεις µε χαριστικές διατάξεις και όχι µε δάνεια, που τα λαµβάνεις ως επένδυση προκειµένου να αυξήσεις την παραγωγικότητα και τη συγκρότησή σου, ανεβάζοντας το ΑΕΠ σου, ώστε να έχεις την ευχέρεια στη συνέχεια να εξελιχθείς πέρα από την επένδυση που έγινε σε σένα από την Κοινότητα. Σε µόνιµη βάση επιθυµούσαν να οργανώσουν έναν «συνεταιρισµό» µε την Τουρκία -ο πλήρης παραλογισµός-, θεωρώντας ότι στην περίπτωση που η γειτονική χώρα γινόταν µέλος της Ευρώπης, θα εξελισσόταν µια γεωοικονοµική οντότητα µεταξύ των δυο χωρών, στη βάση κοινών εταιρειών, υπό τον συντονισµό της ηγεµονεύουσας µέχρι πρότινος Γερµανίας, που θα έδινε όγκο και αξία στη «µικρή Ελλάδα».

Αναλώθηκαν εξάλλου για δεκαετίες στη φτωχή και περιπετειώδη Βαλκανική, χαρακτηρίζοντας την Ελλάδα ως «δύναµη σταθερότητας» για τη χερσόνησο του Αίµου και «φλυαρώντας» ακατάσχετα περί «βαλκανικής ενδοχώρας», ή σε συγκυρίες εθνικής αυτοπεποίθησης για «βαλκανική αυλή». Όλα αυτά τα µεγαλόπνοα και καλά κρυµµένα τάχα µυστικά, που σε πολλές περιπτώσεις συνέπιπταν µε σχεδιασµούς εταιρειών και συµφερόντων της διαπλοκής ή σε άλλες εξυπηρετούσαν απλώς ευρύτερους σχεδιασµούς και στρατηγική κυριαρχικών δυνάµεων, συνήθως στην Ευρώπη και σε κάποιες περιπτώσεις τρίτων δυνάµεων εκτός ηπείρου, είχαν ως αποτέλεσµα η Ελλάδα να χαθεί στη µετάφραση. Να απολέσει την ευκαιρία να γιγαντώσει το ΑΕΠ της και να διατάξει µια παραγωγική διαδικασία στον πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα.

Χώρες όπως η Ελλάδα, ακόµα και σε συνθήκες παγκοσµιοποίησης, όπως την τελευταία εικοσαετία, στον σχεδιασµό τους δεν µπορεί να έχουν κάποια άλλη οπτική από την εθνική τους ενίσχυση και συντονισµό µε άλλες δυνάµεις, για την εξυπηρέτηση όµως εθνικών τους προτεραιοτήτων, προκειµένου να σταθούν ισχυρές στο γεωπολιτικό τους περιβάλλον και τις οργανωµένες συµµαχίες ή λέσχες στις οποίες συµµετέχουν. Στην περίπτωσή µας, την Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ. Οι πολιτικοί και οι σύµβουλοι στρατηγικής στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά αυτό πίστεψαν. Αντίθετα, έσπευσαν να διακηρύξουν το «τέλος της ιστορίας», να πιστέψουν στη διάλυση ή την υποβάθµιση των εθνών και τελικά να διαφύγουν των ευθυνών τους έναντι του κράτους και του µέλλοντος, πετυχαίνοντας υπέρογκα χρέη, χαµηλό ΑΕΠ, κοµµατοκρατούµενη και διαπλεκόµενη ευηµερία και τελικά τη χρεοκοπία του συστήµατος στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα.

Στην παρούσα φάση πλέον η Ελλάδα έχει εµπεδώσει διαφορετική διεθνή στρατηγική και αντίληψη. Οι σχέσεις µε ΗΠΑ, η περιφερειακή στόχευση στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Εγγύς Ανατολή και τη Β. Αφρική και τώρα πλέον το «πέρασµα» στην Ινδία, τη βαθιά Ασία και τον Ειρηνικό, σε συνδυασµό πάντα µε την αξιοθέατη πλέον θέση της στην Ευρώπη ή το ΝΑΤΟ, της δίνουν την ευκαιρία της εκτόξευσης µε άλλη δυναµική απ’ ό,τι στο παρελθόν της. Μια νέα «Μεγάλη Ιδέα», που δεν εντάσσεται στον σχεδιασµό Μητσοτάκη µέχρι τώρα, µπορεί να χαρακτηρισθεί εφικτή ως στόχος της επόµενης 20ετίας. Η διατύπωσή της δεν αντανακλάται στην ατζέντα ή στις δεσµεύσεις του πρωθυπουργού, που κινείται βασικά στην «πλατφόρµα» Πισσαρίδη για τη λειτουργική αναδιάταξη της χώρας. Όµως θα έπρεπε να διατυπωθεί στην παρούσα ευνοϊκή συγκυρία διακυβέρνησης ως «υπόσχεση» για το κοινό µέλλον. Ο στόχος του 1 τρισ. ευρώ ΑΕΠ µοιάζει µεγαλεπήβολος στην πρώτη διατύπωση. Οµως µπορεί να λειτουργήσει ως στόχος σε έναν κόσµο που αλλάζει άρδην προδιαγραφές και συσχετισµούς παρόµοιας ευρύτητας µε έναν παγκόσµιο πόλεµο.

Μόνον που, αντί για τον Πισσαρίδη, θα χρειασθούµε τη βάση της θεώρησης -για παράδειγµα- του επιχειρηµατία Ευ. Μυτιληναίου. Αυτού που κατόρθωσε µέσα σε λίγα χρόνια όχι µόνον να διεθνοποιήσει τον επιχειρηµατικό όµιλο, αλλά να εκτοξεύσει την ισχύ και την οικονοµική του ευρωστία. ∆ιαθέτει άλλωστε µια σκέψη, για όσους τον γνωρίζουν, όχι µόνον κλειστά επιχειρηµατική, αλλά µε ευρύτητα στρατηγική. Κατάλληλη για µια νέα «Μεγάλη Ιδέα» για την Ελλάδα.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά