Χθες πραγματοποιήθηκε μια σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου. Σε αυτήν ο υπουργός Εξωτερικών ενημέρωσε και συνεννοήθηκε με τον ηγετικό πυρήνα της κυβέρνησης, μεταξύ των συμμετεχόντων και ο επικεφαλής του συγκυβερνώντος κόμματος κ. Καμμένος. Δηλώσεις ή διαρροές μετά τη σύσκεψη δίνουν μια ατμόσφαιρα για το πώς θα κινηθεί η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις για την οριστική ονομασία του κρατιδίου της FYROM. Ουσιαστικά για το εάν και με ποιον τρόπο θα «κλείσει» η ματωμένη και κακοσχεδιασμένη από τον δυτικό παράγοντα βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που άρχισε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Είναι ήδη φανερό ότι η υπεραισιοδοξία που καλλιεργήθηκε από την Αθήνα προς τις ΗΠΑ, αλλά και άλλους, ως προς τις προϋποθέσεις εύκολης σχετικά συμφωνίας με τα Σκόπια για την ονομασία και την ένταξη στο ΝΑΤΟ μέχρι τον Ιούλιο υπήρξε εσφαλμένα ρομαντική. Η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες προσώπων και ομάδων στην κυβέρνηση και ειδικά στην αντιπολίτευση δεν επιτρέπουν μια ιδιαίτερα στιβαρή και ασφαλή προσέγγιση στο όλο θέμα.

Η Ελλάδα -και αυτό είναι το κρίσιμο- σπαταλά σε μια πολύ σύνθετη διεθνοπολιτικά περίοδο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο. Αλλά και κύρος, που θα της είναι απαραίτητο για πιο σοβαρά ζητήματα. Όπως αυτά με την Τουρκία, την «πενταμερή» στη Μεσόγειο και στην Ανατολή, τις συμμαχίες που χρειάζεται για να εκμεταλλευτεί τις ενεργειακές και γεωπολιτικές δυνατότητές της. Σημειωτέον ότι βρισκόμαστε στο τέλος της εθνομηδενιστικής παγκοσμιοποίησης.

Το Σκοπιανό είναι ένα χρόνιο πλέον ζήτημα στην «εθνική ατζέντα». Από τη στιγμή που η Ελλάδα επιλέγει στρατηγικά τη σταθερότητα συνόρων στη Βαλκανική, η ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ θα πρέπει να επιτευχθεί. Όχι όμως με έκπτωση στη διαπραγματευτική θέση που θα εκληφθεί ως μήνυμα ενδοτισμού. Στις συζητήσεις που ξεκινούν στις 19 Ιανουαρίου στη Νέα Υόρκη η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει την απλή μέθοδο των τριών.

Να θέσει δηλαδή στο τραπέζι από την πλευρά της τρία ονόματα. Το ένα από αυτά μπορεί να είναι το «Νέα Μακεδονία». Μπορεί και όχι. Πάντως η συζήτηση θα πρέπει να είναι αυστηρή ως προς τις εθνοτικές ταυτότητες και το «erga omnes» και όχι μόνο για το όνομα.