Η µεσογειακή πολιτική µας έχασε πλέον τη δυναµική της!
Άρθρο γνώμης
Οι χειρισµοί της Αθήνας στη διαχείριση της πρόσφατης κρίσης στην Κάσο θυµίζουν την πρακτική των Ιµίων
Την ώρα που ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χ. Φιντάν, εξέλισσε την επίσκεψή του και τις επίµονες διπλωµατικές επαφές του στο Κάιρο, η Αθήνα για ακόµη µία φορά εκδήλωνε τη νευρικότητα και την ανησυχία της για τυχόν βελτίωση του κλίµατος στις σχέσεις Τουρκίας - Αιγύπτου.
Έκδηλο αυτό το κλίµα από το διαδικτυακό µήνυµα του σηµερινού υπουργού Αµύνης και πρώην Εξωτερικών κ. ∆ένδια, που υπενθύµισε την προ τετραετίας, επί των ηµερών του, συµφωνία Ελλάδας - Αιγύπτου για τις ΑΟΖ και την οικονοµική συνεργασία. Το µήνυµα από µόνο του δεν είναι λάθος, ούτε µπορεί να λογίζεται ως λάθος. Αλλά ας δούµε τη συγκυρία και τι προηγήθηκε αυτής από την πλευρά της δικής µας εξωτερικής-διεθνούς πολιτικής τα τελευταία χρόνια.
Η συγκυρία χαρακτηρίζεται από κάτι θετικές δηλώσεις από το Κάιρο, όπου συναντήθηκαν οι διπλωµατικές αποστολές Τουρκίας και Αιγύπτου και ανακοίνωσαν τη σύµπτωση των απόψεών τους για µια κατάσταση σχετικής ευταξίας στη Λιβύη ή για τον προγραµµατισµό µιας πρώτης συνεδρίασης Στρατηγικού Συµβουλίου Υψηλού Επιπέδου µεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας. Τι δηλαδή, κάτι σαν αυτά που πανηγυρίζονται στην Αθήνα συχνά πυκνά και εξελίσσονται κάθε τόσο µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ταυτόχρονα ο πονηρός αλλά και εξαιρετικά ικανός Φιντάν κάνει δηλώσεις από το Κάιρο για τον τοµέα ενέργειας, σηµειώνοντας εµφατικά: «Θεωρούµε την Αίγυπτο µακροπρόθεσµο αξιόπιστο εταίρο στον τοµέα της ενέργειας. Είχαµε την ευκαιρία να συζητήσουµε τις δυνατότητές µας σε αυτόν τον τοµέα, ιδίως το υγροποιηµένο φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια».
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται λίγες εβδοµάδες µετά τα γεγονότα στην Κάσο, όταν η Τουρκία µε την παρουσία µέρους του πολεµικού της στόλου στο θαλάσσιο πέρασµα µε την Κάρπαθο κατόρθωσε να ανακόψει τις προγραµµατισµένες αλλά και συµβατικά κατοχυρωµένες ενέργειες προετοιµασίας ιταλικού σκάφους για το καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέσει την Ελλάδα µε την Κύπρο και το Ισραήλ. Μια πολύ κρίσιµη υποδοµή µεταφοράς «πράσινου ηλεκτρισµού» από την Ασία στην Ευρώπη και ανάστροφα. Μια σηµαντική οικονοµική και στρατηγική επένδυση.
Αν µιλήσουµε µε όρους κλασικής εξωτερικής πολιτικής, οι χειρισµοί που ακολουθήθηκαν από την Αθήνα θυµίζουν την πρακτική των Ιµίων. Μια κάθε άλλο παρά επιτυχηµένη και παραγωγική διαχείριση κρίσης. Ουσιαστικά αποχώρησε το ιταλικό πλοίο χωρίς να ολοκληρώσει τη δουλειά του σε αυτήν τη φάση και στη συνέχεια αποχώρησαν τα πολεµικά πλοία της Τουρκίας από τη θαλάσσια περιοχή, που δεν τολµά η Ελλάδα να διασφαλίσει συµβατικά και επιβουλεύεται η Τουρκία µε κινήσεις υπεροψίας. Αν δούµε την υπόθεση µε σύγχρονη γεωπολιτική και γεωοικονοµική οπτική, η Ελλάδα αποδεικνύεται εν τοις πράγµασι µια «δειλή» δύναµη που αδυνατεί να διασφαλίσει τα δυτικά και ευρωπαϊκά συµφέροντα που έχουν επενδυθεί. Εν ολίγοις ποιος κάνει κουµάντο στην ευρύτερη περιοχή διά της ισχύος; Η Τουρκία και µόνον!
Εξάλλου η Ελλάδα µε την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί δείχνει µονοδιάστατα επικεντρωµένη στη διασφάλιση ενός κλίµατος ύφεσης µε την Τουρκία, µε κάθε κόστος σε βάρος των εθνικών της συµφερόντων, έχοντας περιθωριοποιήσει σε µεγάλο βαθµό τις σχέσεις και τη συνεργασία της µε τους µεσόγειους εταίρους της στη βάση της στρατηγικής των «συµφωνιών του Αβραάµ», της συµµαχίας 3+1 και όχι µόνον. Αυτά δεν συµβαίνουν σήµερα αλλά την τελευταία διετία, που έχει µεγάλη διαφορά από την προηγούµενη τριετία και την τότε διεθνή πολιτική της χώρας, παρά το γεγονός ότι έχουµε τον ίδιο πρωθυπουργό και την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μπορεί να φταίει η κλιµάκωση της έντασης στην Ανατολή, αλλά προκύπτει ένα ερώτηµα. Ποιος ή ποιοι εγκλώβισαν ή έσυραν τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη σε αυτήν τη µετάλλαξη της διεθνούς πολιτικής µας και ποιο το «καρότο» που του παρουσίασαν ως «µοναδική ευκαιρία»;
Έκδηλο αυτό το κλίµα από το διαδικτυακό µήνυµα του σηµερινού υπουργού Αµύνης και πρώην Εξωτερικών κ. ∆ένδια, που υπενθύµισε την προ τετραετίας, επί των ηµερών του, συµφωνία Ελλάδας - Αιγύπτου για τις ΑΟΖ και την οικονοµική συνεργασία. Το µήνυµα από µόνο του δεν είναι λάθος, ούτε µπορεί να λογίζεται ως λάθος. Αλλά ας δούµε τη συγκυρία και τι προηγήθηκε αυτής από την πλευρά της δικής µας εξωτερικής-διεθνούς πολιτικής τα τελευταία χρόνια.
Η συγκυρία χαρακτηρίζεται από κάτι θετικές δηλώσεις από το Κάιρο, όπου συναντήθηκαν οι διπλωµατικές αποστολές Τουρκίας και Αιγύπτου και ανακοίνωσαν τη σύµπτωση των απόψεών τους για µια κατάσταση σχετικής ευταξίας στη Λιβύη ή για τον προγραµµατισµό µιας πρώτης συνεδρίασης Στρατηγικού Συµβουλίου Υψηλού Επιπέδου µεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας. Τι δηλαδή, κάτι σαν αυτά που πανηγυρίζονται στην Αθήνα συχνά πυκνά και εξελίσσονται κάθε τόσο µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ταυτόχρονα ο πονηρός αλλά και εξαιρετικά ικανός Φιντάν κάνει δηλώσεις από το Κάιρο για τον τοµέα ενέργειας, σηµειώνοντας εµφατικά: «Θεωρούµε την Αίγυπτο µακροπρόθεσµο αξιόπιστο εταίρο στον τοµέα της ενέργειας. Είχαµε την ευκαιρία να συζητήσουµε τις δυνατότητές µας σε αυτόν τον τοµέα, ιδίως το υγροποιηµένο φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια».
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται λίγες εβδοµάδες µετά τα γεγονότα στην Κάσο, όταν η Τουρκία µε την παρουσία µέρους του πολεµικού της στόλου στο θαλάσσιο πέρασµα µε την Κάρπαθο κατόρθωσε να ανακόψει τις προγραµµατισµένες αλλά και συµβατικά κατοχυρωµένες ενέργειες προετοιµασίας ιταλικού σκάφους για το καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέσει την Ελλάδα µε την Κύπρο και το Ισραήλ. Μια πολύ κρίσιµη υποδοµή µεταφοράς «πράσινου ηλεκτρισµού» από την Ασία στην Ευρώπη και ανάστροφα. Μια σηµαντική οικονοµική και στρατηγική επένδυση.
Αν µιλήσουµε µε όρους κλασικής εξωτερικής πολιτικής, οι χειρισµοί που ακολουθήθηκαν από την Αθήνα θυµίζουν την πρακτική των Ιµίων. Μια κάθε άλλο παρά επιτυχηµένη και παραγωγική διαχείριση κρίσης. Ουσιαστικά αποχώρησε το ιταλικό πλοίο χωρίς να ολοκληρώσει τη δουλειά του σε αυτήν τη φάση και στη συνέχεια αποχώρησαν τα πολεµικά πλοία της Τουρκίας από τη θαλάσσια περιοχή, που δεν τολµά η Ελλάδα να διασφαλίσει συµβατικά και επιβουλεύεται η Τουρκία µε κινήσεις υπεροψίας. Αν δούµε την υπόθεση µε σύγχρονη γεωπολιτική και γεωοικονοµική οπτική, η Ελλάδα αποδεικνύεται εν τοις πράγµασι µια «δειλή» δύναµη που αδυνατεί να διασφαλίσει τα δυτικά και ευρωπαϊκά συµφέροντα που έχουν επενδυθεί. Εν ολίγοις ποιος κάνει κουµάντο στην ευρύτερη περιοχή διά της ισχύος; Η Τουρκία και µόνον!
Εξάλλου η Ελλάδα µε την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί δείχνει µονοδιάστατα επικεντρωµένη στη διασφάλιση ενός κλίµατος ύφεσης µε την Τουρκία, µε κάθε κόστος σε βάρος των εθνικών της συµφερόντων, έχοντας περιθωριοποιήσει σε µεγάλο βαθµό τις σχέσεις και τη συνεργασία της µε τους µεσόγειους εταίρους της στη βάση της στρατηγικής των «συµφωνιών του Αβραάµ», της συµµαχίας 3+1 και όχι µόνον. Αυτά δεν συµβαίνουν σήµερα αλλά την τελευταία διετία, που έχει µεγάλη διαφορά από την προηγούµενη τριετία και την τότε διεθνή πολιτική της χώρας, παρά το γεγονός ότι έχουµε τον ίδιο πρωθυπουργό και την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μπορεί να φταίει η κλιµάκωση της έντασης στην Ανατολή, αλλά προκύπτει ένα ερώτηµα. Ποιος ή ποιοι εγκλώβισαν ή έσυραν τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη σε αυτήν τη µετάλλαξη της διεθνούς πολιτικής µας και ποιο το «καρότο» που του παρουσίασαν ως «µοναδική ευκαιρία»;
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»