Παρά τις εκπλήξεις και τις ανατροπές του δεύτερου γύρου των περιφερειακών εκλογών, τίποτα επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει ως προς το επίπεδο διακυβέρνησης της χώρας.

Οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι, όπου δεν παραμένουν ίδιοι, έχουν επαρκές χρονικό διάστημα για να προετοιμαστούν και να συμμετάσχουν σε μια παράδοση-παραλαβή λεπτομερή και μακρά μέχρι την 1η Ιανουαρίου, όταν θα αναλάβουν επισήμως τα καθήκοντά τους.

Τα κομματικά επιτελεία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχουν, επίσης, την ευχέρεια να προβληματιστούν για τις αστοχίες και τα λάθη τους και τελικά να καταλάβουν κάτι ολωσδιόλου απλό: εθνικές εκλογές για επιλογή πρωθυπουργού, κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έχουμε κάθε τέσσερα χρόνια ή όταν προκηρυχθούν εθνικές, γενικές, εκλογές. Ούτε οι τοπικές εκλογές της περιφερειακής διοίκησης ούτε οι ευρωπαϊκές έχουν να παίξουν ή και να επικυρώσουν την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Μπορεί φυσικά αρκετοί στα κομματικά επιτελεία να νιώθουν χρήσιμοι ή να διεκδικούν την προσοχή των ηγεσιών κρούοντας έναν «κώδωνα» συνεχών εκλογών ή μιλώντας για την ανάγκη μιας μόνιμης εκλογικής περιόδου. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.

Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί απερίσπαστοι έχουν να οργανώσουν και να προετοιμάσουν τη χώρα για δυστοπικούς καιρούς και συγκυρίες, όπως αυτοί που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Όχι πλέον αποκλειστικά από το «μέτωπο» του Βορρά, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις Ρωσίας - Ουκρανίας και δυτικών συμμάχων της συνεχίζονται, αλλά από ανατολικά, μετά τη φρικώδη τρομοκρατικού χαρακτήρα εισβολή που οργάνωσε η Xαμάς στα εδάφη του Ισραήλ. Ουδείς μπορεί να κάνει μια ανάλυση των επερχόμενων δεδομένων με ασφάλεια ως προς τις επιπτώσεις που θα επέλθουν, εφόσον οι χερσαίες επιχειρήσεις της Ιερουσαλήμ ξεκινήσουν. Συνέπειες που δεν συνίστανται μόνο στον τομέα ασφάλειας των συνόρων αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και στην οικονομία, στο κόστος της ενέργειας , της διπλωματίας και προπάντων των γεωπολιτικών συσχετισμών.

Μπορεί η Ελλάδα να έχει τοποθετηθεί και σε αυτό το νέο πολεμικού τύπου «μέτωπο» με σαφήνεια στη βάση της Δύσης και των συμμαχιών της, αλλά όλα κινούνται σε ατραπούς επικίνδυνης ρευστότητας στον περιφερειακό συσχετισμό, που απαιτεί σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον, επαγρύπνηση. Φυσικά, οι επιπλέον αυτοί κίνδυνοι και οι «απειλές» έρχονται συμπληρωματικά με τους τομείς αιχμής που έχει θέσει προς βελτίωση και αναβάθμιση η πρωθυπουργία Μητσοτάκη, με μεταρρυθμίσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες θα φέρουν την Ελλάδα σε αναβαθμισμένο πεδίο συγκρότησης σε σύγκριση με το παρελθόν της. Υπάρχουν, ταυτόχρονα, ζητήματα της καθημερινότητας που απασχολούν και βασανίζουν τους πολίτες, δυσεπίλυτα, όπως η ακρίβεια, η αύξηση των εισοδημάτων, ο πληθωρισμός, τα ακριβά ενοίκια.

Η Ελλάδα σε αυτή την παγκόσμια μετάβαση της Ιστορίας βρίσκεται σε μια σπάνια, για την ιστορική της πραγματικότητα, θέση. Διακρίνεται από πολιτική σταθερότητα με ορίζοντα τον Ιούνιο του 2027. Διακρίνεται από πολιτειακή και πολιτική ηρεμία στη σχέση κυβέρνησης, κομμάτων της αντιπολίτευσης, που παρά τις διαφωνίες ή τις διαφορετικές σκοπιμότητες δεν εμφιλοχωρούν εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα εκρήξεις.

Ενδεχομένως, μάλιστα, τους τελευταίους μήνες να δημιουργούνται και προσδοκίες, σε αυτούς, τουλάχιστον, που μπορούν να παρατηρούν τα γεγονότα σε μεγαλύτερο βάθος, για «κοινό τόπο» εθνικής συνοχής και συναντίληψης ως προς τα «μεγάλα ζητήματα», που θα βοηθήσει στη συνέχεια και την ενότητα των διεθνών και δομικών χειρισμών από την πλευρά της Ελλάδας. Ο κ. Μητσοτάκης χθες συμμετείχε στις προγραμματισμένες διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγεσιών των Δυτικών Βαλκανίων και της ΕΕ, στην Αλβανία. Εκεί είχε την ευκαιρία να θέσει και το ζήτημα της κράτησης Μπελέρη - με εμφανή στόχο των Τιράνων να μην αναλάβει καθήκοντα ως δήμαρχος Χειμάρρας.

Εν ολίγοις, περισσεύουν τα σοβαρά «μέτωπα» και είναι αναγκαία η συγκέντρωση σε αυτά.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 17/10