Στο χθεσινό σημείωμα από αυτήν εδώ τη σελίδα ο γράφων επεσήμαινε τη σημασία της κάλπης για τις ευρωεκλογές. Σημασία που είχε και έχει να κάνει με την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να επιχειρήσει να ερμηνεύσει ένα αποτέλεσμα που δεν θα ικανοποιούσε το κυβερνών κόμμα ως απώλεια της διακυβερνητικής του νομιμοποίησης από τον λαό! Ασφαλώς παράλογο. Από την άλλη πλευρά επιβεβαιώθηκε ότι, όπως προβλεπόταν, η αποχή από τις χθεσινές εκλογές ήταν μεγάλη.

Τα επιχειρήματα υπέρ της προσέλευσης αρκετά και θεμελιωμένα. Από την άλλη πλευρά, και οι απέχοντες συνειδητά έχουν τη δική τους επιχειρηματολογία, που ευσταθεί και που αποτελεί, υπό ευρεία έννοια, δημοκρατικό δικαίωμα. Η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία δείχνει ασφαλώς μία υπευθυνότητα. Από την άλλη όμως η αποχή από τη διαδικασία αυτή αποτελεί εκλογική και πολιτική επιλογή και γι’ αυτό άλλωστε στον υπόλοιπο δημοκρατικό κόσμο δεν ήταν υποχρεωτική η ψήφος, όταν ήταν υποχρεωτική στη χώρα μας. Είναι δε επιλογή λ.χ. στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος είναι δυσαρεστημένος με το κόμμα που έχει ψηφίσει στο παρελθόν αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θέλει να το καταψηφίσει. Είναι ακόμη επιλογή στις περιπτώσεις εκείνες που ο ψηφοφόρος δεν βρίσκει της αρεσκείας του κανένα από τα κόμματα που μετέχουν στην εκλογική αναμέτρηση. Και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για ένα σεβαστό δικαίωμα, διαφορετικά ποια σημασία θα είχε η αναγκαστική ταλαιπωρία του διαφωνούντος για τους παραπάνω λόγους; Τελικά από πείσμα να πήγαινε στο εκλογικό κέντρο και να κατέστρεφε το ψηφοδέλτιο που θα επέλεγε προκειμένου να θεωρηθεί άκυρο; Υπάρχει βεβαίως και το επιχείρημα ότι, αν μεν πρόκειται για εθνικές εκλογές, αυτός που αναδεικνύεται τελικώς είναι η επιλογή των ολίγων, έστω και αν σε σχέση με τους άλλους αντιπάλους έχει πλειοψηφήσει. Ή ότι, προκειμένου περί των ευρωεκλογών, και πάλι το κόμμα που εξασφαλίζει τις περισσότερες έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο τις έχει εξασφαλίσει από το μικρότερο δυνατόν εκλογικό σώμα.

Μπορεί να έχουν λογική τα επιχειρήματα αυτά, εν τούτοις δεν ακυρώνουν τη βασική αρχή της δημοκρατικής διαδικασίας, που λέει ότι ο ψηφοφόρος ελεύθερα πρέπει να αποφασίζει τι θα επιλέξει. Και όπως προαναφέρθηκε και η αποχή είναι μία επιλογή. Αν λάβουμε υπ’ όψιν τα παραπάνω και δεχτούμε ότι και η αποχή είναι μία επιλογή, περισσότερο διαστρεβλωτική ενός αποτελέσματος είναι η καθιέρωση από την Αριστερά, για λόγους συγκεκριμένης σκοπιμότητας, που όλοι είχαν αντιληφθεί εκείνη την εποχή, του δικαιώματος να ψηφίζουν οι δεκαεπτάρηδες, των οποίων η γνώση και η ωριμότητα για τον καταλληλότερο να κυβερνήσει είναι δικαιολογημένα αμφισβητήσιμες. Και τα παραδείγματα συμπεριφοράς των περισσότερων αυτών νέων ή και ελαφρώς μεγαλυτέρων σε ηλικία επιβεβαιώνουν τους λόγους για την αμφισβήτηση της πολιτικής τους ωριμότητας.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»