Ουσιαστικά ο λόγος για την πρώτη μεταμνημονιακή κυβέρνηση , που θα καθορίσει με τις επιλογές και τις αποφάσεις της την στρατηγική αναδιάρθρωση της χώρας , μετά την δομική χρεοκοπία της πριν από περίπου μια δεκαετία. Παράλληλα και καταρχήν – από την πρώτη φάση ακόμη- έχουν να επιλέξουν τους βουλευτές της Ελλάδας για το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε μια Ένωση που είτε θα αλλάξει, είτε θα σπάσει σε ζώνες και επιμέρους ενότητες. Επίσης θα πρέπει να αποφασίσουν και να επιλέξουν τους τοπικούς τους κυβερνήτες –περιφερειάρχες και δημάρχους- καθώς και τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια από τα όποια εξαρτάται η αναδιάρθρωση στα ζητήματα της καθημερινότητας στις γειτονιές του λεκανοπεδίου που πλέον έχουν «πλεμποποιηθεί», τις πόλεις και τα χωρία της Ελλάδας , που θα πρέπει να βρουν τις δικές τους διεξόδους για να επανακαθορίσουν την πραγματικότητα τους.

Υπό την έννοια αυτή όλες αυτές οι εκλογικές διαδικασίες έχουν συνεκτικότητα μεταξύ τους και μπορεί οι επιλογές για το εθνικό κοινοβούλιο να διατηρούν την υπεράνω σημασία τους αλλά το σύνολο των επιλογών θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την τύχη του έθνους . Την τύχη όλων . Ακόμη και αυτών που δεν λογίζουν πλέον την Ελλάδα ως εθνικό κράτος , αλλά επιμένουν να την βλέπουν σαν μια περιοχή της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας που φαντασιώνονται.

Οι συνθήκες για την επόμενη κυβέρνηση προσομοιάζουν τηρουμένων των αναλογιών, με εκείνες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νεοϊδρυθείσα τότε Νέα Δημοκρατία υπό τον Κ. Καραμανλή τον πρεσβύτερο, το 1974. Όταν μετά την ήττα στην Κύπρο το στρατιωτικό καθεστώς παρέδιδε τις τύχες της χώρας στην δημοκρατία. Η μετάβαση αυτή χαρακτηρίσθηκε και έμεινε στην πρόσφατη ιστορία ως «μεταπολίτευση». Στην παρούσα φάση δεν έχουμε τον εφιάλτη μιας στρατιωτική ήττας να σκιάζει τους σχεδιασμούς μας. Ούτε κάποια μετάβαση από στρατιωτικό καθεστώς. Έχουμε όμως το «στοίχημα» σε εθνική, κοινωνική βάση να πετύχουμε μια νέα «μεταπολίτευση». Αυτή τη φορά από μια στρατηγικού χαρακτήρα χρεοκοπία. Όχι μόνον σε σχέση με τα δημοσιονομικά , αλλά και με την προοπτική της χώρας εντός του ευρώ.
Η ευημερία των Ελλήνων αποτελεί και πάλι ζητούμενο. Επίσης η εθνική ασφάλεια της χώρας. Η δημόσια τάξη. Η αναδιάταξη των δυνάμεων του έθνους. Ένα νέο κράτος θα πρέπει να συναποφασισθεί , να δομηθεί και να λειτουργήσει προς όφελος όλων. Πλούσιων και φτωχών. Αισιόδοξων και απαισιόδοξων. Αριστερών, Κεντρώων και Δεξιών. Νέων και ηλικιωμένων. Επιχειρήσεις να συγκροτηθούν , νέος πλούτος να δημιουργηθεί, επενδύσεις να εξελιχθούν, νόμοι και διαδικασίες να επαναδιατυπωθούν, νοοτροπίες να αλλάξουν.

Η επόμενη Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει αυτήν την ευθύνη , εμπεδώνοντας τον ρόλο της εθνικής αστικής τάξης που εξέλιπεν τις προηγούμενες δεκαετίες . Να ανατάξει την χώρα και να υπερβεί τον χρεοκοπία, την διαφθορά, την πίκρα , τους συλλογικούς εφιάλτες , την εθελοδουλία που αφήνουν πίσω τους τα μνημόνια και οι υποχρεώσεις που αυτά συνεπάγονται. Ποια θα είναι αυτή η επόμενη κυβέρνηση; Οι Έλληνες θα αποφασίσουν. Η εξουσία στον αυτοπροσδιορισμό μας έχει μείνει ατόφια. Οι πολίτες θα ψηφίσουν και θα αποφασίσουν.

Αυτοί μπορούν να ψηφίσουν προοδευτικά Νέα Δημοκρατία , εμπιστευόμενοι στον Κυριάκο Μητσοτάκη την «νέα μεταπολίτευση». Έναν ώριμο ηλικιακά και από άποψη διεθνών και κοινοβουλευτικών εμπειριών πολιτικό ηγέτη της Ελληνικής Κεντροδεξιάς , που έχει αποδειχθεί συνεπής σε νεωτεριστικά σχέδια και μοντέλα για την λειτουργία του κράτους, την απελευθέρωση του επιχειρείν, την σύμπραξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, την αξιοποίηση προσώπων και εκτός πολιτικής , πολύ επίμονος στην ορθολογική αναθεώρηση των συμπλεγμάτων και των αγκυλώσεων που στερούν την Ελλάδα ως κρατική οντότητα αλλά και ως κοινωνική συγκρότηση από το να τολμήσει την ανάπτυξη και την αναβάθμιση.

Ταυτόχρονα η Νέα Δημοκρατία η παράταξη που ανέλαβε και επέτυχε την πρώτη μεταπολίτευση και μετασχηματισμό της Ελλάδας από μια Βαλκανική χώρα , με συμπλέγματα χρόνιου εμφυλίου πολέμου , σε ένα ευρωπαϊκό έθνος –κράτος του πυρήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 , φαντάζει απολύτως κατάλληλη και ισχυρή για να φέρει σε πέρας την αναβάθμιση της χώρας που θα την βγάλει στην παρούσα πλέον φάση από τον κύκλο της φθοράς και της παρακμής, καθιστώντας την μια διεθνή ισχυρή χώρα.

Η ψήφος εμπιστοσύνης στην πρωθυπουργία του Κ. Μητσοτάκη και την διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι προοδευτική . Αφού η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θα φοβηθεί το καινούργιο, την μεγάλη αλλαγή στα δεδικασμένα που κρατούν την Ελλάδα δέσμια στη μιζέρια στους τομείς της υγείας, της παιδείας , της ασφάλειας, της δημόσιας διοίκησης . Θα συμπράξει στο εγχείρημα για την παραγωγή νέου πλούτου και την διασπορά νέας ευημερίας , χωρίς την φορά αυτή εξωτερικό δανεισμό και εμμονές στις πάγιες νόρμες της συστημικής διαφθοράς.

Ουσιαστικά ο λόγος για ένα ρεύμα μεταρρύθμισης , με στόχο την εμπέδωση νέας αυτοπεποίθησης στο έθνος και τον λαό.

Από την άλλη πλευρά θα μπορούσε φυσικά η πλειοψηφία των πολιτών να κινηθεί στην κάλπη φοβικά , συντηρητικά, με δισταγμό απέναντι στο καινούργιο, δίδοντας μια επιπλέον ευκαιρία διακυβέρνησης στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση με τον πολιτικό σχηματισμό της Αριστεράς –Κεντροαριστεράς και την ηγεσία του υπό τον Αλ. Τσίπρα να έχουν εξαντλήσει τις δυνάμεις τους , την φαντασία τους αλλά και την νεοτερικότητα τους , η ψήφος αυτή θα είναι μια επιλογή καθήλωσης στα δεδικασμένα του χθες που οδήγησαν στα Μνημόνια , μια άρνηση στις παραγωγικές δυνάμεις του έθνους να συμπράξουν σε ένα αναγκαίο για το μέλλον « go”, μια εμμονή σε επιδόματα φτώχειας και μιζέριας , «ρέστα» από μια ανακύκλωση απαγορευτικής φορολογίας για την προοδευτική εξέλιξη.

Δεσπόζουν δύο παράμετροι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Πρώτον η Δεξιά και Κεντροδεξιά ιστορικά έχουν αποδειχθεί η πολιτική παράταξη που γεννά πλούτο με την Αριστερά και τους Σοσιαλιστές να βρίσκουν ρόλο στην αναδιανομή του πλούτου σε περιόδους μεγάλης ευημερίας. Αλλά στην παρούσα φάση η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση «ελεγχόμενης χρεοκοπίας».

Δεύτερον ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανές ότι χρειάζεται αυτή την τετραετία στην αντιπολίτευση μέχρι το 2023 προκειμένου να ενσωματώσει τις πολιτικές και διεθνείς εμπειρίες που απέκτησε στη βάση του ρεαλισμού μετά την περίπου 5ετια διακυβέρνησης. Να εντοπίσει επιπλέον πρόσωπα και σχεδιασμό για επόμενες κυβερνήσεις . Να πετύχει την μετεξέλιξη του από ένα περιθωριακό κόμμα συνιστωσών της Αριστεράς σε μια οργανική παράταξη που θα συνδέσει την ρεφορμιστική Αριστερά με την κανονιστική Σοσιαλδημοκρατία φιλελεύθερου κοινωνικού ορθολογισμού. Να προάγει και να εκπαιδεύσει κοινοβουλευτικά πρόσωπα που θα μπορέσουν στο μέλλον να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της χώρας σε ένα όραμα συνεκτικό με το μοντέλο ανάπτυξης και δομικής συγκρότησης που η Νέα Δημοκρατία και η πρωθυπουργία Μητσοτάκη θα έχουν επιτύχει σε μια πρώτη φάση μέχρι το 2023.

Μπορεί τους τελευταίους μήνες η πόλωση και η μικροπολιτική να κυριάρχησαν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας , απογοητεύοντας πολλούς. Με σύνθημα όμως την διακήρυξη Μητσοτάκη ότι «έρχομαι για να ενώσω και όχι για να τελειώσω κανέναν» η ψήφος των πολιτών στις πέντε επερχόμενες κάλπες –μαζί με εκείνη των εθνικών εκλογών- θα πρέπει τελικά να καταλήγει μια ψήφος εμπιστοσύνης στην διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη.