Τα κόμματα, τουλάχιστον τα βασικά, στην παρούσα φάση ασχολούνται με τις συνεδριακές τους διαδικασίες. Συνήθως αυτές επιδεικνύουν εσωστρέφεια και δεν απασχολούν σε μεγάλο βαθμό το ευρύ κοινό. Όχι, όμως, αυτήν τη φορά. Γιατί, πολύ απλά, οι εσωτερικές διαδικασίες των κομμάτων, τόσο σε επίπεδο προσώπων και συσχετισμών όσο και στο επίπεδο των πολιτικών που προκρίνονται, αφορούν την προοπτική της χώρας.

Η Νέα Δημοκρατία επιδεικνύει έναν καταστατικό χαρακτήρα στις συνεδριακές διαδικασίες της. Περισσότερη σημασία έχει το προφίλ που εξάγεται και το κατά πόσον ο ίδιος ο πρωθυπουργός αλλά και κεντρικά στελέχη της Κεντροδεξιάς θα εμπεδώσουν την ενότητα κυβέρνησης και κομματικού μηχανισμού. Η κυβέρνηση, εξαιτίας διαδοχικών μεγάλων κρίσεων παγκόσμιας διάστασης, μοιάζει με «εποικοδόμημα» σε σχέση με την κατάσταση του κομματικού μηχανισμού. Είναι εμφανής, λοιπόν, ο στόχος για τη Νέα Δημοκρατία στην παρούσα περίοδο μέσα από τη συνεδριακή διαδικασία να πετύχει όλο και πιο σημαντική «ώσμωση» ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κόμμα.

Γεγονός που θα έχει ως θετικό αποτέλεσμα καλύτερη συνοχή μεταξύ των στελεχών, αλλά και διαχείριση μιας υπαρκτής «γκρίνιας» σε επίπεδο μηχανισμού ότι δεν εισακούγονται τα κομματικά στελέχη και η «βάση» ή ότι δεν αξιοποιούνται οι «εφεδρείες» του κόμματος. Ο Κ. Μητσοτάκης, περισσότερο κυβερνήτης παρά κομματικός ηγέτης παλαιάς κοπής, είναι εμφανές ότι επιδεικνύει διάθεση να «γεφυρώσει» το κενό που εν πολλοίς δημιουργήθηκε εξαιτίας και της πανδημίας, η οποία για μία διετία δεν επέτρεψε πολιτικές και κομματικές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις.

Στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης οι προκλήσεις είναι πιο υψηλές και δομικές. Το ζητούμενο για τον Αλ. Τσίπρα δεν είναι μόνο να επιβεβαιώσει την ηγεσία του μέσα από τη στήριξη της κομματικής βάσης, αλλά το κατά πόσον θα κατορθώσει να «γεφυρώσει» τα σύνδρομα της ανανεωτικής Αριστεράς του εκλογικού 3% με τη διάθεση για διακυβέρνηση της Κεντροαριστεράς, που για δεκαετίες κινήθηκε πολιτικά με τα σύνδρομα ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι εύκολο το «στοίχημα», αλλά οι συνεδριακές διαδικασίες στον ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν ότι ο Αλ. Τσίπρας πετυχαίνει τη «μετάβαση» στη νέα εποχή, κατορθώνοντας να ενώσει θεσμικά και κομματικά την Αριστερά με την Κεντροαριστερά. «Εγγυητής» της μετάβασης δείχνει ότι είναι ο ίδιος και αυτό είναι ένα πρόβλημα, αφού βρίσκεται για πολλά χρόνια στην κορυφή του κόμματος και έχει ήδη κερδίσει δύο εκλογές, έχοντας την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας για περίπου μία πενταετία. Είναι, δηλαδή, πλέον ένας παλαιός πολιτικός.

Βέβαια, απέναντί του έχει μια σειρά πολιτικών της Αριστεράς που και αυτοί είναι παλαιοί πολιτικοί. Βούτσης, Φίλης, Σκουρλέτης, Δρίτσας, μέχρι κάποιον βαθμό Τσακαλώτος και ο «κύκλος Μπανιά», που -αυτό είναι το ωραίο- είναι πιο παλιός από τον Τσίπρα. Μάλλον και πιο πολιτικά «παρωχημένος», αν συνυπολογίσουμε ότι υφίσταται μια υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος, του κ. Τσίπρα, που προβλέπεται μετά βεβαιότητας ότι θα υπερψηφισθεί με θηριώδη ποσοστά αποδοχής. Έτσι, ο κ. Τσίπρας την επόμενη ημέρα των συνεδριακών διαδικασίων θα πρέπει να δομήσει μια αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική για τη διακυβέρνηση της χώρας, έναντι της Νέας Δημοκρατίας, με ένα κόμμα που θα έχει πάψει να είναι «στελεχών», αλλά θα έχει μετεξελιχτεί σε αστικού τύπου, «ανοιχτού» στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, η «γερουσία» της εσωκομματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να διαλέξει την προσαρμογή στη νέα εποχή για την Αριστερά ή τον πιο μοναχικό δρόμο των Λαφαζάνη, Κωσταντοπούλου κ.λπ.

Τρίτο στη σειρά κόμμα είναι το ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται σε συνεδριακές διαδικασίες επίσης δομικού τύπου. Η εκλογή Ανδρουλάκη στην προεδρία έδωσε δημοσκοπικά έναν άνεμο αισιοδοξίας στο παλαιό κόμμα εξουσίας της Κεντροαριστεράς. Ο στόχος για το ΚΙΝ. ΑΛ. σήμερα είναι το «restart». Μπορεί από ένα κόμμα «παλαίμαχων» να επιστρέψει σε τροχιά διακυβέρνησης; Το ΚΙΝ.ΑΛ. επί Ανδρουλάκη, με πολλά στελέχη μιας νεότερης γενιάς στο προσκήνιο, επιδεικνύει υπεροψία. Ζητά στήριξη των πολιτών στις επόμενες εκλογές, δηλώνοντας ευθαρσώς ότι, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, θα επιδιώξει, για να συμφωνήσει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού, να επιβάλει έναν τρίτο πρωθυπουργό. Ούτε τον κ. Μητσοτάκη ούτε τον κ. Τσίπρα, που οι πολίτες θα έχουν υποστηρίξει ως πρωθυπουργούς. Επίσης, απαξιοί τη Ν.Δ. ως στρατηγική κυβερνητισμού και τον ΣΥΡΙΖΑ ως έκφραση της Κεντροαριστεράς. Εμφανίζεται ως «φωτισμένη δεσποτεία» και δηλώνει έτοιμο να «εκσυγχρονίσει» και να «εξευρωπαΐσει» εκ νέου τους Έλληνες. Ένα πολύ υψηλό «στοίχημα», με τις εκλογές να... κείνται μακράν.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 22 Απριλίου 2022