ΑΕΙ και πραγματική Οικονομία
Τώρα που το εκλογικό αποτέλεσμα και η αλλαγή στην διακυβέρνηση επέτρεψαν στην Ελλάδα να επιστρέψει σε μία κανονικότητα που είχε διαταραχθεί από αριστερές ιδεοληψίες,εμμονές, αγκυλώσεις και, βεβαίως, ερασιτεχνισμούς, πρέπει σταδιακά μεν αλλά οπωσδήποτε να πραγματοποιηθούν κάποιες αλλαγές και προσαρμογές στα ισχύοντα σε άλλες προηγμένες χώρες. Ασφαλώς και πρέπει να αξιολογηθεί θετικά ο συμβολισμός ότι η πρώτη επίσκεψη του νέουπρωθυπουργού έγινε στο υπουργείο Παιδείας. Σε ένα δηλαδή υπουργείο που εκπροσωπεί έναν τομέα όπου χρήζει ριζικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών καθώς, από διαχρονικούς πειραματισμούς έχει δεινοπαθήσει χωρίς να έχει την ανάπτυξη, ως τομέας των συχνών αλλαγών που συντελούνταν, στους κόλπους του. Η άμεση λ.χ. κατάργηση του ασύλου και της αδιανόητης έννοιας του, στην οποία προχωράει η κυβέρνηση είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κανονικότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Όμως η νέα κυβέρνηση και η αρμόδια υπουργός είναι βέβαιο ότι συμφωνούν στο εξής: Ότι η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα του δυτικού κόσμου στην οποία εδώ και χρόνια, κυρίως εξ αιτίας ιδεολογικών αγκυλώσεων, έχει αποκομμένα τα Πανεπιστήμιά της από την πραγματική Οικονομία. Δηλαδή η γνώση που εξασφαλίζεται από τα ελληνικά ΑΕΙ δεν είναι σε αμεση σχέση με την χρησιμότητα που οι επιχειρήσεις έχουν κάθε λόγο να απαιτούν από τους αποφοίτους που θέλουν να προσλάβουν.
Δεν είναι άκαιρη ούτε τυχαία παλαιότερη επισήμανση του ΣΕΒ ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση, απομακρύνεται από την πραγματική Οικονομία αντί να προάγει την συνεργασία τους. Όταν μάλιστα οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγική δραστηριότητα.
Αυτο το κενό το έχει επισημάνει πριν απο χρόνια σε μελέτη του και ο ΙΟΒΕ αποκαλύπτοντας, με στοιχεία, την αδυναμία ελληνικών επιχειρήσεων να βρούν προσωπικό με την αναγκαία γνώση ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς. Εκτός βεβαίως και αν η ελληνική Πολιτεία είναι πεπεισμένη ότι η κοσμοαντίληψη της ελληνικής κοινωνίας –την οποία και ενστερνίζεται και η ίδια- είναι ότι οι Ελληνόπαιδες σπεύδουν να σπουδάσουν για να έχουν ένα πτυχίο απλώς και όχι για να ανοίγουν, με τις αναγκαίες γνώσεις, την πόρτα προς την αγορά εργασίας.
Ούτε τυχαίο είναι προφανώς ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παρατηρείται μία μεγαλύτερη απορρόφηση από τον ιδιωτικό τομέα νέων, αποφοίτων Κολλεγίων που είναι συνδεδεμένα με Πανεπιστημια του εξωτερικού, παρά από ΑΕΙ!
Είναι σημαντικό ότι την απόσταση μεταξύ ελληνικών ΑΕΙ και πραγματικής οικονομίας- που δεν παρατηρείται σε καμμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα ως προς την σύνδεση του γνωστικού αντικειμένου και του ερευνητικου΄έργου των Πανεπιστημίων τους με την αγορά εργασίας- προβλέπει να καλύψει το σχεδιο της ΝΔ για την Παιδεία. Προβλεπεται συγκεκριμένα η απρόσκοπτη συνεργασία των Ιδρυμάτων με την επιχειρηματικότητα και την αγορά εργασίας
Προ ετών, η Μεγάλη Βρεταννία που έχει μετατρέψει την Εκπαίδευση και κυρίως την Ανώτατη, σε προσοδοφόρα βιομηχανία, προχώρησε σε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των γνώσεων και των δεξιοτήτων, τις οποίες απαιτούν τόσο η αγορά όσο και οι προσεχείς εργοδότες αυτών που θα κληθούν να ακολουθήσουν συγκεκριμένο επάγγελμα.
Στις συγκροτημένες χώρες, αντιμετωπίζεται η Παιδεία ως εθνικό ζήτημα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οικονομικής πολιτικής, και όχι ως πρόβλημα με λύσεις εκ των ενόντων που είνια γι’αυτόν τον λόγο βραχύβιες.
Όμως η νέα κυβέρνηση και η αρμόδια υπουργός είναι βέβαιο ότι συμφωνούν στο εξής: Ότι η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα του δυτικού κόσμου στην οποία εδώ και χρόνια, κυρίως εξ αιτίας ιδεολογικών αγκυλώσεων, έχει αποκομμένα τα Πανεπιστήμιά της από την πραγματική Οικονομία. Δηλαδή η γνώση που εξασφαλίζεται από τα ελληνικά ΑΕΙ δεν είναι σε αμεση σχέση με την χρησιμότητα που οι επιχειρήσεις έχουν κάθε λόγο να απαιτούν από τους αποφοίτους που θέλουν να προσλάβουν.
Δεν είναι άκαιρη ούτε τυχαία παλαιότερη επισήμανση του ΣΕΒ ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση, απομακρύνεται από την πραγματική Οικονομία αντί να προάγει την συνεργασία τους. Όταν μάλιστα οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγική δραστηριότητα.
Αυτο το κενό το έχει επισημάνει πριν απο χρόνια σε μελέτη του και ο ΙΟΒΕ αποκαλύπτοντας, με στοιχεία, την αδυναμία ελληνικών επιχειρήσεων να βρούν προσωπικό με την αναγκαία γνώση ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς. Εκτός βεβαίως και αν η ελληνική Πολιτεία είναι πεπεισμένη ότι η κοσμοαντίληψη της ελληνικής κοινωνίας –την οποία και ενστερνίζεται και η ίδια- είναι ότι οι Ελληνόπαιδες σπεύδουν να σπουδάσουν για να έχουν ένα πτυχίο απλώς και όχι για να ανοίγουν, με τις αναγκαίες γνώσεις, την πόρτα προς την αγορά εργασίας.
Ούτε τυχαίο είναι προφανώς ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παρατηρείται μία μεγαλύτερη απορρόφηση από τον ιδιωτικό τομέα νέων, αποφοίτων Κολλεγίων που είναι συνδεδεμένα με Πανεπιστημια του εξωτερικού, παρά από ΑΕΙ!
Είναι σημαντικό ότι την απόσταση μεταξύ ελληνικών ΑΕΙ και πραγματικής οικονομίας- που δεν παρατηρείται σε καμμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα ως προς την σύνδεση του γνωστικού αντικειμένου και του ερευνητικου΄έργου των Πανεπιστημίων τους με την αγορά εργασίας- προβλέπει να καλύψει το σχεδιο της ΝΔ για την Παιδεία. Προβλεπεται συγκεκριμένα η απρόσκοπτη συνεργασία των Ιδρυμάτων με την επιχειρηματικότητα και την αγορά εργασίας
Προ ετών, η Μεγάλη Βρεταννία που έχει μετατρέψει την Εκπαίδευση και κυρίως την Ανώτατη, σε προσοδοφόρα βιομηχανία, προχώρησε σε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των γνώσεων και των δεξιοτήτων, τις οποίες απαιτούν τόσο η αγορά όσο και οι προσεχείς εργοδότες αυτών που θα κληθούν να ακολουθήσουν συγκεκριμένο επάγγελμα.
Στις συγκροτημένες χώρες, αντιμετωπίζεται η Παιδεία ως εθνικό ζήτημα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οικονομικής πολιτικής, και όχι ως πρόβλημα με λύσεις εκ των ενόντων που είνια γι’αυτόν τον λόγο βραχύβιες.