Η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία δεν στερείται ηγεσίας στη διακυβέρνηση. Και µάλιστα σταθερής και µε διάρκεια. Απολύτως ισχυρής κοινοβουλευτικά. Πρόσφατα νοµιµοποιηµένης, µε εχέγγυα αποτελεσµατικότητας σε δύσκολες συνθήκες κρίσεων διεθνών και περιφερειακών, µε διακηρυγµένους στόχους για το 2027, που λήγει η ευθύνη αρµοδιότητάς της. Η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία, πέραν από τη σταθερότητα διακυβέρνησης, δεν στερείται πολιτικής ηγεσίας, αφού ο πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, έχει αναδειχθεί κυβερνήτης, αναλαµβάνοντας συνολικές ευθύνες από την πλευρά του πολιτικού συστήµατος, λόγω του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, που στην παρούσα συνθήκη για τη ∆ύση και τον κόσµο πείθει ότι και µπορεί και θέλει.

Η παρουσία Μητσοτάκη εξάλλου στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας έρχεται να καλύψει κενά και αρρυθµίες στο σύνολο του πολιτικού συστήµατος, µε την πλήρη απορρύθµιση της αντιπολίτευσης, που διάγει µακρά περίοδο παρακµής και κοµµατικής εσωστρέφειας, αναζήτησης επόµενης ηµέρας, αλλά και στα κενά ηγεσίας που προκύπτουν στη νοµοθετική, δικαστική και κοινωνική πραγµατικότητα. Είναι γνωστό και κοινώς αποδεκτό ότι η πολιτική ηγεσία, στις σύγχρονες ειδικά δηµοκρατίες του πλουραλισµού των µίντια και των κοινωνικών δικτύων, δεν µπορεί να λειτουργήσει αφ’ εαυτής και ολοκληρωτικά, συµπαρασύροντας µια ολόκληρη κοινωνία σε παρακµή σε µια διαφορετική, πιο αναβαθµισµένη πραγµατικότητα. Στην Ελλάδα όχι µόνον σήµερα, αλλά παραδοσιακά έχουν ισχυρή, µη αναστρέψιµη ούτε καν συζητήσιµη, γνώµη για το τι δεν πάει καλά όλοι, αλλά υπάρχει πλήρης απουσία προτάσεων µε στρατηγικό ορίζοντα για το τι πρέπει να γίνει. Πολύ περισσότερο για το τι υπολείπεται να γίνει. Η µηδενιστική, ισοπεδωτική κριτική για την πραγµατικότητα και τα επιτεύγµατα µιας διακυβέρνησης είναι µια σταθερή παράµετρος που καλλιεργεί την απαισιοδοξία, την απαξία κάθε δράσης σε επίπεδο κράτους και τελικά επιβεβαιώνει ως «αυτοεκπληρούµενη προφητεία» την παρακµή.

Ας πάρουµε, για παράδειγµα, την τελευταία πυρκαγιά στην Αττική. Πριν από πέντε χρόνια δεν υπήρχε οργάνωση δοµών και επιχειρησιακών κέντρων Πολιτικής Προστασίας στη χώρα µας. Ακόµη και σε επίπεδο πολιτικής ή διοικητικής ηγεσίας, η Πολιτική Προστασία µοιραζόταν µεταξύ των υπουργείων Προστασίας του Πολίτη, όπου ήταν ενταγµένη η Πυροσβεστική ως σώµα ασφαλείας, στο Εσωτερικών, λόγω των οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που εµπλέκονται στις δράσεις αυτές, στο Αγροτικής Ανάπτυξης, λόγω της ∆ασικής Υπηρεσίας, και κατά καιρούς στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Καµία σχέση δηλαδή µε το σήµερα, που όλα, δοµικά, επιχειρησιακά, αλλά και από πλευράς µέσων, υποδοµών και διαδικασιών, έχουν αναβαθµιστεί θεαµατικά.

Φυσικά µεγάλες και απολύτως καταστροφικές πυρκαγιές συνεχίζουν να εξελίσσονται. Η σχετική, δραµατική πάντα, συζήτηση, αφού γίνεται στη βάση καταστροφών, θα πρέπει να γίνεται στο τι έχει επιτευχθεί και τι πρέπει να γίνει. Επειδή η κριτική στην Ελλάδα είναι πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις άναρχη και µηδενιστική ξεκινά από το ότι δεν έχει γίνει τίποτα. Βρισκόµαστε δηλαδή στο µηδέν και ακόµη χειρότερα, αφού προβλέπεται και µια επωδός του τύπου «κάθε χθες και καλύτερα».

Αυτό επιφέρει απαισιοδοξία και απόγνωση. Εξυπηρετεί όµως κοµµατικές σκοπιµότητες της εκάστοτε αντιπολίτευσης για αποδόµηση προσώπων και δοµών που θα έπρεπε κανονικά να αναδεικνύεται η σηµασία τους και το έργο τους, για να προχωράµε µπροστά ως Ελλάδα. Αλλά στη χώρα µας, ακριβώς επειδή δεν συνηθίζεται µια στρατηγική συζήτηση, το πολύ να γίνει µια συζήτηση µέχρι το χρονικό όριο των επόµενων εκλογών, όλα εξετάζονται ευκαιριακά, πρόχειρα, µε στόχο τις εντυπώσεις και την απαξία του αντιπάλου. Είµαστε, και περηφανευόµαστε για αυτό, η χώρα της ατάκας και της µαγκιάς και όχι του σχεδιασµού. Ο κυβερνήτης µας, κ. Μητσοτάκης, δεν είναι αυτής της οπτικής και της αντίληψης. Μιλά για σχεδιασµό. Τι πετύχαµε και τι πρέπει να κάνουµε στη συνέχεια.

Ας τον ακούσουµε. Κανείς δεν έχασε από τη σοβαρότητα..

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 19/8