Η κυβερνώσα αριστερά έχει δύο διαδρομές από εδώ και πέρα να ακολουθήσει. Η πρώτη είναι να συνεχίσει, με το προκάλυμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, να ακολουθεί μια στρατηγική που προστατεύει την εθνική δομή του κράτους. Η δεύτερη να αφεθεί στον ευρω-φεντεραλισμό και στον εθνομηδενισμό, παρακολουθώντας τις νόρμες της ελληνικής εκδοχής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και την ύστερη ελληνική κεντροαριστερά των «δικαιωματιστών» της σχολής Σημίτη. Στην πρώτη περίπτωση, και παρά τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στα αριστερά και στα δεξιά αντανακλαστικά που συγκρούονται μεταξύ τους για τη σχέση κράτους - Εκκλησίας, για την πολιτική απέναντι στις κοινωνικές, φυλετικές και σεξουαλικές μειονότητες ή για το δικαίωμα του «αυτοκαθορισμού», ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να χαρακτηρίζεται εθνική αριστερά.

Στην αντίθετη περίπτωση -και με δεδομένο ότι οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, εφόσον παραμείνουν ένα «προσωπικό κόμμα» του Π. Καμμένου, έχουν ημερομηνία λήξης-, ο ΣΥΡΙΖΑ είτε θα «ενσωματωθεί» στις δυνάμεις της «ευρωμετωπικής» κεντροαριστεράς, οπότε θα χάσει τη σημασία του κυριαρχούμενος από τις συστημικές ελίτ του χώρου που στερούνται όμως κοινωνικής βάσης, είτε θα αρνηθεί την ένταξη και θα περιχαράξει πολιτικά την αριστερά στον εθνο-κοινωνικό προσανατολισμό...

Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβερνώσα αριστερά έχουν περιθώρια χρονικά και πολιτικά να προδιαγράψουν την προοπτική. Την τοποθέτηση στον πολιτικό χώρο. Οι επιλογές της αριστεράς είτε θα ρυμουλκήσουν τη «χολερική» σε επίπεδο ιδεών, προσώπων και προτάσεων κεντροαριστερά σε μια νέα Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) με ηγετική δύναμη στον χώρο τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε τον ΣΥΡΙΖΑ σε «παρελκόμενο» της παρακμιακής νέας Ένωσης Κέντρου της μετα-ΠΑΣΟΚ εποχής, που επιχειρεί η κεντροαριστερά.

Ο Αλ. Τσίπρας και η ηγετική πλέον ομάδα του Μαξίμου έχουν να θυμούνται, από το τέλος της εποχής Αλαβάνου και την αρχή των πάντων, το «φλερτ» που δέχθηκαν από παράγοντες των εκδοτικών συγκροτημάτων και των μίντια της «εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς» και της πανίσχυρης διαπλοκής που τότε στοχοποιούσαν τον Γ. Παπανδρέου, να αναδείξουν τον ΣΥΡΙΖΑ από περιθωριακή δύναμη του 3% σε κόμμα παρέμβασης του 15%-16%. Είναι αυτοί που τότε απέτυχαν, ενώ τώρα πλέον -«σκιές» του παλιού τους εαυτού- προσπαθούν νύχτα-μέρα να αφανίσουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ με ύβρεις και σοσιαλφιλελεύθερη «αγοραία» πολιτική υστερία.