Παρά τις απορίες που προκύπτουν από την επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας, τόσο οι χθεσινές του αναφορές στη μειονότητα όσο και η σημερινή του παρουσία στην Κομοτηνή δίνουν μια καλή αφορμή να αναλογιστούμε ορισμένα ζητήματα.

Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν ο κ. Ερντογάν έχει δίκιο σχετικά με τα ελλείμματα της ελληνικής πολιτείας απέναντι στις μειονότητες της ελληνικής επικράτειας – οι τούρκοι αξιωματούχοι, διαχρονικά αλλά και σήμερα, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να δίνουν μαθήματα για την καταπάτηση δικαιωμάτων των μειονοτήτων ή οποιουδήποτε άλλου.

Εννοώ, δεν έχει σημασία το «δίκιο» του κ. Ερντογάν αυτό καθαυτό. Διότι, πέραν της δικής του ατζέντας, επί της ουσίας η αλήθεια είναι αυτή: η ελληνική πολιτεία έχει τεράστια ελλείμματα απέναντι στη μειονότητα της Θράκης (όπως και απέναντι σε άλλες).

Ας πούμε, ωστόσο, πρώτα το εξής: μεγάλη φασαρία γίνεται για το αν πρόκειται για «μουσουλμανική» ή «τουρκική» μειονότητα. Άλλοι επικαλούνται τη Συνθήκη της Λωζάνης –ξέχωρα από το ιστορικό και διπλωματικό της πλαίσιο– κι άλλοι επιμένουν στο γεγονός ότι πρόκειται για έλληνες πολίτες – άρα δεν μπορούν να είναι Τούρκοι.

Η επιμονή αυτή προφανώς σχετίζεται, σε διακρατικό επίπεδο, με την αντίληψη ότι μια εδαφική διεκδίκηση συχνά βασίζεται σε έναν, πραγματικό ή φανταστικό, αλυτρωτισμό που ο διεκδικητής διαπιστώνει στη χώρα στην οποία επιτίθεται. Αυτό δεν είναι λάθος. Η ιδέα, όμως, πως μέσω της επιμονής ότι η μειονότητα αποτελείται από «μουσουλμάνους έλληνες πολίτες» θα αποκρουστεί μια επιθετική εδαφική διεκδίκηση είναι φυσικά απλοϊκή. Τέτοιες γεωπολιτικές εξελίξεις είναι πολυσύνθετες και ποτέ δεν είναι το «όνομα» που ένα κράτος δίνει σε μια μειονότητα στο έδαφός του ο καθοριστικός παράγοντας.

Κι εδώ ερχόμαστε στο εξής: το να είναι κανείς πολίτης ενός κράτους είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την εθνοτική του ταυτότητα. Η υπηκοότητα είναι μια νομικοπολιτική κατάσταση – υπάρχουν άνθρωποι, λόγου χάρη, που έχουν χάσει κάθε υπηκοότητα, δεν είναι πολίτες κανενός κράτους. Η εθνοτική ταυτότητα, αντιθέτως, είναι κάτι που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των πολιτικών συνθηκών, των πολιτιστικών καταβολών, της εθνοτικής καταγωγής και του αυτοπροσδιορισμού των ατόμων και των κοινοτήτων. Μπορεί κάποιος έλληνας πολίτης να έχει καταγωγή από τη Νιγηρία και να αισθάνεται Έλληνας. Μπορεί να έχει σημασία γι’ αυτόν να τονίζει ότι είναι Έλληνας με νιγηριανή καταγωγή. (Πολλοί Αμερικανοί, διασήμως, προβάλλουν μια διπλή ταυτότητα –Πολωνός Αμερικανός, Ιρλανδός Αμερικανός κτλ–, έστω κι αν οι πρόγονοί τους ζουν στις ΗΠΑ επί 150 χρόνια. Είναι μια δήλωση ταυτότητας και πολιτιστικής κοινότητας.) Μπορεί, όμως, και να αισθάνεται Νιγηριανός με ελληνική υπηκοότητα. Αυτό έχει να κάνει με το πώς ο ίδιος θέλει να αντιληφθεί τα πολλαπλά στοιχεία της ταυτότητάς του. Αλλά πάλι έλληνας πολίτης είναι.

Το να επιμένεις να επιβάλλεις στους άλλους τι θα αισθάνονται πως είναι, αποτελεί δείγμα ενός πρωτόγονου εθνικισμού. Αν κάποιοι Έλληνες πολίτες αισθάνονται εθνοτικά Τούρκοι, ας το αισθάνονται. Δεν πέφτει λόγος σε κανέναν άλλον.

Και, φυσικά, αν κάποιοι Έλληνες πολίτες αισθάνονται εθνοτικά Τούρκοι, καθόλου δεν συνιστά κάποιου είδους «προστασία» για τους υπόλοιπους απλώς να τους «απαγορεύουν» να αισθάνονται έτσι. Ούτε, βέβαια, προστατεύεται έτσι με οποιονδήποτε τρόπο το κράτος από τους πολίτες αυτούς – ή από τα σχέδια ενός άλλου κράτους.

Διότι ο μόνος τρόπος για ένα κράτος να «προστατευτεί» από τους πολίτες του είναι ο ίδιος είτε μιλάμε για μειονότητες είτε για όλους τους υπόλοιπους: είναι να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους και να προάγει την ευημερία τους. Στην περίπτωση της μειονότητας της Θράκης, η Ελλάδα έχει κάνει ακριβώς το αντίθετο – από πάντα: τους έχει καταπιέσει σφοδρά και τους έχει καταστήσει πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Ας αποκαταστήσει το ελληνικό κράτος αυτή την αδικία κι ας αισθάνονται οι άνθρωποι ό,τι θέλουν. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι να μην αισθάνονται Έλληνες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι να μην αισθάνονται πολίτες.