Και οι κρίνοντες κρίνονται, δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης θέλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο να γράψει τον επίλογο της αντιπαράθεσης που ξεκίνησε με τους δικαστικούς. Κατ' αρχήν ποιος μπορεί να διαφωνήσει με το αυτονόητο; Όλοι κρινόμαστε, όλοι έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε και προφανώς όλα κρίνονται.

Ως εκ τούτου έχει δίκιο ο κ. Κοντονής, όμως αν και όταν βρει τον χρόνο, καλό είναι να ρίξει μια ματιά στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, μήπως ερμηνεύσει τη ρήση «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε». Γενικά, κι αυτό δεν αφορά μόνο τον υπουργό, οι κρίνοντες θεωρούν ότι είναι ειδήμονες, γι' αυτό και στις περισσότερες των περιπτώσεων μέσα από την κριτική που ασκούν, αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας τους. Στην προκειμένη περίπτωση οι δικαστές δεν είναι υπεράνω του νόμου, αλλά και ο υπουργός δεν είναι ο νόμος. Η χρησιμοποίηση εκφράσεων που αγγίζουν τα όρια του ακραίου, η έλλειψη συγκροτημένης αντιπρότασης ώστε να υπάρξει γόνιμος διάλογος, σε συνδυασμό με τη δημιουργία εντυπώσεων, σκιαγραφούν την εικόνα ενός δογματικού υπουργού. Δεν έχω το ψυχογράφημα του ανθρώπου, ώστε να διαγνωστεί ο βαθμός δογματικότητας του κ. Κοντονή, αλλά αυτό δείχνει.

Η αντίδρασή του στη σοβαρή καταγγελία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, για «ωμή παρέμβαση στη δικαιοσύνη» από την κυβέρνηση, δείχνει ότι ο υπουργός έχει υπερβεί τα όρια της «δικαιοδοσίας» που του παρέχει ο θεσμικός του ρόλος. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Γιατί ακόμα και αν είναι «αναιτιολόγητη» η επίθεση στο πρόσωπό του, όπως είπε, εκ μέρους του κ. Σακελλαρίου, οφείλει να θυμηθεί ο κ. Κοντονής μια σειρά κραυγαλέων περιπτώσεων όπου αναιτιολογήτως ο ίδιος και ορισμένοι υπουργοί παρενέβησαν σε αποφάσεις της δικαιοσύνης.

Επιπροσθέτως οφείλει να αναρωτηθεί για ποιον λόγο ο πρόεδρος του ΣτΕ -ο οποίος κάθε άλλο παρά «αντικυβερνητικός» μπορεί να θεωρηθεί- έφτασε στο σημείο να αντιπαρατίθεται δημοσίως μαζί του. Και ο λόγος δεν είναι το «πόθεν έσχες» των δικαστών, αλλά ο προκλητικός τρόπος με τον οποίον επιχείρησε να εκθέσει τους δικαστές λέγοντας ότι «η καθυστέρηση ενός κρίσιμου βουλεύματος δοκίμασε τις αντοχές της δικαιοσύνης».

Πρώτον, δεν είναι αυτή η δουλειά του και δεύτερον, αν ήθελε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις, να φρόντιζε να ενισχύσει το έργο των δικαστών και όχι να τους πυροβολεί.