Εξέγερση δικαιολογείται όταν υπάρχει ξένη κατοχή ή αυταρχικό καθεστώς. Ακόμη και όταν η εθνική κυβέρνηση βρίσκεται υπό ξένη εντολή. Δεν έχει όμως καμία θέση ως σκοπιμότητα στην παρούσα φάση που η Ελλάδα με δημοκρατική κυβέρνηση, ισχυρής πλειοψηφίας και πρόσφατων εκλογών, επιχειρεί να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη. Όχι μάλιστα σε σχέση με το παρελθόν, δεν δοκιμάζει αποκατάσταση, αλλά εξέλιξη σε σχέση με τις προκλήσεις και τα ζητούμενα του μέλλοντος. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει στην πράξη στα πέντε χρόνια διακυβέρνησής του ότι είναι υπέρ της διαλεκτικής επαφής με την αντιπολίτευση και πολύ περισσότερο με τους πολίτες.

Τίποτα δεν προκύπτει έτσι ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, ισοπεδωτικά και χωρίς να έχει εξηγηθεί στον δημόσιο διάλογο, εντός αλλά και εκτός Κοινοβουλίου, με επάρκεια και εξαντλητικά. Ως προς τη σκοπιμότητα, τη λειτουργικότητα και τους πόρους που θα απαιτήσει. Είναι λοιπόν σε κάθε περίπτωση αδικαιολόγητη η πρόσκληση από μειονότητες των πολιτών, συντονισμένες ή χαοτικές κατά περίπτωση, σε οργανωμένη εξέγερση.

Άλλωστε οι ίδιοι οι πολίτες στην πλειοψηφία τους και άσχετα με τις πολιτικές τους θέσεις κα το κόμμα που ψηφίζουν δείχνουν να παρακολουθούν τον πρωθυπουργό, να ακολουθούν τον νόμο και να προσβλέπουν σε μια καλύτερη μέρα, με μια μεγαλύτερη και ισόρροπη ευημερία. Το ίδιο το κράτος, υπό την πίεση της εποχής της παγκόσμιας αστάθειας και των διεθνών ανατροπών ή διαδοχικών κρίσεων που προκύπτουν, αναζητά τις νόρμες και την αυτοπεποίθηση μετά την τραγική εποχή των μνημονίων και της χρεοκοπίας για την ανασυγκρότησή του.

Υπάρχουν ζητήματα και διαφωνίες που προκύπτουν μέσα από την εξέλιξη των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Όπως για παράδειγμα ο πολιτικός γάμος των ομοφύλων ή η ελευθεριότητα, υπό καθορισμένες προδιαγραφές, συγκρότησης μη κρατικών πανεπιστημίων. Ναι, προκύπτουν διαφωνίες ως προς αυτά, μεγαλύτερες ή μικρότερες. Πώς θα τις επιλύσουμε; Με εξεγέρσεις; Με εμφύλιες συγκρούσεις, αφορισμούς και κατάρες; Ή στη βάση του διαλόγου, της αρχής της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο και της συνδιαλλαγής;

Υπάρχουν επίσης προβλήματα βιωσιμότητας για ολόκληρες κατηγορίες του πληθυσμού, για παράδειγμα τους εμπλεκόμενους στην πρωτογενή παραγωγή. Αγρότες, κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι. Δεν είναι ένα ζήτημα μόνο δικό μας αλλά ολόκληρης της ευρωπαϊκής ενότητας. Πώς θα το λύσουμε, με καταστροφές, θερμές συγκρούσεις με την Αστυνομία και παρεμπόδιση στις κεντρικές εθνικές αρτηρίες σε βάρος άλλων από εμάς; Όχι, αλλά με συζητήσεις, επίσημες και ανεπίσημες, προγραμματισμό, μέτρα στήριξης στα όρια του προϋπολογισμού, οπτική για το εγγύς μέλλον, στρατηγική ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα ώστε να αυξηθούν το ΑΕΠ και η ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαμαρτυρίες και η ευαισθητοποίηση για τις δυσχέρειες στον πρωτογενή τομέα από την πλευρά των παραγωγών βοήθησαν. Είναι σαφές ότι υπήρξε υποεκτίμηση και καθησυχασμός από την κυβέρνηση και ειδικά τα αρμόδια υπουργεία σε κάποια ζητήματα. Όπως και στο θέμα των αποζημιώσεων στη Θεσσαλία.

Πέραν αυτών έρχεται νέος νόμος και πλαίσιο για τη λειτουργία των δικαστηρίων αλλά και για την έκτιση των ποινών που αποφασίζονται. Είναι ένα καθοριστικό μέτωπο για τη θέση της χώρας σε σχέση με τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα αλλά πολύ περισσότερο για τη λειτουργία και την απόδοση δικαιοσύνης, της τάξης δικαίου δηλαδή, για τους Έλληνες ως κοινωνική συγκρότηση. Πολλά και οξέα τα θέματα της ακρίβειας στην αγορά, με τον επονομαζόμενο πλέον «πληθωρισμό της απληστίας» να κυριαρχεί. Ζητούνται λύσεις, αν όχι οριστικές, τουλάχιστον επί του παρόντος λειτουργικές, όπως περίπου δόθηκαν στο κόστος της ενέργειας. Η Ελλάδα κινείται στον αστερισμό της εθνικής ανασυγκρότησης και του εθνικού συντονισμού και τυχόν κινήσεις εξέγερσης είναι μια ατυχής, αυτοκαταστροφική, αχρείαστη πρακτική.

Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή» στις 12 Φεβρουαρίου