Η είδηση, κατά τη γνώμη μου, συγκεφαλαιώνει πολλά από τα προβλήματα αυτού που έχουμε αρχίσει εσχάτως να αποκαλούμε «ανάπτυξη» ή ακόμη και «έξοδο από την κρίση». Ως γνωστόν, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι διεθνείς οργανισμοί διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα επανέρχεται σε ονομαστικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ορισμένα από τα φαινόμενα της κρίσης υποχωρούν, όπως, για παράδειγμα, η ανεργία, ενώ την ίδια στιγμή ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις αρχίζουν να εμφανίζουν θετικούς ισολογισμούς.

Δεν έχω καμία διάθεση να αμφισβητήσω ότι όντως αυτές οι οικονομικές τάσεις είναι υπαρκτές και ότι εάν δεν υπάρξει απότομη μεταβολή του διεθνούς οικονομικού κλίματος, που προς το παρόν παραμένει θετικό, θα συνεχιστούν το επόμενο διάστημα. Όμως, θέλω να επισημάνω το έδαφος πάνω στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η βελτίωση του οικονομικού κλίματος.

Και το έδαφος αυτό, είτε θέλουμε να το ομολογήσουμε είτε όχι, είναι και πρακτικές όπως αυτές που καταγγέλθηκαν στη Λάρισα. Για να το πω διαφορετικά: αυτό που τόσες φορές παρουσιάστηκε ως ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ή ως απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, περιλαμβάνει, έστω και υπόρρητα, την παραδοχή ότι θα υπάρξουν και τέτοιες πρακτικές, που έρχονται να συμπληρώσουν την ούτως ή άλλως επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων εξαιτίας της ακύρωσης του καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων αλλά και της ανασφάλειας που επιφέρει η μεγάλη αύξηση της ανεργίας.

Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία, που παρακάμπτει πλήρως τους κοινωνικούς παράγοντες και τους συσχετισμούς ισχύος, θεωρεί ότι στο βαθμό που τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποδέχονται κοινούς όρους δεν υπάρχει λόγος ρυθμιστικής παρέμβασης ή διόρθωσης. Μόνο που ο νέος εργαζόμενος που καταφθάνει στην είσοδο μιας πιτσαρίας που έχει βάλει αγγελία ότι αναζητά προσωπικό και ο ιδιοκτήτης της δεν καταφθάνουν σε αυτήν τη διαπραγμάτευση με ισότιμες συνθήκες. Ο ένας είναι σε μία συνθήκη ανασφάλειας είτε γιατί αναζητά έξοδο από την ανεργία είτε γιατί χρειάζεται να βρει τρόπο να συνεχίσει να σπουδάζει μακριά από τον τόπο κατοικίας της οικογένειάς του. Ο άλλος, ακόμη και με όλες τις δυσκολίες της μνημονιακής περιόδου, είναι σε θέση ισχύος. Μπορεί να επιβάλει όρους και να απαιτήσει συμμόρφωση σε χειρότερη συνθήκη, ακριβώς επειδή ξέρει την αδύναμη θέση αυτού που βρίσκεται απέναντί του.

Στην πραγματικότητα, μία από τις διαστάσεις των πολιτικών που συνηθίσαμε γενικευτικά να αποκαλούμε «μνημονιακές» ήταν ακριβώς να εξασφαλίσουν ότι αυτή η συνθήκη ανισότητας θα διατηρηθεί και θα γίνει πάγιο στοιχείο του κοινωνικού τοπίου.

Και εδώ μπορούμε να δούμε την πραγματική σημασία της είδησης που μας ήρθε από τη Λάρισα. Αυτή δεν αφορά τη διαπίστωση μίας ακόμη «παραβατικής» συμπεριφοράς εργοδότη, καθώς τέτοιες συμπεριφορές τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Η σημασία της είδησης είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εργαζόμενοι αρνήθηκαν να κινηθούν στη βάση ενός προδιαγραμμένου προτύπου, δεν επέστρεψαν το δώρο και κατήγγειλαν το περιστατικό. Με την πράξη τους αυτή αφενός έσπασαν τον φαύλο κύκλο της λογικής «ξέρουμε ότι συμβαίνει αλλά κάνουμε σαν να μη συμβαίνει» (κατά τρόπο ανάλογο με την κραυγή «ο βασιλιάς είναι γυμνός» στο γνωστό παραμύθι) ακυρώνοντας την ιδιότυπη συνθήκη σιωπηλής συναίνεσης, αφετέρου έδειξαν ότι η αντίσταση είναι εφικτή και ότι η συνθήκη ανισότητας που περιγράψαμε δεν είναι βέβαιο ότι γίνεται αποδεκτή. Έγιναν η εξαίρεση που απειλεί τον κανόνα.

Με αυτό τον τρόπο, έκαναν αυτό που τελικά αποτυγχάνουν να κάνουν όσες και όσοι θεωρούν ότι το μείζον είναι η καταγγελία της προδοσίας ή της συνθηκολόγησης της κυβέρνησης. Έδειξαν ότι οι κοινωνικοί όροι της μετάβασης στη νέα κατάσταση μπορούν να είναι διακυβευόμενοι και συγκρουσιακοί.