Σύνδροµο αστακοµακαρονάδας και διακοπές για τους Έλληνες
Άρθρο γνώμης
Η χώρα µας επιχειρεί την αναδόµησή της, ο λαός όµως και φυσικά η ηγεσία του δεν δείχνουν να έχουν διαφύγει από το παρελθόν τους
Η Ελλάδα είναι µια ακριβή χώρα. Όχι µόνον για τους Έλληνες αλλά και για τους ξένους που θέλουν να την επισκεφθούν. Πολύ περισσότερο το καλοκαίρι, και ειδικά στα νησιά. Όχι όλα τα νησιά, αλλά εκείνα που έχουν πολυδιαφηµιστεί και ικανοποιούν ως προορισµοί τα συµπλέγµατα κατωτερότητας και µαταιοδοξίας που καταδιώκουν για δεκαετίες µεταπολεµικά τους ίδιους τους Έλληνες.
Η Ελλάδα κανονικά είναι ένα φυσικό σύµπλεγµα για να ζήσεις τουριστικά, σαν τεχνολογικός «νοµάς» ή και µόνιµα, απολαµβάνοντας και τις τέσσερις εποχές σε διαφορετικούς προορισµούς. Ουσιαστικά η Ελλάδα αποτελεί έναν «κήπο της Εδέµ» στη Μεσόγειο και τη νότια Ευρώπη, µε τους χειρότερους διαχειριστές και ιδιοκτήτες: τους Έλληνες.
Το πρόβληµα που έχουµε στις τελευταίες δεκαετίες, που οι πόλεµοι, η πείνα, οι διωγµοί, η προσφυγιά, η πρωτογενής καχεξία στην παραγωγή και τις υποδοµές δεν αποτελούν µέρος του εφιάλτη µας, όπως στις παλαιότερες γενιές, είναι ότι στην πλειοψηφία µας, στη συντριπτική πλειοψηφία, κάτι σαν µαζική κουλτούρα, είµαστε απολύτως αµόρφωτοι και συµπλεγµατικοί. Αµόρφωτοι, γιατί στην Ελλάδα πέραν του καταναλωτισµού δεν υπάρχει κουλτούρα. Συµπλεγµατικοί, γιατί µας κατατρέχουν τα σύνδροµα της µαταιοδοξίας, της επίδειξης, του άκριτου µοντερνισµού και προπάντων της απαξίας του βάθους του ίδιου του πολιτισµού του οποίου είµαστε θεµατοφύλακες και κληρονόµοι.
Στην παρούσα φάση, και δικαιολογηµένα, γίνεται µια ευρεία συζήτηση για το κατά πόσον µπορούµε να πάµε διακοπές, πόσο αυτές κοστίζουν, την ακρίβεια που σκιάζει τα πάντα και ειδικά τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, αφού το καρτέλ της ακτοπλοΐας στη χώρα µας αποφάσισε να κερδοσκοπήσει χωρίς όρια και δεν βρέθηκε κάποιος να ανασχέσει αυτή τη διάθεση. Είναι µια εύλογη εκ πρώτης όψεως συζήτηση, που µάλιστα σε µια χώρα που την ανάπτυξη του ΑΕΠ της το βασίζει στην τουρισµό, όπως και την ευηµερία τοπικών κοινωνιών και διευρυµένων επαγγελµατικών και κοινωνικών οµάδων, αποκτά πρωταρχική σηµασία. Όµως οι παρούσες συνθήκες, αντί για µιζέρια, θα πρέπει να µας οδηγήσουν και σε άλλες σκέψεις.
Να θυµηθούµε ότι προ εικοσαετίας, οι τότε προβεβληµένοι του lifestyle και των επιχειρήσεων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία «αρπακτικά»-αυτοδηµιούργητοι που µε διάφορους έκνοµους ή και νοµότυπους τρόπους είχαν δηµιουργήσει ιδιωτικές περιουσίες, µέσω διαπλοκής και διαφθοράς, είχαν ένα και µόνο παράπονο που προέβαλλαν: Γιατί ήταν τόσο φτηνές οι ξαπλώστρες στις παραλίες αλλά και εφικτή η πρόσβαση σε «hot» προορισµούς, ώστε να προκύπτει µαζική είσοδος από την κοινωνική «πλέµπα», που ενοχλούσε τον νεότευκτο ελιτισµό τους. Ήταν η εποχή όπου το σύνδροµο της αστακοµακαρανόδας και η trash επίδειξη πλούτου κυριάρχησε ως µόνη αξία έναντι όλων.
Η Ελλάδα των κερδοσκόπων ξάπλωσε τη µαταιότητα και την κενότητά της στις παραλίες, ενώ ταυτόχρονα η µαταιότητα των κάµπων και των αγροτεµαχίων ξόδευε τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και γλέντια στα ξενυχτάδικα. Ήταν τότε που η Ελλάδα γέµισε µε βίλες και σκάφη πολυτελείας. Υστέρα ήρθε η χρεοκοπία και η καταστροφή, από την οποία διέφυγαν λίγοι και ως επί το πλείστον από αυτούς που δεν ήταν στην τάξη των «αρπακτικών» και των «τσιφλικάδων».
Οι µύθοι γκρέµισαν, µαζί µε τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές, και τις αυτοκρατορίες της µαταιοδοξίας. Σήµερα η Ελλάδα επιχειρεί την αναδόµησή της. ∆εν δείχνει όµως να έχει διαφύγει ο λαός της, και φυσικά η ηγεσία της, από το σύνδροµο της αστακοµακαρανάδας. ∆εν έφθασε καν στο σηµείο να αναλογισθεί ότι η αστακοµακαρανόδα και η πεσκανδρίτσα ήταν το φαγητό των πολυµελών οικογενειών των φτωχών ψαράδων, για να γεµίσουν το στοµάχι τους.
Ακόµη και σε αυτό οι Νεοέλληνες σελέµπριτι έκλεψαν τη γεύση και ισχυρίστηκαν ότι την ανακάλυψαν…
Η Ελλάδα κανονικά είναι ένα φυσικό σύµπλεγµα για να ζήσεις τουριστικά, σαν τεχνολογικός «νοµάς» ή και µόνιµα, απολαµβάνοντας και τις τέσσερις εποχές σε διαφορετικούς προορισµούς. Ουσιαστικά η Ελλάδα αποτελεί έναν «κήπο της Εδέµ» στη Μεσόγειο και τη νότια Ευρώπη, µε τους χειρότερους διαχειριστές και ιδιοκτήτες: τους Έλληνες.
Το πρόβληµα που έχουµε στις τελευταίες δεκαετίες, που οι πόλεµοι, η πείνα, οι διωγµοί, η προσφυγιά, η πρωτογενής καχεξία στην παραγωγή και τις υποδοµές δεν αποτελούν µέρος του εφιάλτη µας, όπως στις παλαιότερες γενιές, είναι ότι στην πλειοψηφία µας, στη συντριπτική πλειοψηφία, κάτι σαν µαζική κουλτούρα, είµαστε απολύτως αµόρφωτοι και συµπλεγµατικοί. Αµόρφωτοι, γιατί στην Ελλάδα πέραν του καταναλωτισµού δεν υπάρχει κουλτούρα. Συµπλεγµατικοί, γιατί µας κατατρέχουν τα σύνδροµα της µαταιοδοξίας, της επίδειξης, του άκριτου µοντερνισµού και προπάντων της απαξίας του βάθους του ίδιου του πολιτισµού του οποίου είµαστε θεµατοφύλακες και κληρονόµοι.
Στην παρούσα φάση, και δικαιολογηµένα, γίνεται µια ευρεία συζήτηση για το κατά πόσον µπορούµε να πάµε διακοπές, πόσο αυτές κοστίζουν, την ακρίβεια που σκιάζει τα πάντα και ειδικά τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, αφού το καρτέλ της ακτοπλοΐας στη χώρα µας αποφάσισε να κερδοσκοπήσει χωρίς όρια και δεν βρέθηκε κάποιος να ανασχέσει αυτή τη διάθεση. Είναι µια εύλογη εκ πρώτης όψεως συζήτηση, που µάλιστα σε µια χώρα που την ανάπτυξη του ΑΕΠ της το βασίζει στην τουρισµό, όπως και την ευηµερία τοπικών κοινωνιών και διευρυµένων επαγγελµατικών και κοινωνικών οµάδων, αποκτά πρωταρχική σηµασία. Όµως οι παρούσες συνθήκες, αντί για µιζέρια, θα πρέπει να µας οδηγήσουν και σε άλλες σκέψεις.
Να θυµηθούµε ότι προ εικοσαετίας, οι τότε προβεβληµένοι του lifestyle και των επιχειρήσεων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία «αρπακτικά»-αυτοδηµιούργητοι που µε διάφορους έκνοµους ή και νοµότυπους τρόπους είχαν δηµιουργήσει ιδιωτικές περιουσίες, µέσω διαπλοκής και διαφθοράς, είχαν ένα και µόνο παράπονο που προέβαλλαν: Γιατί ήταν τόσο φτηνές οι ξαπλώστρες στις παραλίες αλλά και εφικτή η πρόσβαση σε «hot» προορισµούς, ώστε να προκύπτει µαζική είσοδος από την κοινωνική «πλέµπα», που ενοχλούσε τον νεότευκτο ελιτισµό τους. Ήταν η εποχή όπου το σύνδροµο της αστακοµακαρανόδας και η trash επίδειξη πλούτου κυριάρχησε ως µόνη αξία έναντι όλων.
Η Ελλάδα των κερδοσκόπων ξάπλωσε τη µαταιότητα και την κενότητά της στις παραλίες, ενώ ταυτόχρονα η µαταιότητα των κάµπων και των αγροτεµαχίων ξόδευε τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και γλέντια στα ξενυχτάδικα. Ήταν τότε που η Ελλάδα γέµισε µε βίλες και σκάφη πολυτελείας. Υστέρα ήρθε η χρεοκοπία και η καταστροφή, από την οποία διέφυγαν λίγοι και ως επί το πλείστον από αυτούς που δεν ήταν στην τάξη των «αρπακτικών» και των «τσιφλικάδων».
Οι µύθοι γκρέµισαν, µαζί µε τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές, και τις αυτοκρατορίες της µαταιοδοξίας. Σήµερα η Ελλάδα επιχειρεί την αναδόµησή της. ∆εν δείχνει όµως να έχει διαφύγει ο λαός της, και φυσικά η ηγεσία της, από το σύνδροµο της αστακοµακαρανάδας. ∆εν έφθασε καν στο σηµείο να αναλογισθεί ότι η αστακοµακαρανόδα και η πεσκανδρίτσα ήταν το φαγητό των πολυµελών οικογενειών των φτωχών ψαράδων, για να γεµίσουν το στοµάχι τους.
Ακόµη και σε αυτό οι Νεοέλληνες σελέµπριτι έκλεψαν τη γεύση και ισχυρίστηκαν ότι την ανακάλυψαν…
*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»