Βρισκόµαστε σε µια περίοδο που το θέµα της κυβερνητικής ευστάθειας αλλά και το κλίµα ισορροπίας στην κοινωνία θα καθορίσουν την προοπτική της χώρας. Συνήθειες του παρελθόντος µε «επαναστατική γυµναστική» στους δρόµους και τοξικότητα στην κοµµατική αντιπαράθεση, που τις πληρώσαµε στο παρελθόν, δεν βοηθούν και τελικά δηµιουργούν εύλογες ανησυχίες. Οι Έλληνες ψήφισαν µε αποφασιστικότητα και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει όλα τα εχέγγυα να διασφαλίσει τα εθνικά συµφέροντα και να διαχειρισθεί µε επάρκεια τις διαδοχικές διεθνείς κρίσεις. Αλλά έχουµε µπροστά µας τις ευρωπαϊκές εκλογές.

Αυτές αντιµετωπιζόµενες άστοχα ως δηµοσκόπηση µε κάλπη δηµιουργούν αγωνία στα κόµµατα της αντιπολίτευσης. Ειδικά σε κάποια από αυτά, όπως για παράδειγµα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που ενώ βρίσκονται σε αποδόµηση προγραµµατική και στρατηγική αµηχανία επιθυµούν να βρεθούν σε θέση ισχύος για τις διαβουλεύσεις µεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα οι ηγεσίες τους αγωνιούν για την επιβίωσή τους. Την ίδια ώρα, το ΚΚΕ επιθυµεί να προσαρµόσει την αντιπαράθεση µε την κυβέρνηση στις δικές του παραδοσιακές πρακτικές, συσπειρώνοντας δυνάµεις της κοινωνίας µε καθηµερινές διαδηλώσεις. Εκτός αυτών, υφίσταται κοινότητα κοµµάτων στην περιοχή του 10%, όπως δείχνουν οι δηµοσκοπήσεις, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση από τα δεξιά, που µε κάθε τρόπο και µέθοδο επιθυµούν να αποκτήσουν µέσα από την τοξικότητα και την πόλωση εκλογικό πλεονέκτηµα.

Οι ευρωπαϊκές εκλογές δεν µπορούν να λογίζονται ως δηµοσκόπηση µε κάλπη. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες που η Ευρώπη αποσυντονίζεται, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πολιτική πόλωση, τα «µέτωπα» του πολέµου διατηρούν την κλιµάκωσή τους ή πολλαπλασιάζονται και οι οικονοµίες δοκιµάζονται από εξελίξεις όπως τα προβλήµατα ασφαλείας στη διέλευση των εµπορικών πλοίων στη διαδροµή Ερυθρά Θάλασσα - Σουέζ ή η «πράσινη στρατηγική» της Κοµισιόν. Οι ευρωπαϊκές εκλογές αποτελούν ταυτόχρονα ειδικό στοίχηµα για την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί η προηγούµενη θητεία αποτέλεσε στην κυριολεξία βατερλό για την ελληνική αποστολή εν συνόλω. Σκάνδαλα, αστοχίες και απραξία κυριάρχησαν στη θητεία των Ελλήνων ευρωβουλευτών. Οι επερχόµενες ευρωεκλογές θα αναδείξουν τους εκπροσώπους από όλους τους πολιτικούς χώρους που θα συµµετάσχουν στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολιτικές οµάδες και θα πρέπει να συνεργάζονται, αλλά και να ασκούν επιρροή προς το συνολικό συµφέρον της Ελλάδας σε µια κρίσιµη διεθνή συγκυρία. Που σηµαίνει ότι τα κόµµατα θα οφείλουν να κάνουν σοβαρές προτάσεις ως προς τις υποψηφιότητες και οι πολίτες να ψηφίσουν µε συγκρότηση και σοβαρότητα εκπροσώπους.

Στο κλίµα που τείνει να διαµορφωθεί, µε την Αριστερά να πολεµά την κυβέρνηση και τη χώρα από το Ευρωκοινοβούλιο, κάτι τέτοιο δεν δείχνει να προκρίνεται. Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε σύγχυση απέναντι στην αδυναµία τους να αµφισβητήσουν µε όρους πολιτικής και στρατηγικής επάρκειας την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη και καταδυναστεύονται από τον «κανένα» στις δηµοσκοπήσεις. Έτσι, οδηγούνται στις κλασικές συνταγές της ακραίας πόλωσης, µήπως και δηµιουργήσουν συνθήκες συσπείρωσης το καθένα από αυτά για το πρόσκαιρο συµφέρον του. Στο σύνολο όµως αντί να οδηγούµεθα σε διαδροµές ώριµου κοινοβουλευτισµού και ώσµωσης θέσεων, επιστρέφουµε σε «εµφυλιοπολεµικά σύνδροµα», ψευδεπίγραφα µεν, αυτοκαταστροφικά δε.

Έχουµε µια αντιπολίτευση σε απόγνωση, µε ηγεσίες που τελικά εκτιµούν ότι ο µόνος δρόµος που έχουν απέναντι στην κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι να πείσουν τους πολίτες να επιστρέψουν στις «πλατείες» ή να δηµιουργήσουν συνθήκες αταξίας. Φυσικά, η πλειονότητα δεν θα ακολουθήσει τέτοιες διαδροµές και ο πρωθυπουργός λύνοντας προβλήµατα δεν θα εγκλωβιστεί σε τέτοιου τύπου επιδιώξεις. Αλλά σε κάθε περίπτωση η αντιπολίτευση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να πάψει τις ανοησίες περί «κυβέρνησης δολοφόνων», «κρεµάλες», «βιαστών της δηµοκρατίας» και τα συναφή. Η συγκυρία είναι κρίσιµη και η κοινωνική συνοχή προαπαιτούµενο…

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή