Η επικράτηση Ανδρουλάκη στο «μικρομεσαίο» εκλογικά ΚΙΝ.ΑΛ./ΠΑΣΟΚ δημιουργεί αναταράξεις στο προσκήνιο της επικαιρότητας και έντονες διεργασίες στο πολιτικό παρασκήνιο. Σειρά δημοσκοπήσεων, πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, στα διαλείμματα του ορυμαγδού του COVID-19 και της μετάλλαξης «Ο», επιχειρούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις δομικού μετασχηματισμού του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα. Όπου εντελώς ξαφνικά, από δύο κόμματα διακυβέρνησης, την κυρίαρχη δημοσκοπικά και κοινοβουλευτικά Νέα Δημοκρατία και τον «ανθεκτικό» ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να υπολογίζουμε και μια τρίτη δύναμη διακυβέρνησης, το ΚΙΝ.ΑΛ./ ΠΑΣΟΚ.

Πώς γίνεται αυτό; Αν πάρουμε ενδεικτικά μία από τις πανομοιότυπες τελευταίες δημοσκοπήσεις, αυτήν της εταιρείας Marc, βλέπουμε ότι αν είχαμε αύριο εκλογές, σύμφωνα με τη στατιστική τους, θα βρισκόμασταν μπροστά στην εξής εικόνα: Η Νέα Δημοκρατία θα συγκέντρωνε 33%, ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 19,5% και το ανερχόμενο ΚΙΝ.ΑΛ. 15,2% (από 9% στην προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρείας). Ουσιαστικά, δηλαδή, ο «άχρωμος», «θολός» ως προς τις αντιλήψεις και τις προτάσεις του Ν. Ανδρουλάκης και η «παρέα» του, εξίσου απροσδιόριστη από τις νεότερες, τις μετα-μοντέρνες, γενιές του ΠΑΣΟΚ, εμφανιζόμενοι και μόνον πέτυχαν μια αύξηση σε σχέση με την εποχή Γεννηματά της τάξης των 4-5 μονάδων.

«Αστεία πράγματα» και «παιχνίδι να γίνεται», θα πει κάποιος. Παρά ταύτα, ο συντονισμός, αλλά και η όλη εξέλιξη στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ., με την οργανωτική δεινότητα και τη μακρά προετοιμασία των νικητών, θυμίζουν έναν παλαιότερο γερμανικό σχεδιασμό. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 διατυπώθηκε για πρώτη φορά. Σύμφωνα με αυτόν, δεν παίζει ρόλο πώς θα ψηφίζουν οι πολίτες, αλλά τι δύναμη θα έχει το ΠΑΣΟΚ, στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, στον παραδοσιακό άξονα Δεξιά - Αριστερά. Αφού η κυβερνητική συμμαχία αυτού, είτε με τη Νέα Δημοκρατία είτε με κάποιο κόμμα που στον χρόνο θα μπορούσε να προκύψει στην Κεντροαριστερά - Αριστερά, θα καθόριζε τη σειρά των κυβερνήσεων. Και μάλιστα τότε -είναι πριν από τη χρεοκοπία και πριν από την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ- εγγύηση για την πολιτική σταθερότητα της «αποικίας Ελλάδα» (κάτι σαν εξωεγχώριο κρατίδιο της Ευρωπαϊκής Γερμανίας) θα ήταν ο μεγάλος συνασπισμός, στο γερμανικό μοντέλο, Νέας Δημοκρατίας - ΠΑΣΟΚ. Κάτι που είδαμε τελικά μετά τη δημοσιονομική κατάρρευση με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου (2012-2015).

Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ διαφορετική φάση. Απομακρύνεται από τον κύκλο των μνημονίων, εκσυγχρονίζεται με ταχείς ρυθμούς, παρά τις κρίσεις και την πανδημία, γίνεται διεθνής μέσα από επενδύσεις, εξοπλίζεται στον στρατιωτικό τομέα και την τεχνολογία -χωρίς τους μεσάζοντες και τα αντισταθμιστικά της διαπλοκής ΠΑΣΟΚ-, χτίζει στρατηγικές συμμαχίες με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα (κ.λπ.), αλλάζει τη λειτουργία του κράτους και τη σχέση κράτους - πολίτη.
Την εξέλιξη αυτή την εγγυώνται οι σταθερές και ισχυρές κυβερνήσεις του Κ. Μητσοτάκη. Του πρωθυπουργού που πραγματοποιεί τον εκσυγχρονισμό, ενόψει της ψηφιακής εποχής, σε αντίθεση με τον προκάτοχο Κ. Σημίτη -κάποιοι τον προσομοιάζουν-, που τον ευαγγελιζόταν ενόψει ΟΝΕ, στηριζόμενος σε εξαρτήσεις και σχέσεις επιχειρηματικής διαπλοκής (λέγε με «εθνικοί πρωταθλητές»).

Ο συντονισμός, αλλά και η όλη εξέλιξη στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ. ΑΛ., με την οργανωτική δεινότητα και τη μακρά προετοιμασία των νικητών, θυμίζουν έναν παλαιότερο γερμανικό σχεδιασμό

Απέναντι στην πραγματικότητα αυτή αντιδρούν παράγοντες του εγχώριου επιχειρηματικού παρασκηνίου, που θέλουν να ελέγξουν από την πλευρά τους τις επιλογές και τις αποφάσεις των κυβερνήσεων, και ειδικά τη σύνθεσή τους. Στην κατεύθυνση αυτή επιδιώκουν αδύναμα κόμματα, ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισμού, διαρκή προεκλογική περίοδο. Μια επανάληψη δηλαδή της περιόδου 2011-2015.

Πιο συγκεκριμένα, εκλογές το ταχύτερο δυνατόν και όχι στο τέλος της συνταγματικής θητείας. Αν είναι δυνατόν, τον Μάιο 2022, με την πανδημία να υφίσταται και την ακρίβεια να μην έχει υποχωρήσει. Ακυβερνησία τόσο με την απλή αναλογική, αλλά και στην περίπτωση της νέας ενισχυμένης, με τη Νέα Δημοκρατία να κινείται κάτω από το 39%. Συνασπισμό κομμάτων στην κυβέρνηση, με το ΚΙΝ.ΑΛ. εγγυητή της «σταθερότητας». Και όλα αυτά γιατί; Απλώς μεταξύ του 2022-2025 θα «αξιοποιηθούν» περίπου 70 δισ. ευρώ. Από το Ταμείο Ανάκαμψης αρχικά και από το ΕΣΠΑ στη συνέχεια. Και αυτά με Μητσοτάκη πρωθυπουργό δεν μπορούν να καταλήξουν στους εταιρικούς και προσωπικούς τους λογαριασμούς, χωρίς κανόνες και παραγόμενο για τη χώρα και την οικονομία αποτέλεσμα. Αυτό μόνον το ΚΙΝ. ΑΛ./ΠΑΣΟΚ μπορεί να το εγγυηθεί…