Οι πολύωρες και πολυεπίπεδες συνοµιλίες µεταξύ του ηγέτη της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, και του ηγέτη της Ρωσίας, Βλαντιµίρ Πούτιν, εξελίχθηκαν σε πολύ θετικό κλίµα, όπως µεταδίδεται από την αποκλεισµένη από τη ∆ύση, Μόσχα. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι οι δύο ηγέτες της Ασίας είχαν επί µακρόν συζητήσεις σε «κλειστό» περιβάλλον, χωρίς πολυπρόσωπες αντιπροσωπείες από τις δύο πλευρές.

Οταν µιλάµε για την Κίνα και τη Ρωσία, αναφερόµαστε σε πολιτειακά συστήµατα ολιγαρχικής ∆ηµοκρατίας, που δεν σχετίζονται µε τη λειτουργία του συγκεκριµένου πολιτεύµατος στη βάση των συνταγµατικών τάξεων και αναφορών των δυτικών δυνάµεων και εθνικών κρατών.

Η κατάληξη των συναντήσεων και των συζητήσεων εκφράσθηκε από ένα κοινό ανακοινωθέν λίγο πριν από την αναχώρηση του Κινέζου ηγέτη από τη ρωσική πρωτεύουσα. Από αυτό το διπλωµατικό κείµενο θα πρέπει να αξιολογηθεί µια καθοριστική για το µέλλον αναφορά. «Οι στενές σχέσεις µεταξύ µας δεν συνιστούν µια στρατιωτική-πολιτική συµµαχία παρόµοια µε εκείνη που δηµιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου, (αλλά) είναι κάτι παραπάνω από µια διακρατική συµφωνία». Ταυτόχρονα, ο Τζινπίνγκ, αποχαιρετώντας τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο αεροδρόµιο, αναχωρώντας για τη χώρα του, καθόλου τυχαία έστειλε ένα µήνυµα προς κάθε κατεύθυνση: «Ερχεται αλλαγή που δεν έχει συµβεί εδώ και 100 χρόνια. Και εµείς προωθούµε µαζί αυτή την αλλαγή».

Πού παραπέµπει η όλη συζήτηση µετά τις συνοµιλίες αυτές Τζινπίνγκ - Πούτιν; Μα, στην αρχή της ευρωπαϊκής οντότητας. Οταν στις αρχές της µεταπολεµικής δεκαετίας του 1950 (∆υτική) Γερµανία και Γαλλία κάθησαν στο ίδιο τραπέζι µαζί µε την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεµβούργο και αποφάσισαν την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Είχε προηγηθεί η ιδεολογικού τύπου διακήρυξη του εµβληµατικού υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρ. Σουµάν (Μάιος 1950), ενώ ακολούθησαν το 1958 οι περίφηµες Συνθήκες της Ρώµης για την ίδρυση της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ (η Κοινότητα Ατοµικής Ενέργειας), για να φθάσουµε µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου και τη διάλυση της ΕΣΣ∆ στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), σε µια πολύ πιο ευρεία Ευρώπη, µε νοµισµατική ζώνη. Σε όλη αυτή τη διαδροµή διακριτή στάση κράτησε το Ηνωµένο Βασίλειο, που τελικά αποχώρησε από την Ενωση.

Αντί για τις τότε κύριες παραδοσιακές αντιπάλους στην Ευρώπη που συντονίσθηκαν, σήµερα στην Ασία έχουµε την κεντρική σύγκλιση, στο ίδιο λειτουργικό µοντέλο, της Κίνας µε τη Ρωσία. Κρίσιµη παράµετρος στη νέα αυτή σχέση είναι ότι κινεζικές εταιρείες θα πάρουν τη θέση των δυτικών που αποχώρησαν µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ αντίστοιχα η Κίνα θα διασφαλισθεί σε πρώτες ύλες και ενέργεια από τα φυσικά αποθέµατα της Ρωσίας. Στην άµεση προοπτική του σήµερα έρχεται η πρώτη σύνοδος Κίνας - Κεντρικής Ασίας, µε τις πρώην σοβιετικές ∆ηµοκρατίες και σήµερα αυταρχικά, προσωποπαγή καθεστώτα, υπό την επιρροή της Μόσχας, να συγκλίνουν οικονοµικά, επιχειρηµατικά και ενεργειακά µε τη νέα «ζώνη». Μιλάµε για Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζµπεκιστάν, Τατζικιστάν και Τουρκµενιστάν. Οι επερχόµενες αυτές διασκέψεις αποτελούν ουσιαστικά ένα εγχείρηµα διεύρυνσης της Συµφωνίας της Σαγκάης, που βασίζεται στις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική), στον Καύκασο.

Η Κίνα, όπως διαφαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις, αποφεύγει µε κάθε τρόπο την ευθεία αντιπαράθεση µε τη ∆ύση και ειδικά µε την ηγετική δύναµη αυτής, τις ΗΠΑ. Τόσο στο θερµό «µέτωπο» της Ουκρανίας, όπου δεν τροφοδοτεί µε φανερό τρόπο µε οπλικά συστήµατα τη Ρωσία πέρα από τα πυροµαχικά ή τα drones, όσο και εν γένει στον ανταγωνισµό στην Ασία, όπου συνεχίζει να προσπαθεί διπλωµατικά να µη δώσει ευκαιρία για την έναρξη ενός επίσηµου Ψυχρού Πολέµου. Η Κίνα δεν είναι έτοιµη για κάτι τέτοιο και ο κεντρικός στόχος της συνεχίζει να είναι να εξοικονοµήσει χρόνο.

Η τροχιά της γεωπολιτικής που έχει ως στρατηγική το Πεκίνο βασίζεται στη γεωοικονοµία. Υπό την έννοια αυτή, διευρύνει από τη µία τις οικονοµικές, εµπορικές ζώνες συνεργασίας της, διατυµπανίζοντας στις επίσηµες δηλώσεις τα περί ενός πολυπολικού κόσµου επιρροής και αποφάσεων, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως επιτήδειος «διαµεσολαβητής» σε περιφερειακά µέτωπα συγκρούσεων, όπως αυτό µεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, που έχει µεταξύ των άλλων άµεσες επιπτώσεις στον µακρόχρονο πόλεµο στην Υεµένη.

Ετσι, στη βάση των νέων δεδοµένων, επιχειρεί παράλληλα την αποκοπή του δολαρίου από το «πετροδολάριο». Επίσης, την επιρροή στον ευρύ χώρο των Αράβων, του Ιράν, της Τουρκίας και της Αφρικής. Αν δεχθούµε ότι η αξία του κυρίαρχου διεθνούς νοµίσµατος της ∆ύσης, αυτού των ΗΠΑ, δοµεί την ισχύ του στην παγκόσµια κυκλοφορία του στις διεθνείς συναλλαγές, το Πεκίνο µε τη Μόσχα µαζί προσβλέπουν από τη µία στις διαδοχικές κρίσεις, τραπεζικές και αποθεµατικές, που χαρακτηρίζουν τη χρηµατιστηριακή ∆ύση, ενώ από την άλλη συγκροτούν δικό τους νόµισµα συναλλαγών, βασισµένο σε πραγµατικές αξίες (ενέργεια, πρώτες ύλες, εµπόριο, αγροτικά), και δικό τους ∆ΝΤ, σπάζοντας το παγκόσµιο, αλληλεξαρτηµένο σύστηµα.

Ο «άξονας» της Ασίας µε τη µεθοδολογία αυτή διευρύνεται και ισχυροποιείται, µε τον παράγοντα «Ινδία» να στέκεται επί του παρόντος σε µια ενδιάµεση θέση, επιθυµώντας να αποφύγει την ένταξη τύπου Ρωσίας, επενδύοντας στην ηγετική θέση σε ένα νέου τύπου «κίνηµα των Αδεσµεύτων», που θα αυξήσει µαζί µε τον όγκο της και τη διαπραγµατευτική της δεινότητα.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 24/3