Τρεις χώρες προβλέπεται ότι θα σηµειώσουν τη µεγαλύτερη οικονοµική επιτυχία µέσα στα επόµενα δέκα χρόνια. Η µία θα είναι σίγουρα η Νότια Κορέα και προοπτικές άνθησης παρουσιάζουν το Βιετνάµ και το Μεξικό. Η Ινδία θα µπορούσε κάλλιστα να είχε την πρώτη θέση, αλλά ο διχασµός στην πολιτική της σκηνή την έχει θέσει εκτός µάχης προς το παρόν. Η Νότια Κορέα είναι µια προηγµένη οικονοµία, ενώ το Βιετνάµ είναι αυτό που η Παγκόσµια Τράπεζα αποκαλεί οικονοµία χαµηλού µεσαίου εισοδήµατος, όπως η Ινδία ή το Μπανγκλαντές. Το Μεξικό, µια χώρα υψηλού µεσαίου εισοδήµατος, όπως η Κολοµβία, η Μποτσουάνα ή η Ινδονησία, είναι κάπου ανάµεσα στις δύο.

Η Νότια Κορέα είναι η πιο σίγουρη επιλογή από τις τρεις. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, κατά τα τελευταία χρόνια της προεδρίας του Παρκ Τζονγκ-χούι, η οικονοµία της άρχισε να παίρνει τα πάνω της, για να ακολουθήσει µια περίοδος ανάπτυξης δύο δεκαετιών, πριν προσκρούσει στο εµπόδιο της οικονοµικής κρίσης της Ανατολικής Ασίας του 1997.

Οι πλούσιες χώρες έχουν µικρότερο αναπτυξιακό δυναµικό από τις φτωχότερες. Αλλά µεταξύ των πλούσιων χωρών, οι προοπτικές της Νότιας Κορέας ξεχωρίζουν – κυρίως λόγω της επένδυσής της σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Με 3.319 αιτήσεις διπλωµάτων ευρεσιτεχνίας ανά εκατοµµύριο πληθυσµού το 2019, η Νότια Κορέα προηγείται κατά πολύ σε σχέση µε άλλες χώρες. ∆εύτερη έρχεται η Ιαπωνία µε 1.943 αιτήσεις, ενώ η Κίνα και οι Ηνωµένες Πολιτείες είχαν µόλις 890 και 869 αντίστοιχα.

Τον Απρίλιο του 2019, η Νότια Κορέα έγινε η πρώτη χώρα που ξεκίνησε µια εθνική εκστρατεία 5G και οι εταιρείες της σκοπεύουν να έχουν κατακτήσει το 15% του µεριδίου της παγκόσµιας αγοράς 5G έως το 2026. Επιπλέον, η Νότια Κορέα έχει προχωρήσει αρκετά στην επίλυση µιας σηµαντικής αποτυχίας της αγοράς, που µαστίζει όλες τις χώρες: την επιλογή εκπαιδευτικών. Οπως έχουν καταδείξει πολλές µελέτες, οι δάσκαλοι και καθηγητές της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης πληρώνονται συνήθως λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε, ενδεχοµένως επειδή η επίδραση που έχει µια καλή εκπαίδευση φαίνεται περισσότερο στις επόµενες γενιές. Οι καλοί δάσκαλοι είναι, έτσι, σαν τις καλές πολιτικές για το κλίµα: Επωφελούνται οι µελλοντικές γενιές, αλλά οι σηµερινές αποφάσεις δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα.

Η Νότια Κορέα έχει προσελκύσει στο επάγγελµα του δασκάλου µερικούς από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους της και οι εκπαιδευτικοί είναι από τους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας. Η περίπτωση του Τσα Κιλ-γιονγκ, ο οποίος έβγαλε 8 εκατοµµύρια δολάρια µέσα σε έναν χρόνο διδάσκοντας Μαθηµατικά µέσω ∆ιαδικτύου, πιστεύω ότι µπορεί να είναι και µοναδική στον κόσµο.

Οι προσπάθειες του προέδρου Μουν Τζε-Ιν για τη δηµιουργία µιας πιο δίκαιης και χωρίς αποκλεισµούς κοινωνίας αποτελούν επίσης καλούς οιωνούς. Πράξεις όπως η µεταφορά της επίσηµης προεδρικής κατοικίας από το αρχοντικό «Μπλε Σπίτι» σε ένα πιο συνηθισµένο κυβερνητικό κτιριακό συγκρότηµα στο κέντρο της Σεούλ είναι συµβολικές, αλλά σηµαντικές χειρονοµίες. Προβλέπεται, λοιπόν, ότι το κατά κεφαλήν εισόδηµα της Νότιας Κορέας θα ξεπεράσει αυτό της Ιαπωνίας µέσα στα επόµενα δέκα χρόνια.

Το Βιετνάµ είχε κατά κεφαλήν εισόδηµα µόλις 1.297 δολάρια το 2010, όταν ήταν µία από τις τρεις ταχύτερα αναπτυσσόµενες οικονοµίες στον κόσµο, µαζί µε την Ινδία και την Κίνα – µε τις δύο τελευταίες να είναι σαφώς πλουσιότερες. Το Βιετνάµ όµως διατήρησε έκτοτε τον εντυπωσιακό ρυθµό ανάπτυξής του και το κατά κεφαλήν εισόδηµά του σήµερα υπερβαίνει το κατά κεφαλήν εισόδηµα στην Ινδία. Αυτή η ιστορία επιτυχίας ξεκίνησε το 1986, όταν το Κοµµουνιστικό Κόµµα κατά το 6ο Εθνικό Συνέδριό του υιοθέτησε την πολιτική «Ντόι Μόι» (=ανανέωση), αποφασίζοντας η διακυβέρνηση της χώρας να αποµακρυνθεί από την κεντρικά σχεδιασµένη οικονοµία και να κινηθεί προς ένα µοντέλο προσανατολισµένο στην αγορά. Τα τελευταία χρόνια, το Βιετνάµ έχει µειώσει τους δασµολογικούς συντελεστές του, έχει ανοίξει τα σύνορά του στο εµπόριο και στις ξένες επενδύσεις και έχει επενδύσει σηµαντικά στο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Η εντυπωσιακή διαχείριση της πανδηµίας COVID-19 στο Βιετνάµ έδωσε άλλη µία τονωτική ένεση στην οικονοµία του. Ο χαµηλός αδρός δείκτης θνησιµότητας, της τάξης των 0,4 θανάτων από COVID-19 ανά εκατοµµύριο πληθυσµού, και ο δείκτης οικονοµικής ανάπτυξης 2,9% µέσα στο 2020, ένα έτος κατά το οποίο οι περισσότερες οικονοµίες συρρικνώθηκαν, είναι εξαιρετικά αξιοσηµείωτα επιτεύγµατα. Οι δε σταθερές εισροές ξένων επενδύσεων που προσελκύει τώρα το Βιετνάµ θα µπορούσαν να το καταστήσουν έναν από τους κορυφαίους κατασκευαστικούς κόµβους στον κόσµο.

Σε αντίθεση µε το Βιετνάµ, το Μεξικό παραπαίει από την πανδηµία και ο πρόεδρος Αντρές Μανουέλ Λόπες Οµπραδόρ, ο οποίος µολύνθηκε και ο ίδιος από τον ιό, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη για ένα µέρος της κακοδιαχείρισης της πανδηµίας. Ωστόσο, από τότε που έγινε πρόεδρος ο Οµπραδόρ, το 2018, αναγεννήθηκαν οι ελπίδες του κόσµου. Ο Οµπραδόρ ξεκίνησε αυτό που ονόµασε «τέταρτο µετασχηµατισµό» του Μεξικού, µια προοδευτική οικονοµική πολιτική, που στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης και στην άρση ορισµένων κατάφωρων προνοµίων για τις ελίτ. Αξιοσηµείωτο είναι ότι, όπως και ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, έτσι και ο Οµπραδόρ αρνήθηκε να ζήσει στο προεδρικό αρχοντικό (Λος Πίνος) και προτίµησε µια πιο απλή κατοικία.

Μετά το Βιετνάµ, το Μεξικό εµφανίζει τις µεγαλύτερες δυνατότητες να γίνει παγκόσµιος κατασκευαστικός κόµβος. Η συµφωνία Ηνωµένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά (USMCA), η οποία τέθηκε σε ισχύ πέρυσι, µπορεί να προωθήσει την ενοποίηση/ολοκλήρωση αυτών των τριών οικονοµιών. Μάλιστα, µε τις ΗΠΑ και τον Καναδά να παρέχουν κεφάλαια και προηγµένη τεχνολογία και το Μεξικό να επιστρατεύει το άφθονο εργατικό δυναµικό του, η περιοχή θα µπορούσε να επιτύχει µια αξιοθαύµαστη ανάκαµψη και να ξεπεράσει την Κίνα. Τώρα, που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε τα καθήκοντά του, οι τριµερείς σχέσεις αναµένεται να βελτιωθούν. Από αυτό θα ωφεληθούν και οι τρεις χώρες, αλλά το Μεξικό θα κερδίσει τα περισσότερα, επειδή έχει τα µεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης.

Η περίπτωση της Ινδίας είναι περίπλοκη. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η ραγδαία ανάπτυξη της χώρας µε ετήσιο ρυθµό περίπου 9% την καθιστούσε µια σηµαντική περίπτωση οικονοµικής επιτυχίας στον κόσµο. Eκτοτε όµως η οικονοµία της έχει σηµειώσει κάµψη, µε ρυθµό που βαίνει µειούµενος µεταξύ 2016 και 2020 – η πιο µακροπρόθεσµη διολίσθηση µετά την ανεξαρτησία της χώρας.

Στην ουσία, πάντως, η Ινδία είναι µία από τις ισχυρότερες αναδυόµενες οικονοµίες. ∆ιαθέτει έναν κλάδο πληροφορικής παγκόσµιας κλάσης, µια ισχυρή φαρµακευτική βιοµηχανία και µια µερίδα εργαζοµένων µε πολύ υψηλή εκπαίδευση. Το εµπόδιο στην περίπτωσή της είναι η διχαστική πολιτική, η οποία έχει διαβρώσει την εµπιστοσύνη του κόσµου και έχει προκαλέσει τη σταθερή πτώση του επενδυτικού ρυθµού τα τελευταία χρόνια.
Εάν η Ινδία καταφέρει να βάλει σε τάξη την πολιτική σκηνή της, µπορεί να γίνει παγκόσµια ηγέτιδα στην ανάπτυξη. Αλλά αυτό είναι ένα µεγάλο «εάν», που, τουλάχιστον για την ώρα, φαίνεται πως θέτει την Ινδία εκτός µάχης όσον αφορά τους πιθανούς οικονοµικούς πρωταθλητές αυτής της δεκαετίας.