Οι δικαστές αυτοεξυπηρετούνται; Μια υπόθεση που ''σηκώνει'' πολύ θόρυβο
Αίτηµά τους η αύξηση των περικοµµένων συντάξεών τους στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από το 2012
Κάποιοι ανώτατοι συνταξιούχοι δικαστικοί, µεταξύ αυτών και ένας πρώην πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσέφυγαν, όπως είχαν δικαίωµα, στο ανώτατο δηµοσιονοµικό δικαστήριο.
Αίτηµά τους η αύξηση των περικοµµένων συντάξεών τους στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από το 2012. Προ δηλαδή της εποχής των µνηµονίων και των αναγκαστικών περικοπών που ίσχυσαν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο τους δικαίωσε µε πλειοψηφία 28 έναντι 3 και οι συντάξεις των συγκεκριµένων συνταξιούχων δικαστών θα φθάσουν στο 60% του µισθού των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Η απόφαση και η εφαρµογή της αφορά επί του παρόντος τους ελάχιστους δικαστές που προσέφυγαν και δικαιώθηκαν από την ανώτατη δικαστική ή, καλύτερα, διοικητική Αρχή. Από την πλευρά της κυβέρνησης και του υπουργείου Οικονοµικών, εν αρχή επικρατεί αµηχανία.
Επισήµως, η κυβέρνηση θα περιµένει σχετική γνωµοδότηση από το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους για να κινηθεί στη συνέχεια. Το κύριο ζήτηµα είναι ότι η σχετική απόφαση και το σκεπτικό της δηµιουργεί νοµικό δεδικασµένο για το σύνολο των δικαστικών που βρίσκονται στην ίδια θέση και όχι µόνον για τους ελάχιστους που προσέφυγαν στις διαδικασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτοί υπολογίζονται σε 4.500-5.000 εν συνόλω. Αφήνοντας το νοµικό σκέλος της υπόθεσης και την εξέλιξη της συγκεκριµένης προσφυγής, θα πρέπει να αναζητήσουµε τις πολιτικές και τις πολιτειακές παραµέτρους που δηµιουργεί το συγκεκριµένο ζήτηµα και αυτή η απόφαση, η οποία ήδη σηκώνει πολλή «σκόνη» και είναι εµφανές ότι θα προκαλέσει εν γένει περιπλοκές. Από την πλευρά της κυβέρνησης υπάρχει ήδη σχολιασµός, σύµφωνα µε τον οποίο τα δηµοσιονοµικά περιθώρια δεν επιτρέπουν τέτοιας έκτασης δαπάνες, χωρίς εκτροπή από τους στόχους.
Στο πολιτειακό επίπεδο θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι η ∆ικαιοσύνη εν γένει και οι δικαστές ειδικά αποτελούν αυτοτελή εξουσία, πέραν της εκτελεστικής (κυβέρνηση) και της νοµοθετικής (Κοινοβούλιο). Οι δικαστές λοιπόν, που σε ανώτατο επίπεδο τα χρόνια µετά το 2012 είχαν νοµιµοποιήσει τους «αναγκαστικούς νόµους» που επέβαλε η τρόικα από την πλευρά των πιστωτών σε όλους τους συνταξιούχους -και αυτούς των «υγιών Ταµείων»- και στην πορεία είχαν επιδικάσει αποφάσεις που νοµιµοποίησαν και τη δραστηριότητα των εισπρακτικών εταιρειών (επίπεδο Αρείου Πάγου), έρχονται τώρα και εκδίδουν µια απόφαση από το Ελεγκτικό Συνέδριο που δηµιουργεί προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των συντάξεών τους.
∆εν θα σχολιάσουµε φυσικά τη νοµική και διοικητική ορθότητα της απόφασης. Αλλά µιλώντας πολιτικά, θα είχε συνολικά λογική -αφού η χώρα εξήλθε του µνηµονιακού κύκλου τυπικά τον Αύγουστο του 2018 και επενδυτικά και αξιολογικά οσονούπω µε την ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας- οι επαγγελµατίες και οι εργαζόµενοι που έχασαν µεγάλο µέρος των συντάξεών τους τότε, παρά το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία και τα αποθεµατικά των Ταµείων τους υπερκάλυπταν το ύψος των προβλεπόµενων συντάξεών τους, να τύχουν αποκατάστασης αυτών. Σε µια τέτοια περίπτωση όµως θα τιναζόταν στον αέρα το υφιστάµενο ασφαλιστικό σύστηµα. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, οι δικαστές, οι οποίοι έχοντας «το µαχαίρι και το καρπούζι» -µε τυπικά ορθή διαδικασία- θα µπορέσουν να ανακτήσουν το ύψος των συντάξεών τους. Επειδή µάλιστα εκ του σώµατος των δικαστών και των εισαγγελέων προέρχεται για παράδειγµα και η σηµερινή Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, όπως και προκάτοχοί της, πρόεδροι Ανεξάρτητων Αρχών και άλλοι ανώτατοι αξιωµατούχοι, αυτοί εµφανίζονται να έχουν τη θεσµική ισχύ να επιβάλουν ή να δηµιουργήσουν δεδοµένα «θεσµικής» ανοχής µιας τέτοιας «εξαίρεσης».
Να καταστούν πιο «ίσοι» σε σχέση µε όλους τους άλλους. Στην Ελλάδα βρισκόµαστε σε µακρά περίοδο πολιτικής και πολιτειακής ευταξίας, σε αντίθεση µε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά η υπεροπτική εµφάνιση µιας «ολιγαρχίας δικαστών» πολύ δύσκολα θα γίνει ανεκτή. Οταν µάλιστα οι αποφάσεις που λαµβάνουν υπέρ των δικαίων τους θα προβληθούν από τα πιο εξτρεµιστικά κινήµατα της ∆εξιάς, της Αριστεράς ή της «µηδενιστικής αντίδρασης» σαν «αντιπαροχή» στις δυσάρεστες και χαρακτηρισµένες ως «άδικες» αποφάσεις που έχουν ληφθεί την προηγούµενη δεκαετία, σε βάρος των συντάξεων της ευρείας µάζας του πληθυσµού. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς θα πρέπει να το ξανασκεφθούν.
∆εν έχουν το δικαίωµα να νοµοθετούν υπέρ τους…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
Αίτηµά τους η αύξηση των περικοµµένων συντάξεών τους στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από το 2012. Προ δηλαδή της εποχής των µνηµονίων και των αναγκαστικών περικοπών που ίσχυσαν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο τους δικαίωσε µε πλειοψηφία 28 έναντι 3 και οι συντάξεις των συγκεκριµένων συνταξιούχων δικαστών θα φθάσουν στο 60% του µισθού των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Η απόφαση και η εφαρµογή της αφορά επί του παρόντος τους ελάχιστους δικαστές που προσέφυγαν και δικαιώθηκαν από την ανώτατη δικαστική ή, καλύτερα, διοικητική Αρχή. Από την πλευρά της κυβέρνησης και του υπουργείου Οικονοµικών, εν αρχή επικρατεί αµηχανία.
Επισήµως, η κυβέρνηση θα περιµένει σχετική γνωµοδότηση από το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους για να κινηθεί στη συνέχεια. Το κύριο ζήτηµα είναι ότι η σχετική απόφαση και το σκεπτικό της δηµιουργεί νοµικό δεδικασµένο για το σύνολο των δικαστικών που βρίσκονται στην ίδια θέση και όχι µόνον για τους ελάχιστους που προσέφυγαν στις διαδικασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτοί υπολογίζονται σε 4.500-5.000 εν συνόλω. Αφήνοντας το νοµικό σκέλος της υπόθεσης και την εξέλιξη της συγκεκριµένης προσφυγής, θα πρέπει να αναζητήσουµε τις πολιτικές και τις πολιτειακές παραµέτρους που δηµιουργεί το συγκεκριµένο ζήτηµα και αυτή η απόφαση, η οποία ήδη σηκώνει πολλή «σκόνη» και είναι εµφανές ότι θα προκαλέσει εν γένει περιπλοκές. Από την πλευρά της κυβέρνησης υπάρχει ήδη σχολιασµός, σύµφωνα µε τον οποίο τα δηµοσιονοµικά περιθώρια δεν επιτρέπουν τέτοιας έκτασης δαπάνες, χωρίς εκτροπή από τους στόχους.
Στο πολιτειακό επίπεδο θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι η ∆ικαιοσύνη εν γένει και οι δικαστές ειδικά αποτελούν αυτοτελή εξουσία, πέραν της εκτελεστικής (κυβέρνηση) και της νοµοθετικής (Κοινοβούλιο). Οι δικαστές λοιπόν, που σε ανώτατο επίπεδο τα χρόνια µετά το 2012 είχαν νοµιµοποιήσει τους «αναγκαστικούς νόµους» που επέβαλε η τρόικα από την πλευρά των πιστωτών σε όλους τους συνταξιούχους -και αυτούς των «υγιών Ταµείων»- και στην πορεία είχαν επιδικάσει αποφάσεις που νοµιµοποίησαν και τη δραστηριότητα των εισπρακτικών εταιρειών (επίπεδο Αρείου Πάγου), έρχονται τώρα και εκδίδουν µια απόφαση από το Ελεγκτικό Συνέδριο που δηµιουργεί προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των συντάξεών τους.
∆εν θα σχολιάσουµε φυσικά τη νοµική και διοικητική ορθότητα της απόφασης. Αλλά µιλώντας πολιτικά, θα είχε συνολικά λογική -αφού η χώρα εξήλθε του µνηµονιακού κύκλου τυπικά τον Αύγουστο του 2018 και επενδυτικά και αξιολογικά οσονούπω µε την ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας- οι επαγγελµατίες και οι εργαζόµενοι που έχασαν µεγάλο µέρος των συντάξεών τους τότε, παρά το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία και τα αποθεµατικά των Ταµείων τους υπερκάλυπταν το ύψος των προβλεπόµενων συντάξεών τους, να τύχουν αποκατάστασης αυτών. Σε µια τέτοια περίπτωση όµως θα τιναζόταν στον αέρα το υφιστάµενο ασφαλιστικό σύστηµα. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, οι δικαστές, οι οποίοι έχοντας «το µαχαίρι και το καρπούζι» -µε τυπικά ορθή διαδικασία- θα µπορέσουν να ανακτήσουν το ύψος των συντάξεών τους. Επειδή µάλιστα εκ του σώµατος των δικαστών και των εισαγγελέων προέρχεται για παράδειγµα και η σηµερινή Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, όπως και προκάτοχοί της, πρόεδροι Ανεξάρτητων Αρχών και άλλοι ανώτατοι αξιωµατούχοι, αυτοί εµφανίζονται να έχουν τη θεσµική ισχύ να επιβάλουν ή να δηµιουργήσουν δεδοµένα «θεσµικής» ανοχής µιας τέτοιας «εξαίρεσης».
Να καταστούν πιο «ίσοι» σε σχέση µε όλους τους άλλους. Στην Ελλάδα βρισκόµαστε σε µακρά περίοδο πολιτικής και πολιτειακής ευταξίας, σε αντίθεση µε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά η υπεροπτική εµφάνιση µιας «ολιγαρχίας δικαστών» πολύ δύσκολα θα γίνει ανεκτή. Οταν µάλιστα οι αποφάσεις που λαµβάνουν υπέρ των δικαίων τους θα προβληθούν από τα πιο εξτρεµιστικά κινήµατα της ∆εξιάς, της Αριστεράς ή της «µηδενιστικής αντίδρασης» σαν «αντιπαροχή» στις δυσάρεστες και χαρακτηρισµένες ως «άδικες» αποφάσεις που έχουν ληφθεί την προηγούµενη δεκαετία, σε βάρος των συντάξεων της ευρείας µάζας του πληθυσµού. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς θα πρέπει να το ξανασκεφθούν.
∆εν έχουν το δικαίωµα να νοµοθετούν υπέρ τους…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ