Ολοι µιλούν για κερδισµένους και χαµένους στον ΣΥΡΙΖΑ µετά το Συνέδριο. Αλλά τα γεγονότα είναι αρκετά σαφή. Κερδισµένος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο πρόεδρος Κασσελάκης, καθώς, ενώ του ετέθη αιφνιδιαστικά δύο ώρες πριν από το Συνέδριο ζήτηµα νέων εσωκοµµατικών εκλογών, αµφισβητώντας ουσιαστικά την ηγεσία του ελάχιστους µήνες µετά την επικράτησή του, όλα κατέληξαν στην επανεκλογή του χωρίς εκλογές. Το κύριο θέµα είναι ότι πρόωρες εσωκοµµατικές εκλογές έθεσε επί της ουσίας ο Αλ. Τσίπρας. Ο ιστορικός αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, που τον οδήγησε από κόµµα πολιτικής παρέµβασης της Αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας το 2015.

Ο κ. Τσίπρας, ενώ παραιτήθηκε µετά τα ποσοστά κατάρρευσης του κόµµατος, διατηρούσε την επιρροή του «φυσικού αρχηγού» στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, παρά την εκλογή του διαδόχου του. Ολα αυτά µέχρι την αφετηρία του Συνεδρίου, όπου µε επικοινωνιακή µεγαλοπρέπεια, πολύ ξένη µε την παραδοσιακή Αριστερά, ο κ. Κασσελάκης µίλησε στο Συνέδριο, που τον χειροκροτούσε, «σηκώνοντας το γάντι» της πρόκλησης Τσίπρα. Εξάλλου, την Κυριακή το πρωί, στο κλείσιµο του Συνεδρίου, η εποχή Τσίπρα τέλειωσε µε θόρυβο. Και όχι µόνον η δική του προσωπικά, αλλά και όσων, όπως η σεβαστή Ολγα Γεροβασίλη, παρακολούθησαν ή µάλλον είχαν προεπιλέξει την πρόκληση Τσίπρα εκ µέρους όλων τους για µια ενεργό αµφισβήτηση του νέου αρχηγού και ανακατάληψη της ηγεσίας του κόµµατος.

Στον «µανιχαϊστικό» κόσµο του Στ. Κασσελάκη υπάρχουν δύο πλευρές. Η δική του, η νόµιµη, η λαϊκή, η κοινωνική. Και η άλλη. Αυτή των «υπονοµευτών» ή µήπως των «εχθρών του λαού»; Με αυτόν τον τρόπο µίλησε στο Συνέδριο των µελών, απευθείας στη βάση δηλαδή, και όχι στην αλαζονική νοµενκλατούρα του κόµµατος, στην οποία χρέωσε όχι την ήττα σε κάποιες εκλογές, αλλά την αβελτηρία της να εξελιχθεί και να αναλάβει σηµαίνοντες ρόλους στον κοινό αγώνα για να ηττηθεί η «δεξιά ολιγαρχία», επιλέγοντας έναν πόλεµο χαρακωµάτων και φθοράς εναντίον του, προκειµένου να διατηρήσουν τα προνόµια της έµµεσης αντιπροσώπευσης και ταυτόχρονα κυριαρχίας επί των µελών και του κόµµατος.

Από την «παλιά φρουρά», φυσικά, υπάρχει και η «τρόικα», που έδωσε τη λύση των µη εκλογών ως διέξοδο. Οι κ. Παππάς, Φάµελλος και Γ. Τσίπρας. Αυτών δεν έσβησε το «άστρο», όπως των υπολοίπων της «συνωµοσίας» Αλ. Τσίπρα. Και είναι στο χέρι τους και ανάλογα µε τους χειρισµούς τους η επιρροή που θα έχουν στην Αριστερά του Στ. Κασσελάκη. Θα µείνουν στον κύκλο του προέδρου ως διακεκριµένοι του «παλαιού ΣΥΡΙΖΑ», συµβολίζοντας τη συνέχεια του κόµµατος, ή θα περάσουν µε τις επιλογές τους στο στρατόπεδο των «υπονοµευτών»; Και τελικά πού βρίσκεται η ισχύς του νέου προέδρου; Στην αµεσολάβητη σχέση µε τον λαό και επί του παρόντος µε τη βάση του κόµµατος. Τους απλούς ανθρώπους, που «ιδρώνουν τη φανέλα», για να στηρίξουν το κοινωνικό µέτωπο απέναντι στις ολιγαρχικές ελίτ που ελέγχουν τη διακυβέρνηση.

Ο ίδιος ο πρόεδρος, αν παρακολουθήσουµε τις τοποθετήσεις του στο Συνέδριο και µόνον, είναι µπροστά σε αυτόν τον αγώνα επτά ηµέρες την εβδοµάδα, 24 ώρες το 24ωρο, 365 ηµέρες τον χρόνο. Ποιες είναι οι εγγυήσεις του προς τα µέλη και τον λαό; Οτι «δεν τον κρατάει κανείς», ότι δεν θα τους «προδώσει ποτέ», ότι µαζί θα κινήσουν τη χώρα και θα καθορίσουν την προοπτική. Όπως τώρα µε το ερωτηµατολόγιο, για το οποίο τόσο κατακρίθηκε, όπου έθεσε στρατηγικά ερωτήµατα, όπως αν πρέπει να αλλάξουν το όνοµα του κόµµατος, τα σύµβολα και η φυσιογνωµία του. Και όλα αυτά πριν από το Συνέδριο και όχι έπειτα από αυτό. Η ηγεσία για την Αριστερά Κασσελάκη είναι η συµµετοχή του λαού, των µελών, στη διαµόρφωση των εξελίξεων.

Είναι µια συλλογική ηγεσία και µια συλλογική ευθύνη, µε έναν όµως αρχηγό: τον ίδιο. Η Αριστερά στην οποία οµνύει ο Στέφανος Κασσελάκης φαντάζει κοινωνική, λαϊκή (λαϊκίστικη θα σπεύσουν να τη χαρακτηρίσουν οι συστηµικοί αναλυτές), εθνική (πατριωτική), φορέας άµεσης αντιπροσώπευσης των πολιτών «χωρίς πουκάµισο» (των µη προνοµιούχων στο σύστηµα διακυβέρνησης) και, τελικά, καθόλου άγνωστη. Παραπέµπει στον κοινωνικό ακτιβισµό του καθεστώτος των Περόν στη Λατινική Αµερική (Αργεντινή 1946-1955, 1973-1974). Επιδιώκει, όπως τώρα συµβαίνει µε τη νοµενκλατούρα του κόµµατος, έτσι και µε τη διακυβέρνηση των ελίτ, να φθάσει στην εξουσία περί το 2027, όχι ως εκπρόσωπος του λαού των «αδικηµένων» (ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου), αλλά ως ο µαζικός φορέας του λαού που αναλαµβάνει το κράτος, συναποφασίζοντας µε διαδικασίες άµεσης δηµοκρατίας µε τον κυβερνήτη Κασσελάκη.

Το όλο προγραµµατικό σχέδιο που µπορεί να ξεδιπλωθεί θα είναι διαφορετικό, αλλά όχι ξένο προς την κεντροδεξιά στρατηγική για τη σταθεροποίηση και την αναδιάταξη της χώρας. Αντί όµως για τον αθηνοκεντρισµό, θα µιλήσει και θα «ποντάρει» στην ανάπτυξη της άλλης Ελλάδας, σε µια διαδροµή από την περιφέρεια προς το κέντρο. Άλλωστε, γι’ αυτούς που καταλαβαίνουν, ο Στ. Κασσελάκης δεν είναι εδώ για να «ρίξει» από την εξουσία τον Μητσοτάκη, αλλά για να εξελιχθεί στον πιο ισχυρό ηγέτη για τη διαδοχή του στο «κυβερνείο» του Μαξίµου, όταν αυτός αποχωρήσει…

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά