Η επίσκεψη του προέδρου Σι στη Μόσχα -όπως σημειώναμε στο άρθρο της Τετάρτης- επιβεβαίωσε τη σύμπλευση Κίνας - Ρωσίας.

Πολλοί αναλυτές στη Δύση εκτιμούν ότι στην πραγματικότητα η «Αρκούδα» ουσιαστικά έχει παραδοθεί στον «Δράκο». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως χωρίς την Κίνα, η Ρωσία πολύ δύσκολα θα κατάφερνε να αντέξει τις δυτικές κυρώσεις. Αυτή, ωστόσο, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι και η Κίνα έχει ανάγκη τη Ρωσία. Ναι μεν στο Πεκίνο δεν θέλουν η κρίση στις σχέσεις Δύσης - Ρωσίας να κάνει μετάσταση και στις σχέσεις Δύσης - Κίνας, ναι μεν δεν θέλουν να αποκλεισθούν από τις δυτικές αγορές, αλλά έχουν συνείδηση πως εάν γονατίσει η Ρωσία, οι ίδιοι θα είναι ο επόμενος στόχος.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, οι Ρώσοι πολεμούν στην Ουκρανία και για την εθνική ασφάλεια της Κίνας. Και είναι ακριβώς η ευρύτερη στρατηγική διάσταση που τους ωθεί να συσφίγγουν τις σχέσεις τους με τη Μόσχα παρά τις δυτικές απειλές. Η Κίνα έχει πρόσθετους λόγους που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες προστατεύονται από δύο ωκεανούς, η Κίνα είναι σχεδόν περικυκλωμένη από τη θάλασσα. Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν, Φιλιππίνες και η αλυσίδα των αμερικανικών βάσεων συγκροτούν έναν κλοιό στο θαλάσσιο μέτωπο. Εκτός από τους εθνικούς λόγους για τους οποίους οι Κινέζοι διεκδικούν την Ταϊβάν, είναι και το γεγονός ότι εάν την ενσωμάτωναν θα επέκτειναν πολύ την παρουσία τους στον Ειρηνικό, δημιουργώντας ρήγμα στον σημερινό κλοιό που υφίστανται στην παράκτια ζώνη τους. Η Κίνα είναι συγκριτικά τρωτή, επειδή δεν διαθέτει δικές της πηγές ενέργειας και δικές της πρώτες ύλες ζωτικές για τη βιομηχανία της. Όλα αυτά εισάγονται μέσω των θαλάσσιων οδών, τις οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό ελέγχει, λόγω και της γεωγραφίας στην περιοχή, ο αμερικανικός στόλος. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση σύγκρουσης, ο αναπόφευκτος αποκλεισμός της θα είχε τεράστιο κόστος για την Κίνα.

Η μόνη εναλλακτική οδός για την τροφοδοσία της είναι ο ηπειρωτικός δρόμος στην Ευρασία, ο οποίος εξαρτάται από τη Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο το κινεζικό σχέδιο BRI, ή «Νέος Δρόμος του Μεταξιού», το οποίο περιλαμβάνει γιγαντιαίες επενδύσεις σε υποδομές, αλλά και παροχή δανείων με σκοπό την ανάπτυξη νέων χερσαίων εμπορικών δρόμων προς τη Δύση μέσω της Κεντρικής Ασίας. Ένας πρόσθετος λόγος που η Κίνα έχει ανάγκη τη Μόσχα είναι ότι σταδιακά ανοίγει ο «Αρκτικός Δρόμος» από την Κίνα στην Ευρώπη, τον οποίο ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό η Ρωσία. Ας σημειωθεί ότι ο «Αρκτικός Δρόμος» από Κίνα σε Ευρώπη διαρκεί τον μισό χρόνο σε σύγκριση με τον δρόμο μέσω Σουέζ.

Η άτυπη συμμαχία Μόσχας - Πεκίνου στηρίζεται όχι μόνο στη συμπληρωματικότητα των δύο οικονομιών, αλλά και στο κοινό γεωπολιτικό συμφέρον. Περιττό να υπογραμμίσουμε ότι θέτει τη βάση για τη συγκρότηση μίας υπερ-υπερδύναμης (στρατιωτικά, οικονομικά, άρα και πολιτικά), η οποία και αναπόφευκτα θα κυριαρχήσει στην Ευρασία. Ας σημειωθεί ότι, αν και η Κίνα έχει ενισχυθεί στο στρατιωτικό επίπεδο, παραμένει ποιοτικά κατώτερη στο επίπεδο των πυρηνικών. Εμμέσως, λοιπόν, έχει ανάγκη το ισχυρό ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο για να εξισορροπήσει δυνάμει το αμερικανικό.

Ο πρόεδρος Τραμπ είχε υιοθετήσει διαφορετικό δόγμα. Σωστά εκτιμούσε ότι η Ρωσία δεν έχει ούτε τις οικονομικές δυνατότητες ούτε τον δημογραφικό όγκο για να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ. Αυτό που διεκδικούσε και δεν της δόθηκε από τη Δύση ήταν να γίνει σεβαστός ο ρόλος της ως μεγάλης δύναμης και να σταματήσει η αμερικανική στρατηγική γεωπολιτικού στριμώγματός της με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, ειδικά στην Ουκρανία. Όπως είναι γνωστό, η στρατηγική σύμπραξης με τη Ρωσία για την απομόνωση της Κίνας τορπιλίστηκε από το αμερικανικό βαθύ κράτος. Το κατεστημένο που διαμορφώνει την αμερικανική πολιτική εθνικής ασφαλείας (ιδίως οι Δημοκρατικοί) παραμένει εγκλωβισμένο στον αντιρωσισμό. Με αντικειμενικούς όρους, η στρατηγική Τραμπ είχε πιθανότητες να επιτύχει. Κι αυτό, επειδή -όπως έχουμε προαναφέρει- δεν είναι μόνο οι Αμερικανοί που φοβούνται την Κίνα. Είναι και η Ρωσία, η οποία νιώθει την κινεζική πίεση στα αραιοκατοικημένα νοτιοανατολικά σύνορά της. Ο φόβος της «Αρκούδας» για τον «Δράκο» δυνητικά θα μπορούσε να την οδηγήσει σε συνεργασία με τη Δύση για την ανάσχεση της Κίνας. Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε την εγκαθίδρυση σχέσεων εμπιστοσύνης. Αντ’ αυτού, είχαμε παρόξυνση του νεοψυχροπολεμικού κλίματος, γεγονός που εξώθησε τη Μόσχα προς το Πεκίνο.

Ενδιαφέρουσα είναι η έρευνα για τις διαθέσεις των Ρώσων και των Κινέζων για τις σχέσεις των κρατών τους και τις προοπτικές που υπάρχουν για μεγαλύτερο συντονισμό απέναντι στην αμερικανική πίεση (δημοσκόπηση «Κοινή Γνώμη για την Κίνα και τη Ρωσία-2021», που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2022). Οι θετικές γνώμες είναι σχεδόν καθολικές, ιδιαίτερα δε από την πλευρά των Κινέζων. Έτσι, πάνω από το 91% των ερωτηθέντων από τη Ρωσία και περισσότερο από το 98% των ερωτηθέντων από την Κίνα εξέφρασαν εμπιστοσύνη και προσδοκίες για την περαιτέρω εμβάθυνση των διμερών σχέσεων. Την ίδια στιγμή, το 72,6% των ερωτηθέντων Ρώσων και το 87% των Κινέζων συμφώνησαν ότι η Κίνα και η Ρωσική Ομοσπονδία πρέπει να ενισχύσουν περαιτέρω τη συνολική στρατηγική τους συνεργασία.

Οι ερωτηθέντες από τις δύο χώρες συμφώνησαν ότι η Ρωσία και η Κίνα είναι σε θέση να προωθήσουν από κοινού την πολυπολικότητα του διεθνούς συστήματος. Έτσι, το 83,3% των Ρώσων και το 95,9% των Κινέζων συμφώνησαν ότι «η συνεργασία Κίνας - Ρωσίας μπορεί από κοινού να προωθήσει την ειρήνη και την ευημερία σε όλο τον κόσμο». Όσον αφορά το γεγονός ότι ορισμένες δυτικές χώρες παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και της Ρωσίας, το 90% των Ρώσων και το 95% των Κινέζων συμφώνησαν ότι η Κίνα και η Ρωσία πρέπει να ενισχύσουν τη συνεργασία τους για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Κυριακής