Γιατί οι πληκτικές Θεσσαλονίκη και Αθήνα ανήκουν στο παρελθόν
Οι συνθήκες στην Ελλάδα έχουν αλλάξει δραματικά, οι υποδομές στη χώρα δεν έχουν εκσυγχρονιστεί απλώς, αλλά έχουν αναβαθμιστεί δραστικά
Μεταπολεμικά, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι συνθήκες στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς από οικονομικής, κοινωνικής και παραγωγικής πλευράς.
Ο πόλεμος αρχικά και ο Εμφύλιος στη συνέχεια είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στην καθημερινότητα. Οι υποδομές ήταν κατεστραμμένες, τα δίκτυα ηλεκτρισμού και τηλεφωνίας ανύπαρκτα, οι παραγωγικές διαδικασίες στον πρωτογενή τομέα, που τότε διατηρούσε δεσπόζουσα θέση, απολύτως προβληματικές από πλευράς απόδοσης για τις πολυμελείς, συνήθως τότε, οικογένειες. Επίσης, ειδικά ο Εμφύλιος είχε αφήσει πίσω του μίση, κοινωνική διχόνοια και απειλές «βεντέτας». Στη λογική της ταχύρρυθμης ανάπτυξης που επεδίωκαν τότε οι κυβερνήσεις δόμησαν τη βιομηχανία, που με συμμαχική οικονομική βοήθεια «χτιζόταν» τότε πέριξ των μεγάλων πόλεων με «μερίδα του λέοντος» στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Η ανεργία κινείτο σε υψηλά επίπεδα στην επαρχία καθώς και η υποαπασχόληση. Η δυστοπία που επικρατούσε στην Ελλάδα οδήγησε σε διπλή μετανάστευση. Προς το εξωτερικό, από τη μία προς την Αμερική και την Αυστραλία και από την άλλη προς την Ευρώπη. Προς το εσωτερικό, ειδικά προς την Αθήνα αλλά και τη Θεσσαλονίκη, με τα βίαια κύματα της αστυφιλίας της εποχής.
Στη συνέχεια στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η αστυφιλία από ανάγκη έγινε μόδα, εκσυγχρονισμός και κοινωνική «απελευθέρωση». Η «ανωνυμία» των μεγάλων πόλεων και ιδιαίτερα της πρωτεύουσας προσέφερε μια πιο άνετη από πολλές πλευρές καθημερινότητα και πολυτέλειες στην εγκατάσταση και στις οικίες. Η κατεδάφιση των μονοκατοικιών και η μαζική και πυκνή δόμηση -στη βάση της αυθαιρεσίας, του ρουσφετιού και της απληστίας- της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων πόλεων κατέληξε στον εφιάλτη της νεότερης Ελλάδας. Κτίσθηκαν μέχρι και οι δρόμοι, ενώ ο μισός περίπου πληθυσμός της χώρας μετοίκησε στην πρωτεύουσα. Ακόμη και η ένταξη στην ΕΟΚ, στη βάση των συμφωνιών που υπεγράφησαν, συνομολογούσε τη δραστική μείωση του πρωτογενούς τομέα ως μέρους του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι κοινοτικές επιδοτήσεις σε συνδυασμό με την «πασοκοποίηση» του κράτους και του δημόσιου τομέα, με μαζικές προσλήψεις κομματικών, βοήθησαν επιπλέον στην «απονεύρωση» της ζωής στην περιφέρεια. Μέχρι που φθάνουμε στο σήμερα. Οι συνθήκες στην Ελλάδα έχουν αλλάξει δραματικά. Οι υποδομές στη χώρα, δρόμοι, δίκτυα, λιμάνια, αεροδρόμια δεν έχουν εκσυγχρονιστεί απλώς, αλλά έχουν αναβαθμιστεί δραστικά. Τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Από την άλλη πλευρά η καθημερινότητα και η κοινωνική ζωή την τελευταία εικοσαετία ανετράπησαν και επαναδιατυπώθηκαν μέσα από τη χρήση των κινητών τηλεφώνων, των δικτύων τηλεφωνίας και των social media.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και επαφές «ψηφιοποιήθηκαν» και η επαγγελματική ενασχόληση όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό, ειδικά από την πανδημία και μετά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς στη Δύση, απομακρύνεται από το ωράριο και την εντοπιότητα του γραφείου. Επίσης, το πλέον κρίσιμο, η ζωή στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη γίνεται όλο και πιο δυσχερής, αγχωτική και ανούσια, όχι μόνο για τις γενιές και τις ηλικίες που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση αλλά και για τις νεότερες γενιές και τις παραγωγικές ηλικίες των 35-55 χρονών. Οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται, τα εισοδήματα επηρεασμένα από τη μνημονιακή δεκαετία παραμένουν αναιμικά, οι τιμές των ακινήτων εκτινάσσονται και η χώρα γενικά από εθνική Γη των Ελλήνων διεθνοποιείται. Είναι η συγκυρία και η ευκαιρία οι νεότερες γενιές ξεφεύγοντας από την «επιδοματική» μιζέρια τους να κινηθούν ως «ψηφιακοί νομάδες» ανακαταλαμβάνοντας την επικράτεια και να δημιουργήσουν καινούργια, πιο «ώριμα» πρότυπα καθημερινότητας, παραγωγικής διαδικασίας, ευμάρειας.
Η νέα «ευημερία», για την οποία μιλά ο πρωθυπουργός, περνά από αυτό το αρχικά μεγαλόπνοο σχέδιο της μαζικής αποκέντρωσης και της αναδιάρθρωσης της παραγωγής.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 24/10
Ο πόλεμος αρχικά και ο Εμφύλιος στη συνέχεια είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στην καθημερινότητα. Οι υποδομές ήταν κατεστραμμένες, τα δίκτυα ηλεκτρισμού και τηλεφωνίας ανύπαρκτα, οι παραγωγικές διαδικασίες στον πρωτογενή τομέα, που τότε διατηρούσε δεσπόζουσα θέση, απολύτως προβληματικές από πλευράς απόδοσης για τις πολυμελείς, συνήθως τότε, οικογένειες. Επίσης, ειδικά ο Εμφύλιος είχε αφήσει πίσω του μίση, κοινωνική διχόνοια και απειλές «βεντέτας». Στη λογική της ταχύρρυθμης ανάπτυξης που επεδίωκαν τότε οι κυβερνήσεις δόμησαν τη βιομηχανία, που με συμμαχική οικονομική βοήθεια «χτιζόταν» τότε πέριξ των μεγάλων πόλεων με «μερίδα του λέοντος» στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Η ανεργία κινείτο σε υψηλά επίπεδα στην επαρχία καθώς και η υποαπασχόληση. Η δυστοπία που επικρατούσε στην Ελλάδα οδήγησε σε διπλή μετανάστευση. Προς το εξωτερικό, από τη μία προς την Αμερική και την Αυστραλία και από την άλλη προς την Ευρώπη. Προς το εσωτερικό, ειδικά προς την Αθήνα αλλά και τη Θεσσαλονίκη, με τα βίαια κύματα της αστυφιλίας της εποχής.
Στη συνέχεια στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η αστυφιλία από ανάγκη έγινε μόδα, εκσυγχρονισμός και κοινωνική «απελευθέρωση». Η «ανωνυμία» των μεγάλων πόλεων και ιδιαίτερα της πρωτεύουσας προσέφερε μια πιο άνετη από πολλές πλευρές καθημερινότητα και πολυτέλειες στην εγκατάσταση και στις οικίες. Η κατεδάφιση των μονοκατοικιών και η μαζική και πυκνή δόμηση -στη βάση της αυθαιρεσίας, του ρουσφετιού και της απληστίας- της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων πόλεων κατέληξε στον εφιάλτη της νεότερης Ελλάδας. Κτίσθηκαν μέχρι και οι δρόμοι, ενώ ο μισός περίπου πληθυσμός της χώρας μετοίκησε στην πρωτεύουσα. Ακόμη και η ένταξη στην ΕΟΚ, στη βάση των συμφωνιών που υπεγράφησαν, συνομολογούσε τη δραστική μείωση του πρωτογενούς τομέα ως μέρους του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι κοινοτικές επιδοτήσεις σε συνδυασμό με την «πασοκοποίηση» του κράτους και του δημόσιου τομέα, με μαζικές προσλήψεις κομματικών, βοήθησαν επιπλέον στην «απονεύρωση» της ζωής στην περιφέρεια. Μέχρι που φθάνουμε στο σήμερα. Οι συνθήκες στην Ελλάδα έχουν αλλάξει δραματικά. Οι υποδομές στη χώρα, δρόμοι, δίκτυα, λιμάνια, αεροδρόμια δεν έχουν εκσυγχρονιστεί απλώς, αλλά έχουν αναβαθμιστεί δραστικά. Τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Από την άλλη πλευρά η καθημερινότητα και η κοινωνική ζωή την τελευταία εικοσαετία ανετράπησαν και επαναδιατυπώθηκαν μέσα από τη χρήση των κινητών τηλεφώνων, των δικτύων τηλεφωνίας και των social media.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και επαφές «ψηφιοποιήθηκαν» και η επαγγελματική ενασχόληση όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό, ειδικά από την πανδημία και μετά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς στη Δύση, απομακρύνεται από το ωράριο και την εντοπιότητα του γραφείου. Επίσης, το πλέον κρίσιμο, η ζωή στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη γίνεται όλο και πιο δυσχερής, αγχωτική και ανούσια, όχι μόνο για τις γενιές και τις ηλικίες που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση αλλά και για τις νεότερες γενιές και τις παραγωγικές ηλικίες των 35-55 χρονών. Οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται, τα εισοδήματα επηρεασμένα από τη μνημονιακή δεκαετία παραμένουν αναιμικά, οι τιμές των ακινήτων εκτινάσσονται και η χώρα γενικά από εθνική Γη των Ελλήνων διεθνοποιείται. Είναι η συγκυρία και η ευκαιρία οι νεότερες γενιές ξεφεύγοντας από την «επιδοματική» μιζέρια τους να κινηθούν ως «ψηφιακοί νομάδες» ανακαταλαμβάνοντας την επικράτεια και να δημιουργήσουν καινούργια, πιο «ώριμα» πρότυπα καθημερινότητας, παραγωγικής διαδικασίας, ευμάρειας.
Η νέα «ευημερία», για την οποία μιλά ο πρωθυπουργός, περνά από αυτό το αρχικά μεγαλόπνοο σχέδιο της μαζικής αποκέντρωσης και της αναδιάρθρωσης της παραγωγής.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 24/10