Στη Δημοκρατία υπάρχουν και οι εκλογές. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια χώρα θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις εκλογές, την προσφυγή δηλαδή στη λαϊκή κυριαρχία, ως πηγή ανησυχίας για την πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική της σταθερότητα και τα κρατικά συμφέροντά της. Στην Ελλάδα, στην παρούσα φάση, έχουμε συνθήκες πλήρους πολιτικής σταθερότητας, άρα και οικονομικής και διπλωματικής, αλλά και στο πεδίο της εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας. Η κυβέρνηση είναι αυτοδύναμη, έχει ευρεία πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, δημοσκοπική αποδοχή στους πολίτες για τις κεντρικές επιλογές της, αλλά και για τους περισσότερους χειρισμούς της στις διαδοχικές διαχειρίσεις μεγάλων κρίσεων.

Ουσιαστικά, δηλαδή, μια συζήτηση για την αναγκαιότητα της πολιτικής σταθερότητας μοιάζει σε πρώτο επίπεδο εκ του περισσού. Η αξία μιας τέτοιας προσέγγισης ξεκινά από το γεγονός ότι το εκλογικό 2023 θα δοκιμαστεί η πολιτική σταθερότητα, εξαιτίας ενός εκλογικού νόμου που προέκρινε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και εφαρμόζει σύστημα απλής αναλογικής. Αυτή είναι μια πάγια θέση, στα όρια της ιδεολογικοπολιτικής «αγκύλωσης» της Αριστεράς, σύμφωνα με την οποία η απλή αναλογική έχει τεκμήριο δημοκρατικότητας στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές, παρά το γεγονός ότι πλήττει καίρια την κυβερνησιμότητα. Υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη που στην πολιτειακή και κοινοβουλευτική τους παράδοση έχουν συνασπισμούς κομμάτων, ενώ έχουν οργανώσει τέτοιες κρατικές και οικονομικές δομές, που αντέχουν σε παρατεταμένες περιόδους πολιτικής αστάθειας, ακόμα και ακυβερνησίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ιταλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ισπανία. Η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτή την ομάδα χωρών.

Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αυτό που τη χαρακτήρισε είναι τα εκλογικά συστήματα της ενισχυμένης ή και υπερ-ενισχυμένης αναλογικής (αναλόγως του μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα), οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις και η ανάγκη από τις εκλογές να προκύπτει πολιτική σταθερότητα. Οι εμπειρίες του παρελθόντος προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά ήταν επαρκείς για να γίνει γενικά αποδεκτό, ως προς τη νομιμοποίησή του, το θεσμικό αίτημα για κυβερνητική σταθερότητα. Τα όποια μικρά διαστήματα υπήρξε διαταραχή της κυβερνητικής σταθερότητας και κυβερνήσεις συνοχής ή «εθνικής συνεννόησης» κατέληξαν σε στρατηγικά σκάνδαλα, ατυχείς πολιτικές ή αποφάσεις υπό καθεστώς «ξένης εντολής» (λέγε με μνημόνια).

Στην παρούσα φάση η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει το «στοίχημα» της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (ψηφιακή εποχή), την οικονομική της συγκρότηση -μετά τη χρεοκοπία- με νέο, βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, τη γεωπολιτική της ενίσχυση, που ήδη εξελίσσεται μέσα από συμφωνίες όπως αυτές με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, και την αναβάθμιση και διεύρυνση των συμμαχιών της, με τη συμμετοχή της Κύπρου, με Ισραήλ, Αίγυπτο, Αραβικά Εμιράτα, τη «χειραγώγηση» της επιθετικότητας της Τουρκίας, την κοινωνική της συγκρότηση σε ένα νέο, παγκόσμιο περιβάλλον.

Με εκλογικούς όρους, η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει «αλώβητη» από το εκλογικό 2023, βαδίζοντας με σταθερότητα προς το 2027. Ο χρόνος είναι κρίσιμος και οι όποιοι κομματικοί πατριωτισμοί ή οι προσωπικές μωροφιλοδοξίες πολιτικών (προηγούμενων δεκαετιών) για ένδοξα «comeback» περισσεύουν. Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, έχει ήδη δημοσιοποιήσει τις προθέσεις του σχετικά. Εκλογές στο χρονικό όριο που προβλέπει το Σύνταγμα -δηλαδή καλοκαίρι του 2023- και διπλή διαδικασία. Αρχικά με απλή αναλογική και στη συνέχεια με τον ψηφισμένο το 2019 νόμο της ενισχυμένης. Ισχυρή ως προς την πλειοψηφία της, αυτοδύναμη κυβέρνηση, δηλαδή, μέχρι το τέλος των θερινών διακοπών (Αύγουστος 2023).

Πέραν του πρωθυπουργού, την ευθύνη της εξέλιξης της χώρας με σταθερότητα την έχει συνολικά η Κεντροδεξιά, που, όπως διεφάνη από την τελευταία εκδήλωση στο Ίδρυμα Καραμανλή, την ευθύνη αυτή την αναλαμβάνει και την τιμά.