Η κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών υιοθέτησαν μια απολύτως λανθασμένη στρατηγική στον ΟΗΕ για το θέμα της Ιερουσαλήμ. Στο ψήφισμα το οποίο προώθησε η Τουρκία, η Τυνησία και η Υεμένη, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του Αμερικανού προέδρου Τραμπ για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, ψήφισαν υπέρ. Η Ελλάδα δηλαδή με την ψήφο της εναντιώθηκε στα συμφέροντα και τις πολιτικές των δύο κύριων συμμάχων της στη διεθνή πολιτική. Των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Η ψηφοφορία θα πρέπει να θεωρηθεί κρίσιμη για την άποψη που συγκροτεί η Ουάσιγκτον ως προς το ποιοι είναι οι σύμμαχοί της και ποιοι όχι. Άλλωστε, επί του προκειμένου υπήρξε σαφής, δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών, με τις τοποθετήσεις της η Αμερικανίδα πρέσβης στον ΟΗΕ Νίκι Χέλεν.

Η Ελλάδα θα μπορούσε και αυτό θα ήταν το πλέον θεμιτό για τα εθνικά της συμφέροντα να ψηφίσει «ναι» στην επιλογή των ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ. Όπως έπραξαν επτά μόλις χώρες από τις 193 του ΟΗΕ. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν διακριτή ως προς τις θέσεις και τη συνέπειά της τόσο προς το Ισραήλ όσο και προς τις ΗΠΑ. Θα μπορούσε να ζητήσει και αυτή τη συνέχεια της συνδρομής των δύο δυνάμεων σε δύσκολα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος. Αλλά το κυριότερο, σε μια περίεργη στιγμή της ιστορίας, θα είχε θωρακίσει τη σχέση της με το Ισραήλ, διμερώς αλλά και σε σχέση με την Τουρκία, ενώ θα είχε δείξει προς τους Αμερικανούς ότι η Ελλάδα είναι μια σημαντική σύμμαχος ακόμη και σε σχέση με κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και την Τουρκία.

Αν το κυβερνητικό επιτελείο βρέθηκε σε μια στιγμή αμηχανίας και δισταγμού για το τι στάση θα έπρεπε να διατηρήσει, θα μπορούσε να επιλέξει την αποχή. Έτσι έπραξαν 35 μέλη του ΟΗΕ. Μεταξύ αυτών η Πολωνία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, ο Καναδάς, η Αυστραλία. Ούτε αυτό έκανε, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έντιμος συμβιβασμός». Προτίμησε να παρακολουθήσει λογικές του 1970-1980 και να δείξει προς φίλους και εχθρούς ότι η Ελλάδα δεν αξίζει εμπιστοσύνης και θετικών προσδοκιών. «Μικρή και ανέντιμος» στη σκιά της Τουρκίας. Ευτελής και μοιραία.