Ακόµη µια φορά ξεκίνησε µια προεκλογική περίοδος. Αυτό δεν είναι κακό, φυσικά. Συνηθίζεται στον κύκλο του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Το κακό για την Ελλάδα και τα συµφέροντα των Ελλήνων ξεκινά από το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αυτές εκλογές αποκτούν µέσα από την αντιπαράθεση κοµµάτων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης µεγαλύτερο όγκο και επιπτώσεις από αυτές που τους αναλογούν. Με απλά λόγια. ∆εν είναι δυνατόν να συζητήσουµε εκ νέου µέσα από την εκλογική διαδικασία το αξίωµα της πολιτικής σταθερότητας. Ούτε τον χρονικό θεσµικό ορίζοντα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Αυτός είναι οριοθετηµένος και αποφασισµένος από πέρυσι. Στις διπλές εθνικές, πολιτικές εκλογές του 2023. Μπορούµε να συζητήσουµε για την «ευρωπαική ατζέντα». Επίσης για την αναγκαιότητα πιο σοβαρής εκπροσώπησης. Για τους συσχετισµούς στην Ευρώπη την επόµενη πενταετία και τις προκρινόµενες στρατηγικές σε διάφορους τοµείς αιχµής που θα στήριζαν τα συµφέροντα των Ελλήνων.

Πρωθυπουργό, κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτοδύναµη κυβέρνηση έχουµε. Ευρωβουλευτές, επίτροπο και ενηµέρωση ψάχνουµε. Για τέτοια ζητήµατα θα ψηφίσουµε. Χαλαρά ή συσπειρωτικά παίζει δεύτερο και τρίτο ρόλο. Ακόµη και η «διαµαρτυρία» ή η δυσανεξία έχει στην ούγια την κοινή παραδοχή ότι κυβέρνηση και πολιτική σταθερότητα έχουµε. ∆εν την ψάχνουµε. Ούτε θα τη θέσουµε µέσα σε 10 µήνες υπό κρίση πάλι.

Μπορεί τα κόµµατα να έχουν εξελιχθεί µε τα χρόνια σε εκλογικούς µηχανισµούς και µόνον. Αυτό είναι ένα πρόβληµα. Στις παρούσες διεθνείς, ευρωπαϊκές και εγχώριες συνθήκες χρειαζόµαστε, επειγόµαστε γι’ αυτό, πολιτικούς οργανισµούς προβληµατισµού, φόρουµ ανταλλαγής ιδεών και διατύπωσης στρατηγικών για το πώς θα µετεξελιχτεί η κατάσταση της χώρας, αλλά και πού θα πορευθεί αυτή µε δεδοµένη την επονοµαζόµενη 4η Βιοµηχανική Επανάσταση και τις επιπτώσεις της στην καθηµερινή ζωή αλλά και στη διάρθρωση του κράτους και της διοίκησης. Ταυτόχρονα, είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι στην παρούσα φάση στην Ελλάδα υπάρχει µία και µόνη δύναµη διακυβέρνησης. Αυτή που κυβερνά. Ενώ στην αντιπολίτευση αριστερή, δεξιά και κεντρώα, υπάρχει µικροπολιτικός, επικοινωνιακός διαγκωνισµός για µια «θέση κάτω από τον ήλιο». Αυτό το περιβάλλον µπορεί να γίνει άλλοτε πιο τοξικό και άλλοτε πιο παραγωγικό. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις οι πιέσεις προς αυτό το παζλ της αντιπολίτευσης είναι να γίνει πολιτικό και πολιτειακά αρµονικό και όχι να συνεχίσει να είναι µια οχλοκρατούµενη ανεύθυνη «κινούµενη άµµος». Επίσης, δεν είναι δυνατόν στη βάση της επόµενης ηµέρας των Τεµπών, της διογκούµενης βίας, ενδοοικογενειακής, ανηλίκων και λοιπά, να χάνουµε το… δάσος. Η µόνη πορεία που µπορεί να έχει η Ελλάδα είναι εµπρός. Με δεδοµένο ότι ο «γκρεµός» είναι πίσω της. Στη χρεοκοπία και τη δεκαετία των µνηµονίων. Για να πάµε εµπρός θα πρέπει να εξελίξουµε µια πολύ σοβαρή συνοχή που θεµελιακά υφίσταται. Στη συνέχεια έναν δηµόσιο διάλογο εθνικού επιπέδου που δεν µπορεί να γίνει µε βάση τα πρωινάδικα της τηλεόρασης, το κουτσοµπολιό της παραπολιτικής, τα κοινωνικά δίκτυα του χάους και του ψυχοπαθολογικού ναρκισσισµού και φυσικά δεν είναι δυνατόν να καταλήξει στην επιλογή του «κανένα». Γιατί ένας τέτοιος κύκλος νέου και απόλυτου µηδενισµού θα κάνει απολύτως επίκαιρο, σχεδόν προφήτη, τον ανήσυχο και επιφυλακτικό κεντρικό τραπεζίτη Γ. Στουρνάρα, διαψεύδοντας τις θετικές παραδοχές του αντίστοιχα.

Κάποια στιγµή θα πρέπει να αρχίσουµε να µιλάµε σοβαρά. Τουτέστιν, να πάµε να κάνουµε τις ευρωεκλογές µας µε ατζέντα το κατά δυνατόν σοβαρή. Σίγουρα ευρωπαϊκή. Και στις 10 Ιουνίου, που θα υπάρχει και καθαρός πολιτικός χρόνος τριετίας, χωρίς εκλογές στο ενδιάµεσο, να προχωρήσουµε σε σοβαρές διαβουλεύσεις και προγραµµατισµό για το πώς θα αυξηθεί το ΑΕΠ µας. Γιατί δαπάνες χωρίς έσοδα δεν υπάρχουν στη ζώνη του ευρώ, ενώ ταυτόχρονα χρειαζόµαστε περισσότερη ευηµερία και ισχυρότερη άµυνα στις κρίσεις. Ας µη δραµατοποιούµε τη συγκυρία!