Αναλόγως με τον φορέα της άποψης, τα «σημαντικά» μπορεί να είναι η υποταγή στις μνημονιακές πολιτικές ή η προσέλκυση επενδύσεων, τα «εθνικά θέματα», η δημόσια διοίκηση – αλλά φυσικά και ο κορυφαίος κοινός τόπος κάθε καφενειακής συζήτησης – η Παιδεία (με κεφαλαίο «Π»). Κάτι ανάλογο βλέπουμε κάθε φορά που ανακύπτει ένα θέμα δικαιωματικό ή γενικότερων δημοκρατικών ελευθεριών, από το σύμφωνο συμβίωσης ως το πανεπιστημιακό άσυλο. Η «διαφωνία» παίρνει τη μορφή όχι μιας ευθείας αντίκρουσης της ανάγκης να νομοθετηθεί κάτι αλλά μιας υποβάθμισής του, πως τάχα είναι δευτερεύον, επουσιώδες κι εντέλει βλαπτικό επειδή δεν αντιμετωπίζει τα μεγάλα προβλήματα.

Είναι προφανές πως η άποψη αυτή δεν αντέχει σε λογικό έλεγχο – αν δεχτούμε βέβαια ότι κάποιος τη διατυπώνει με ειλικρίνεια και όχι ως πρόσχημα για τον συντηρητισμό, τον ρατσισμό ή την ομοφοβία του. Δεν μπορείς να κατηγορείς ένα νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης επειδή δεν καταπολεμά την ανεργία. Μια ζωή, μάλιστα, όπου το καθετί τίθεται υπό την αίρεση των «μεγάλων προβλημάτων» θα ήταν απλώς αφόρητη – ποιος σταματάει να ζει, να σχετίζεται, να ονειρεύεται επειδή, έτσι αόριστα, στον κόσμο «υπάρχει αδικία»;

Παρότι έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με μια σκέτη καφενειακή σαχλαμάρα, μια παραλλαγή της εμφανίζεται σε μια πιο «συγκροτημένη», υποτίθεται, κριτική κατά της κυβέρνησης, την οποία με έκπληξη βλέπω σε διάφορα σημεία στα κοινωνικά δίκτυα τις τελευταίες μέρες, και η οποία υποστηρίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τέτοια νομοσχέδια για να αποπροσανατολίσει από τις μείζονες πολιτικές του. Μ’ άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ νομοθετεί για την ταυτότητα φύλου, ώστε αυτό το θέμα να μονοπωλήσει τη δημόσια συζήτηση και να μην συζητάμε, λόγου χάρη, για την οικονομία.

Έχω σταθεί κριτικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ με πλείστες όσες αφορμές – από πριν ακόμη έρθει στην εξουσία. Πιστεύω ότι υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι να του ασκεί κανείς κριτική, όχι μόνο υπό την γενική αρχή ότι η εξουσία δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτη αλλά για τις συγκεκριμένες αποφάσεις που έχει πάρει και για τους τρόπους που τις υπερασπίζεται. Επιπλέον, δεν έχω κανένα πρόβλημα να δεχτώ ότι οι κυβερνώντες λειτουργούν υποκριτικά ή παραπλανητικά σε πάμπολλες περιπτώσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μομφή, πως νομοσχέδια σαν αυτό που ψηφίστηκε χθες, συνιστούν μια απόπειρα παραπλάνησης, πιστεύω ότι αποτελεί μια γελοιότητα και μάλιστα μια γελοιότητα που αποτελεί τεράστια ντροπή για όποιον την υποστηρίζει.

Ο λόγος είναι ένας: το νομοσχέδιο αυτό –αν και άτολμο σε σημεία, που επιδέχονται βελτιώσεων– είναι αδιαμφισβήτητα λυτρωτικό για μια μερίδα συνανθρώπων μας. Είναι, μ’ άλλα λόγια, κάτι αντικειμενικά καλό: απελευθερώνει, χειραφετεί, ενδυναμώνει. Κάνει κάποιους ανθρώπους να ζουν καλύτερα, δίχως να βλάπει κανέναν άλλο.

Τι με νοιάζουν, συνεπώς, τα κίνητρα της κυβέρνησης – ακόμη κι αν δεχτώ πως οι πολέμιοί της έχουν κάνει τη σωστή διάγνωση; Η άποψη αυτή υποβαθμίζει τον πασιφανή θετικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου και, εμμέσως, τα δίκαια αιτήματα των συναθρώπων μας τα οποία αφορά. Και, στο κάτω κάτω, μακάρι κάθε φορά που ένας πολιτικός ήθελε να με «παραπλανήσει» να περνούσε ένα νομοθέτημα που θα υπηρετούσε την χειραφέτηση και την ελευθερία! Μακάρι να μας παραπλανούσαν έτσι κάθε μέρα!

Συγχαρητήρια στον ΣΥΡΙΖΑ και σε όσους βουλευτές από τα άλλα κόμματα ψήφισαν το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου.