Οι δηµοσιογράφοι δεν είναι τόσο «αγράµµατοι» όσο τους καταγγέλλουν οι συνήθεις κατήγοροί τους.

Ούτε διακρίνονται από µια γενικότερη (σε βάθος) κουλτούρα, όπως αυτοπροβάλλονται. Οι δηµοσιογράφοι στην πλειονότητά τους γνωρίζουν καλά τα θέµατα του ρεπορτάζ όπου ειδικεύονται. Σε καµία περίπτωση, πάντως, ένας έµπειρος δηµοσιογράφος και σχολιαστής, από τα παλαιά διευθυντικά στελέχη, εµφανίζεται σε δηµόσια ακρόαση να αγνοεί την αναθεωρηµένη συνταγµατική διαδικασία για την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας.

Το γεγονός, δηλαδή, ότι διαδικαστικά ένας Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας θα πρέπει να έχει αυξηµένες πλειοψηφίες στο Κοινοβούλιο για να εκλεγεί, αλλά στην τρίτη ψηφοφορία τού αρκεί η θετική ψήφος 151 βουλευτών, της κυβερνητικής πλειοψηφίας δηλαδή, χωρίς να διαλύεται η Βουλή, για να ανακηρυχθεί στο ύπατο αξίωµα. Πώς τότε ένας δηµοσιογράφος επιχειρεί να παραπλανήσει ή να δηµιουργήσει σύγχυση σε αυτούς που παρακολουθούν την εκποµπή του, ισχυριζόµενος ότι το 2025, που θα έχουµε έµµεση (µέσω Κοινοβουλίου) εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, µπορεί να προκληθούν πρόωρες, αναγκαστικές εκλογές; Πώς εµφανίζεται να µη γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται πλέον µετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγµατος διάλυση της Βουλής και εκλογές για να ψηφισθεί ένας υποψήφιος Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µε 151 ψήφους για να εκλεγεί;

Επίσης, αν ένας παλιός πολιτικός συντάκτης, ακόµα κι αν δεν είναι αναλυτής, πώς είναι δυνατόν να προβάλλει τον ισχυρισµό ότι θα προκληθεί αστάθεια και πολιτική αναταραχή από το αποτέλεσµα των περιφερειακών εκλογών, που είναι προγραµµατισµένες για τον Οκτώβριο του 2023, για µια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ενός ή δύο µηνών και στη συνέχεια να µιλά για αστάθεια που µπορεί να συµβεί εξαιτίας των εκλογών για το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προγραµµατισµένες για το 2024, για να καταλήξει στο λάθος µε την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας το 2025; Είναι απλό. Ο δηµοσιογράφος αυτός βρίσκεται σε αυτό που συνηθίζουµε να λέµε «σε αποστολή». Στόχος του να δηµιουργήσει ουσιαστικά και να εντείνει ένα κλίµα αστάθειας, µε δεσπόοντα σενάρια ακυβερνησίας, που µάλιστα, ακόµα και όταν προκύψει κυβέρνηση να λογίεται ως «προσωρινή» και πολιτικά ανεπαρκής.

Πέραν της συγκεκριµένης προσπάθειας, είναι δεδοµένο ότι, από τη στιγµή που τα συνήθη σενάρια για κυβερνήσεις συνασπισµού, ακόµα και µε το εκλογικό σύστηµα της απλής αναλογικής, γίνεται φανερό πως δεν προκύπτουν ή τουλάχιστον έχουν πολύ περιορισµένες πιθανότητες να προκύψουν, καλλιεργείται ένα περιβάλλον γενικής ασάφειας. Φθάνουν, µάλιστα, να τίθενται στο παρασκήνιο ακόµα και σενάρια «µεγάλου συνασπισµού» Ν.∆. - ΣΥΡΙΖΑ.

Ποιοι «αγαπούν» µια τέτοια προοπτική για τη χώρα; Οχι, πάντως, οι µέσοι άνθρωποι και οικογενειάρχες, οι επονοµαζόµενοι και «νοικοκυραίοι». Αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από όλους τους «καθοδηγητές» της κοινής γνώµης ότι τον λογαριασµό σε µια παρατεταµένη αστάθεια ή και από µια πραγµατικότητα µη συνεκτικής διακυβέρνησης θα την πληρώσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Αντίθετα, ισχυροί του χρήµατος και µε µεγάλα συµφέροντα, αλλά και διάφοροι «εραστές» του πολιτικού περιστυλίου, που θα ήταν πρόθυµοι να υπηρετήσουν ρόλους υψηλής µαταιοδοξίας, χωρίς ευθύνη ή και λογοκρισία προς τον λαό αλλά προς τα οργανωµένα συµφέροντα που θα τους φέρουν στην εξουσία, προκρίνουν τέτοιες συνθήκες.

Το γιατί είναι εύκολο να ορισθεί. Τα µεγάλα οικονοµικά συµφέροντα σε χώρες όπως η Ελλάδα, µε διευρυµένη δοµική διαφθορά και «πελατειακές» µεταπρατικές σχέσεις, προτιµούν αδύναµους πρωθυπουργούς και ασταθείς κυβερνήσεις, οι επιλογές και οι αποφάσεις των οποίων, σε σχέση µε τα επιχειρηµατικά τους συµφέροντα, θα είναι εύκολα «εκβιάσιµες» ή και «υπαγορευµένες». Μάλιστα, σε σχήµατα ευρύτερα και εκ των πραγµάτων ασταθή, οι ισχυρές επιρροές που µπορούν να ασκήσουν ξεκινάνε από την επιλογή των υπουργών. Με δεδοµένο ότι τόσο στους κοινοβουλευτικούς όσο και σε προσωπικότητες εκτός Κοινοβουλίου που προτίθενται να εµπλακούν για διάφορους και διαφορετικούς λόγους στα της διακυβέρνησης υπάρχουν πρόσωπα στενής επιρροής τους, αναλώνονται σε ένα σκληρό «πόκερ» για τον διορισµό τους.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν διεθνή συµφέροντα, πολιτικά, γεωπολιτικά, οικονοµικά, επιχειρηµατικά, που έχουν βλέψεις στην Ελλάδα ή επιθυµούν προς εξυπηρέτηση δικών τους στρατηγικών να επηρεάσουν τις κυβερνητικές αποφάσεις στην Ελλάδα. Αλλά και ακριβώς το αντίθετο: να απορρυθµίσουν και να ακυρώσουν εν τοις πράγµασι κεντρικές στρατηγικές που υπηρετούνται την τελευταία, για παράδειγµα, τετρατία από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Στους διεθνείς παράγοντες της απορρύθµισης σε γεωπολιτικό επίπεδο θα ήταν λάθος να περιορίσουµε τη σκέψη µας στην «ύποπτη», σύµφωνα µε τις επίσηµες διακηρύξεις της, Ρωσία.

Λαµβάνοντας υπόψη τις παραπάνω, όχι άγνωστες, παραµέτρους, γίνεται κατανοητό ότι το συµφέρον των πολιτών είναι διαφορετικό από τους υπολογισµούς εγχώριων και Ευρωπαίων «παικτών». Την εξουσία, όµως, την ηµέρα των εκλογών, είτε αυτές εξελιχθούν µε απλή αναλογική είτε µε ενισχυµένη, την έχει το µέσο «νοικοκυριό». Οι Ελληνες τα τελευταία χρόνια, παρά τις διαδοχικές κρίσεις και τις διεθνείς απρόβλεπτες αναταράξεις, έχουν επιδείξει ψυχραιµία, αποφασιστικότητα, µεθοδικότητα, θεσµική εµπιστοσύνη. Εξόχως πιθανό, λοιπόν, είναι να επιβεβαιωθούν οι δηµοσκοπήσεις και, πάρα το «πέναλτι» των Τεµπών, να έχουµε µε διαδοχικές εκλογές µια αυτοδύναµη κυβέρνηση Νέας ∆ηµοκρατίας και µια νέα τετραετή πρωθυπουργία του πιο ώριµου και πιο «σοφού» από τις εµπειρίες της πρώτης Κυριάκου Μητσοτάκη

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 8/4