Η στρατηγική του κατευνασμού της Τουρκίας για περισσότερο από μισό αιώνα αποτέλεσε το μοναδικό δόγμα αποτροπής που αποφάσισαν , υπηρέτησαν και ανέδειξαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις και τα ηγετικά κλιμάκια των διπλωματών , στρατιωτικών και θεωρητικών της εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής στη χώρα μας, μεταπολεμικά.

Η στρατηγική του κατευνασμού και η υστερία του «μη πολέμου με κάθε θυσία» υπήρξε πράγματι και εκ του αποτελέσματος μια πλήρως αποτυχημένη στρατηγική. Ο Ελληνισμός σε Ελλάδα, Κύπρο και την Κωσταντινούπολη έχασε μέρος της κυριαρχίας και των περιουσιών του.

Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση σχεδόν αφανίσθηκε . Η Ελλάδα ουσιαστικά έχει πολεμήσει για τελευταία φορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η τελευταία νίκη της είναι επί των Ιταλικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Ηπείρου. Το εθνικό έδαφος επεκτάθηκε για τελευταία φορά με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στον κεντρικό εθνικό κορμό το 1948 αποτέλεσμα των επιτυχών επιλογών στρατηγικής του καθεστώτος Μεταξά , που ενέταξε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών του πολέμου και όχι των μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Η διακυβέρνηση Μεταξά -αξίζει να σημειωθεί- είναι ενσωματωμένη στις κυβερνήσεις του μεσοπολέμου και έχει ευθεία σύνδεση ως προς τους στόχους και την λογική της με την περίοδο διακυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου , κύριος στρατιωτικός επιτελάρχης του οποίου υπήρξε ο Μεταξάς, αλλά και της βασιλείας του Γεωργίου Α΄.

Το αστικό καθεστώς

Πολλοί μιλούν σήμερα για αστικό καθεστώς και επιχειρούν γύρω από μια τέτοια οπτική να δομήσουν ιδεολογία. Προφανώς αυταπατώνται. Αστικό καθεστώς διέθετε η Ελλάδα την κρίσιμη περίοδο από το 1900 μέχρι το 1940.Όταν δηλαδή οι άνθρωποι και η ανώτερη πνευματικά , υλιστικά και «ταξικά» συλλογικότητα των Ελλαδιτών υπηρέτησε και αφιερώθηκε στο έθνος και την πραγμάτωση μιας «μεγάλης ιδέας»- την δεύτερη μετά την εθνική ,λαϊκή, απελευθερωτική επανάσταση απέναντι στους Οθωμανούς- τόσο με τον πόλεμο όσο και με την ειρήνη. Φυσικά και τότε ,όπως συμβαίνει σε κάθε «εμπόλεμο έθνος» , υπήρξαν νίκες και ήττες. Αλλά βλέποντας την ιστορία με «κρύα ματιά» οι επιτυχίες επεκράτησαν των δραμάτων.
Μεταπολεμικά η Ελλάδα αυτοακυρώθηκε ως «εμπόλεμο έθνος» και επιζήτησαν οι ελίτ που προέκυψαν να επικαθορισθούν από διεθνείς πολυεθνικές δομές της Δύσης, διακηρύσσοντας σε όλες τις περιπτώσεις και σε εμπόλεμες συνθήκες αλλά και σε συνθήκες ειρηνικής αναδιοργάνωσης της Ευρώπης και των εθνών το μόνον δόγμα που τελικά υπηρέτησαν: «της μικρής και ανέντιμης Ελλάδος». Μικρής όχι μόνον γιατί συρρικνούται συνεχώς εδαφικά , αλλά και πληθυσμιακά ,πολιτιστικά, πνευματικά, γλωσσικά, κοινωνικά , κοσμοπολιτικά. Ανέντιμης γιατί δεν κατόρθωσε σε καμία μεταπολεμική συγκυρία να πείσει τους συμμάχους αλλά και τους αντιπάλους της ότι είναι μια συγκεντρωμένη, αποφασιστική, εκσυγχρονιστική, αριστοκρατική λόγω της καταγωγής και της παράδοσης της, εθνική οντότητα.

Ο μετα-πόλεμος

Από την δεκαετία του 1950 οι ελίτ της χώρας μιλούσαν για μια ένταξη στην Ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα και την Ατλαντική στρατιωτική συμμαχία , που θα ήταν αρκετή να πετύχει την μέγιστη αποτροπή έναντι της Τουρκίας και όσων άλλων επιβουλεύονται το έδαφος και την ταυτότητα των Ελλήνων. Δια του ετεροκαθορισμού δηλαδή θέλησαν να πετύχουν την μέγιστη αποτροπή. Το δόγμα αυτό στρατηγικής ασφάλειας του έθνους προφανώς υπήρξε ατυχές, γιατί σε άλλη περίπτωση δεν θα βρισκόμασταν στο σημερινό αίσχιστο σημείο «πλεμποποίησης» και διαφθοράς της συλλογικότητας μας . Πλέον δεν είμεθα περίγελος των Τούρκων , αλλά ακόμη και αυτών των ανύπαρκτων Σκοπιανών , των υπηρετών των εταιρειών του Σόρος και του Τουρκικού «μεγαλοιδεατισμού» , που στις πλατείες όλου του κόσμου καίνε τις σημαίες μας , φωνάζοντας ότι δεν υπάρχουν Έλληνες αλλά είμαστε Τούρκοι.

Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι η Ελλάδα καθοδηγούμενη και ποδηγετούμενη από τις «ελίτ των ευτελών» που θεοποίησαν τον κατευνασμό έχει ηττηθεί μέσα από διαδοχικές περιόδους σε δύο πολέμους. Στον Ψυχρό Πόλεμο των στρατιωτικών υπερδυνάμεων και στον οικονομικό πόλεμο της παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε. Το ενδιαφέρον είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα είχε ταχθεί με την πλευρά των νικητών . Με την Δύση στην πρώτη περίπτωση και στον πυρήνα της Ευρωπαικής Ένωσης στην δεύτερη . Και όμως ο Ελληνισμός ηττήθηκε , χωρίς να πολεμήσει και στις δύο περιπτώσεις. Στον Ψυχρό Πόλεμο αφανίσθηκε ο Ελληνισμός της Κωσταντινούπολης και κατελήφθη από την Τουρκία ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου. Στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης (από το 1990 μέχρι την εκλογή Τράμπ στις ΗΠΑ και το Brexit στην Ευρώπη) απώλεσε ένα μέρος δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την οντότητα και αυτοδιαχείριση του Ελλαδικού κράτους , που δομικά χρεοκόπησε και διοικείται πλέον την τελευταία οκταετία από τις γραφειοκρατίες της Κομισιόν , της ΕΚΤ , του ΔΝΤ ενώ επηρεάζεται άμεσα από την στρατιωτική γραφειοκρατία του ΝΑΤΟ.

Το έθνος –εταιρεία

Ουσιαστικά δηλαδή η Ελλάδα ετεροκαθορίζεται στον απόλυτο βαθμό και μάλιστα όχι από άλλα έθνη ή αυτοκρατορίες αλλά από πολυμερείς γραφειοκρατίες τυπικά «ανεύθυνων». Η κατάσταση αυτή δεν προέκυψε τυχαία, αλλά υπήρξε επιλογή των Ελλαδικών ελίτ του μετα-πολέμου που προέκριναν την αυτοταπείνωση του εθνικού κράτους των Ελλήνων και το αντιμετώπισαν με ευτέλεια και απόλυτο αμοραλισμό. Χαρακτήρισαν το έθνος ως εταιρεία και αντιμετώπισαν το κράτος ως «κατεχόμενη Γή» την οποία λεηλάτησαν . Τους Έλληνες ως εν δυνάμει «κατώτερη φυλή», «χρήσιμους ηλίθιους» και τελικά «πρόθυμους δουλοπάροικους». Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν λογική αν στην δεσπόζουσα αντίληψη των ελίτ δεν κυριαρχούσε η θεώρηση για το τέλος των εθνών και για την εκποίηση των κρατών προς όφελος της παγκοσμιοποίησης και μιας «θολής» παραδοχής ενός ευρωπαϊκού έθνους και μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας , στη βάση της διαμόρφωσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ταυτόχρονα σειρά ελληνικών κυβερνήσεων την τελευταία εικοσαετία θεώρησαν την Ελληνοτουρκική προσέγγιση και «φιλία» , σε μια υπό διαμόρφωση αίσθηση «χαλαρής συνομοσπονδίας» συμφερόντων στο πλαίσιο της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ , ως μια σπουδαία λύση για τον κύριο εθνοτικό ανταγωνισμό στην περιοχή. Η λάθος αυτή προσέγγιση συνοδευόταν με μια ακόμη πιο στρεβλή αντίληψη , απέναντι στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία η Τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο θα λυνόταν ιστορικά με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Ένα φυσικό, λογικό και πρακτικό παράλογο δηλαδή τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Τουρκία. Η προοπτική αυτή για την κατεστημένη ελίτ στην Ελλάδα αποτελούσε την κορύφωση μιας κατά την γνώμη τους απολύτως επιτυχούς στρατηγικής του κατευνασμού , που ακολούθησαν για δεκαετίες.

Η ώρα της κατάρρευσης

Τα πάντα ανετράπησαν μέσα στα τελευταία χρόνια . Η παγκοσμιοποίηση στη βάση της οικονομίας των ζωνών και ενός καρτέλ πολυεθνικών καταρρέει. Η γεωπολιτική επιστρέφει. Τα έθνη ως οντότητες ισχυροποιούνται . Οι αυτοκρατορίες στη βάση της γεωπολιτικής αναδεικνύονται εκ νέου . Οι στρατηγοί στέλνουν για μια ακόμη φορά τους τραπεζίτες στα γραφεία τους κοντά στα θησαυροφυλάκια . Η Τουρκία του Ερντογάν αναζητά ως μεθοδολογία επιβίωσης την επιστροφή στην Οθωμανική αυτοκρατορία και προωθεί την ακραία πόλωση σε Ανατολή και Δύση και φυσικά απέναντι στην Ελλάδα . Η Ευρώπη δεν μπορεί να δει κάποια οργανική σχέση με την Τουρκία . Το ΝΑΤΟ αμήχανο προσπαθεί να διατηρήσει συσχετισμούς ανάμεσα στα «θερμά μέτωπα» των μελών του .

Το μεταπολεμικό δόγμα του κατευνασμού με κάθε κόστος της Τουρκίας, σε βάρος της συμφερόντων και της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας , ως κύρια στρατηγική αποτροπής φθάνει και αυτό στο τέλος του. Το θεμελιώδες λάθος στις παραδοχές του συγκεκριμένου δόγματος καθίσταται φανερό. Οι συνεχείς παραχωρήσεις αποθράσυναν την Τουρκία αντί να την καθησυχάσουν. Ευνόητο είναι ότι στην παρούσα πλέον φάση το μεταπολεμικό κατεστημένο στην χάραξη και την άσκηση της στρατηγικής ασφαλείας της Ελλάδας έχει πλέον απολέσει τα αντανακλαστικά και την ετοιμότητα να εκφράσει και να προωθήσει μια νέα πολιτική αποτροπής για τους κίνδυνους που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι θέμα χρόνου και διαδοχικών εξελίξεων το κατεστημένο αυτό να περιθωριοποιηθεί και να καταρρεύσει κατά την διάρκεια της επόμενης τριετίας. Και το ζήτημα δεν ακουμπά μόνον πολιτικούς, αλλά όλες τις κατηγορίες των ελίτ που εμπνεύσθηκαν και ενεθάρρυναν το ‘failed state” του τελευταίου μισού αιώνα .